Ο εγγονός του Μίκη μιλάει για το πρώτο του άλμπουμ και πόσο δύσκολο είναι να είσαι συγγενής με τον πιο αναγνωρίσιμο Έλληνα.
Ο Άγγελος Θεοδωράκης-Παπαγγελίδης είναι ο δεύτερος κατά σειρά γιος της Μαργαρίτας Θεοδωράκη και εγγονός του Μίκη. Παρόλο που κι άλλα από τα αδέρφια του ασχολήθηκαν µε τη µουσική, είναι ο πρώτος που εκδίδει έναν ολοκληρωµένο κύκλο τραγουδιών σε δικούς του στίχους, µουσική και ερµηνεία. Το άλµπουµ «Angelo’s bookstore» µόλις κυκλοφόρησε από τον ανεξάρτητο Καθρέφτη: µια σειρά αγγλόφωνων τραγουδιών που χρωστούν πολλά στους Beatles και το λεγόµενο indie rock ιδίωµα από έναν νέο άνθρωπο. Στην πρώτη του µεγάλη συνέντευξη ο Αγγελος µιλάει σαν ένα παραπονιάρικο παιδί που ποτέ του δεν µεγάλωσε, συνθήκη που ισχύει και για την ίδια του τη µάνα, τη Μαργαρίτα. Μας φανερώνει τελικά πως το να είσαι επίδοξος συνθέτης και να φέρεις το όνοµα του πιο διάσηµου Ελληνα όχι µόνο δεν ανοίγει πόρτες, αλλά αντίθετα τις κλείνει ερµητικά.
Πώς είναι να είσαι εγγονός του Μίκη Θεοδωράκη;
Από τη µία είναι πολύ απλό, είναι ο παππούς µου, από την άλλη δεν είναι καθόλου εύκολο να το αντιµετωπίσεις. Ανέκαθεν η σχέση ήταν µακρινή· έβλεπα έναν µύθο και δεν ήξερα πώς να τον πλησιάσω.
Ακόµη κι εσύ που είσαι παιδί του παιδιού του.
Ακόµη κι εγώ που είµαι στα 33 µου σήµερα. Αυτό οφείλεται στον ίδιο πρώτα απ’ όλα αφού µια ζωή ήταν βυθισµένος στο έργο του και δούλευε στο γραφείο του. Ποτέ δεν υπήρξε ο κλασικός παππούς. Τεράστιο σεβασµό πάντα του είχα – να τον κοιτάζω και να λέω πως θέλω να του µοιάσω. Αναφέροµαι στο ήθος του, γιατί ποτέ δεν σκεφτόµουν τη µουσική.
Ελλοχεύει ο κίνδυνος να µένεις κάτω από τη σκιά του παππού, όπως ίσχυε και για τον γιο του, τον θείο σου τον Γιώργο, έναν εξαιρετικό µουσικό;
Αυτό δεν το ένιωσα ποτέ, γιατί ο τρόπος που µε ενδιαφέρει να λειτουργήσω ως µουσικός είναι εντελώς προσωπικός. Ηχητικά έχω πιο µεγάλη σχέση µε τον θείο µου, µε τον οποίο ξεκίνησα να δουλεύω. Ο πρώτος βέβαια που µε παρότρυνε να µπω στο στούντιο και να επεξεργαστώ κάποια ορχηστρικά κοµµάτια µου ήταν ο ξάδερφος της µάνας µου, ο άλλος Γιώργος, ο γιος του Γιάννη Θεοδωράκη. Εγώ σπούδασα κλασική κιθάρα µέχρι πρώτη ανωτέρα και άρχισα να πιάνω τις πρώτες µου ιδέες µε αυτή ως βάση.
Φαντάζοµαι έχεις ακούσει πιο πολύ Brit pop ή hard rock παρά το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά».
Τη µουσική την τσιµπάω επιπόλαια και λόγω της δυσλεξίας έχω «memory» χωρίς να µπορώ να θυµάµαι συγκροτήµατα ή πληροφορίες γι’ αυτά. Οταν ο µεγάλος µου αδερφός πνιγόταν στο death και το black metal όλοι ήµασταν µεταλάδες µε τα µπούνια! Πρώτα ακούσαµε τους hard rock δίσκους της µαµάς από τα 70s, Led Zeppelin, Deep Purple – ειδικά στους Deep Purple ο αδερφός µου ο Μίκης είχε λατρεία! Εγώ, υποτίθεται, ήµουν ο Ιαν Πέις, ο Στέφανος ήταν ο Τζον Λορντ και κάναµε ότι ήµασταν το συγκρότηµα (γέλια).
Πώς τα άκουγε όλα αυτά ο παππούς σας;
Ήµαστε µια µέρα στο δωµάτιο του µεγάλου αδερφού µου και ακούγαµε death metal, συγκεκριµένα τους Cannibal Corpse, που είναι βάρβαροι µε σατανικούς στίχους. Απαίσιοι, δεν καταλαβαίναµε καν τι ακούµε! Μπαίνει µέσα ο παππούς, το βουνό – παθαίνουµε σοκ και περιµένουµε την αντίδρασή του. Ο αδερφός µου ντράπηκε, πήγε να κλείσει τη µουσική και ο παππούς µας είπε: «Παιδιά, τι πράγµατα είναι αυτά; Τι µουσική είναι αυτή που ακούτε;». Σοκ έπαθε ο άνθρωπος! Ακόµη και πρόσφατα που άκουσε το «Honest» (σε ύφος ρέγκε) από τον δίσκο µου µου είπε πως δεν µπορεί να καταλάβει αυτήν τη µουσική. Ο παππούς ο Μίκης βέβαια είναι και ο πιο σκληρός κριτής. Πάντα κρατάω τη συµβουλή του, όχι από παππού προς εγγονό, αλλά από τον Μίκη Θεοδωράκη προς έναν άλλο µουσικό.
Από την άλλη, ο παππούς σου ο Μίκης σ’ εµένα είχε µιλήσει µε πολύ κολακευτικά λόγια για τη µουσική του Γιώργου, του γιου του.
Κοίταξε, για τον παππού µου οικογένεια σήµαινε µόνο αυτός, η γιαγιά µου, η Μαργαρίτα και ο Γιώργος. Μιλάω πολύ ανοιχτά και δεν θέλω να παρεξηγηθώ ή να διαβάσει κάτι ο ίδιος και να στενοχωρηθεί, αλλά η οικογένεια πάντα ήταν ένας µικρός κύκλος γι’ αυτόν. Εµείς πάντα ήµασταν πολύ στην απέξω, σαν «τριτοκοσµικοί» συγγενείς. Πάντα αναρωτιόµουν γιατί ο παππούς µου, που είναι πολύ συναισθηµατικός άνθρωπος, άφηνε να υπάρχει αυτό το τείχος. Γιατί να ’ναι µπαµπάς για όλους τους Ελληνες και να µην είναι και ο δικός µου µπαµπάς; Θες να σου πω και κάτι που θα ακουστεί πολύ βαρύ; Εµείς ανέκαθεν ήµαστε σαν τα παιχνίδια, σαν τα pets της µαµάς. Με όλα αυτά που βγαίνει και λέει κατά καιρούς, τα δικά της, µπήκαµε κι εµείς µέσα και τώρα εγώ κάνω την προσπάθειά µου για να βγω. ∆εν θέλω να κλαίγοµαι τώρα, δεν το παίζω καλούλης, αλλά δεν µπορώ και να φοβάµαι να εκφραστώ.
Απλώς είσαι πολύ ειλικρινής και εξοµολογητικός.
Αν εγώ έβλεπα το παιδί µου να πασχίζει µε έναν δίσκο, θα του έλεγα «πάρε αυτά τα λίγα χρήµατα» ή «έλα να στα πληρώσω εγώ». Ο παππούς µου, ας πούµε, που για µένα είναι δυο φορές µπαµπάς µου, δεν έδειξε κάποια διάθεση να βοηθήσει. ∆εν το είχε κιόλας, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος και δεν τα λέω τώρα για να τον κατηγορήσω. Οφείλω όµως να πω ότι αν του πήγαινα κάτι ολοκληρωµένο ως πρόταση και όχι χύµα κοµµάτια, θα µε στήριζε, όπως κάνει µε όλους τους επαγγελµατίες µουσικούς, είτε είναι συγγενείς του είτε όχι.
Πότε πρωτόπαιξες µπροστά σε κοινό;
Οταν δούλευα µπάρµαν για ένα διάστηµα στην µπουάτ Απανεµιά. Κατά τις 2-3 το πρωί µε φωνάζανε και έλεγα κάνα δικό µου τραγούδι. Σηµειωτέον, είχα συµµετάσχει σε ένα φεστιβάλ του κώλου, όπου εκεί όµως µε άκουσε ο πατέρας µου µαζί µε την τωρινή σύζυγό του, τη βιολοντσελίστρια Μαριλίζα Παπαγγελίδη, και εντυπωσιάστηκαν. Ετσι το πρώτο κοµµάτι που έγραψα στον ηχολήπτη Σάκη Γκίκα ήταν το «Speed of love» που θέλησε η Μαριλίζα να παίξει τσέλο µέσα. Ολες οι ενορχηστρώσεις τελικά είναι του πατέρα µου και το ήθελα πολύ, καθώς τον θεωρώ πάρα πολύ ταλαντούχο µουσικό και ενορχηστρωτή. Θυµάµαι ότι τον παρατηρούσα στις αρχές του 2000, όταν έφτιαχνε κάποια κοµµάτια του παππού µε τον Αντώνη Ρέµο για ένα σίριαλ. Τον θαύµαζα για τις ωραίες ιδέες που είχε ενορχηστρωτικά. Από τότε ευχόµουν να ενορχηστρώσει ο µπαµπάς µια µέρα και τις δικές µου δουλειές.
Έχεις τελικά µεγάλη αδυναµία στους γονείς σου. Μπαµπά και µαµά τους αποκαλείς.
Μεγάλη πίκρα από τη µαµά όµως. Της έχω κάνει δύο εγγόνια και το δεύτερο το έχει δει µόνο µία φορά. ∆εν την ενδιαφέρει καθόλου. ∆εν ήρθε ποτέ σε live µου.
Ξέρεις όµως ότι η µάνα σου µου έστειλε µήνυµα για να κάνουµε τούτη τη συνέντευξη;
Ακουσε, εγώ έχω την κατάρα του παιδιού. ∆εν έχω καταφέρει να ενηλικιωθώ εξαιτίας του τρόπου που µεγάλωσα. Οταν έχεις πρότυπο µια µάνα που παραµένει και η ίδια παιδί δεν µπορείς να µεγαλώσεις φυσιολογικά. Αυτά τα παιδιά δεν µεγάλωσαν ποτέ δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη και ως επακόλουθο δεν µεγαλώσαµε ούτε εµείς κοντά τους. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι όταν βγαίνεις έξω στη ζωή ως παιδί; ∆εν σε αντιµετωπίζει κανείς ανθρώπινα. Είναι µαρτυρική και η συµβίωση µε τη γυναίκα σου όταν έχεις κάνει και παιδιά. Στο λέω εγώ που είµαι δέκα χρόνια µε τη Στεφανία, από τα 23 µου.
Θέλω να πούµε και για το «Σπασµένο ρόδι», το µοναδικό ελληνόφωνο τραγούδι στον δίσκο σου, µε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Από το 2013 έως το ’16 η Στεφανία δούλευε ηχολήπτρια στην ΕΡΑ. Εγώ έµενα µε τον ∆ηµητράκη στο σπίτι µέχρι να γίνει τεσσάρων ετών, να τον µεγαλώνω σαν µαµά. Αυτό που κάνουν οι γυναίκες προσωπικά το έζησα και το θεωρώ την πιο δύσκολη δουλειά στον κόσµο. Ειδικά όταν είσαι µόνος σου είναι µια τρέλα. Η µάνα µου από την πλευρά της όχι µόνο δεν µας βοηθούσε, αλλά λειτουργούσε σχεδόν εκδικητικά. «∆εν σου δίνω λεφτά, δεν σας στέλνω γυναίκα να βοηθάει», αυτά όλα µας φώναζε.
Για ποιο λόγο λες;
Γιατί µπορεί να ήθελε άλλα πράγµατα, όπως το να είµαι εγώ ο κιθαρίστας της Λαϊκής Ορχήστρας. Γενικώς, δεν ήθελε να µε δει να καταφέρνω να σταθώ στα πόδια µου. Μα εδώ τώρα έχει 30 γατιά και 30 σκυλιά – είµαστε σοβαροί; Ρίξε µια µατιά στον χώρο της µάνας µου όπου βρισκόµαστε. Ολο αυτό το στρίµωγµα, η χαοτική ακαταστασία, αντικατοπτρίζει και τον ψυχικό της κόσµο.
Το 2016 προσπάθησα να στήσω µε τη µάνα µου κάποια σχήµατα για συναυλίες µε τη Λαϊκή Ορχήστρα. Επικοινώνησα µε τον τζαζίστα ∆ηµήτρη Καλαντζή, που είναι συγγενής της γυναίκας µου, βρήκα την Αγγελική Τουµπανάκη και φώναξα στο σχήµα και τον Μπάµπη Στόκα που τον γουστάρω. Κάθοµαι στο τραπέζι µε τη µάνα µου, µου πετάει έξω όλο το σχήµα, καταστρέφει στην ουσία αυτό που πάω να φτιάξω και τότε αποφάσισα πως δεν θέλω ποτέ να ξαναδουλέψω µαζί της. ∆εν άντεξα άλλο αυτό το εκβιαστικό της, δηλαδή «δεν κάνεις αυτό, δεν σου δίνω εκείνο». Αρχισα να βγαίνω και να ξενυχτάω.
Επιασα δουλειά τηλεφωνητής σε µια κωλοεταιρεία, έκατσα µια µέρα κι έφυγα. Μετά δούλεψα αποθηκάριος, αλλά δεν τα κατάφερα. Ηµουν πολύ αργός και παραιτήθηκα. ∆εν δούλευα, η γυναίκα µου δεν δούλευε επίσης και άρχισαν οι τσακωµοί. Το ίδιο διάστηµα ανακάλυψα τον Κόµη στα Πατήσια που τον έκανα δικό µου στέκι. Ερωτεύτηκα όλο αυτό το µουσικο-θεατρικό σκηνικό. Εκεί έγινε θαµώνας και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ερχόταν κάθε βράδυ µε τα τσιγάρα του και το ουισκάκι του. Στην ουσία τον ξανασυνάντησα, αφού τον είχα δει χιλιάδες φορές να µπαινοβγαίνει στο σπίτι µας για δουλειές µε τον παππού.
Κάποια στιγµή ο Βασίλης άκουσε το κοµµάτι µου το «Honest». Ο Κόµης µε έδειχνε µε τους φακούς και φώναζε: «Του µικρού µας είναι, του Θεοδωράκη». Με κάλεσε κοντά του ο Βασίλης και µου είπε να του στείλω το κοµµάτι για να βάλει ελληνικούς στίχους και να το τραγουδήσει. Πέρασε ο καιρός, ξεχαστήκαµε. Αργότερα έφτασε στον Βασίλη µέσω ενός κοινού φίλου ένα άλλο κοµµάτι µου, το «Step back», για να το έλεγε στα αγγλικά, κάτι που εγώ δεν ήθελα. Κι εγώ τραγουδάω αγγλικά µε έναν δικό µου τρόπο, αλλά δεν θα µπορούσα να ακούσω στα αγγλικά τον Βασίλη. Ποιος δεν θέλει όµως να κάνει τραγούδι µε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου; Τηλεφώνησα του στιχουργού Κώστα Φασουλά και αµέσως µου έγραψε στίχους. Συναντηθήκαµε µε τον Βασίλη, που του είχα στείλει το κοµµάτι, µπήκαµε στο στούντιο του Γκίκα και το τραγούδησε µια κι έξω. Το βάλαµε σε ένα στικάκι και το ακούσαµε όλοι παρέα το ίδιο βράδυ στον Κόµη.
Το συγκεκριµένο τραγούδι δεν το άκουσε ο παππούς σου;
Του έβαλα αρχικά το «Step back», που είναι το ίδιο κοµµάτι αλλά στα αγγλικά. Μου κάνει: «Τι κοµµάτι είν’ αυτό; ∆ύο ακόρντα έχει όλα κι όλα». Μετά µε ρωτάει: «Τι σηµαίνει “Step back”;» και του απαντάω: «Βήµα πίσω». Απεφάνθη: «Τελικά η γενιά σας είναι οπισθοδροµική». «Τι να γίνει, ρε παππού» του λέω κι εγώ, «η κάθε γενιά είναι διαφορετική. Εµείς δεν έχουµε επαναστάσεις και µεγάλους ποιητές, πρέπει να βρούµε διαφορετικό τρόπο λειτουργίας µας µες στην εποχή». Αρχισα να του εξηγώ πως κάνουµε βήµατα πίσω για να βγούµε µπροστά µε φόρα, αλλά δεν τον έπειθα. Ακου όµως τη συνέχεια! Του στέλνω το κοµµάτι στα ελληνικά και µου κάνει: «Μπράβο! Επιτέλους ένα µεγάλο βήµα».
INFO
Το CD του Angelos TP (Άγγελος Θεοδωράκης-Παπαγγελίδης) «Angelo’s bookstore» κυκλοφορεί από τον Καθρέφτη Ήχων Αληθινών