Μια συζήτηση με τον καλλιτέχνη με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του
Είναι απόλαυση να μιλάς με τον Άγγελο Παπαδημητρίου. Συναντηθήκαμε στο στέκι του, τη Στάνη στην Ομόνοια, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του «Λάικ» (Εκδόσεις Ποταμός), το οποίο αποτελεί συλλογή κειμένων και φωτογραφιών του από το Facebook. Από τις σελίδες του περνούν τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, η σχέση του με τα εικαστικά και το θέατρο αλλά και οι προβληματισμοί του πάνω σε κοινωνικά ζητήματα που μας απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια. Απέκτησε το πρώτο του κινητό τηλέφωνο τρία χρόνια πριν, μέχρι τότε αρνούνταν να χρησιμοποιήσει. Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που συζητώντας για τη σχέση τους με την τεχνολογία ένας φίλος του του είπε: «Έχουμε μεγαλώσει πια». «Δεν μου άρεσε αυτό που άκουσα» λέει ο ίδιος. «Κι έτσι απέκτησα κινητό και μέσα σε μια εβδομάδα έμαθα να μπαίνω και στο Facebook. Αφού το κάνουν ακόμη και τα παιδιά, γιατί δεν μπορώ να το κάνω κι εγώ;».
Η πρώτη φωτογραφία που ανέβασε στο Facebook ήταν εκείνη που τον απεικόνιζε γονατιστό στη μέση της άδειας Πανεπιστημίου ανήμερα Δεκαπενταύγουστο να προσεύχεται στην Παναγία. «Την ανέβασα και είδα τα λάικ να ανεβαίνουν με ταχύτητα φωτός. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου και του είπα: “Σώσε με, κάτι έχω κάνει λάθος”. Έρχεται και μου λέει “έχεις πενήντα χιλιάδες λάικ”, τα οποία εξακολουθούσαν να φουσκώνουν για ώρες».
Συζητάμε για τη δύναμη που έχουν τα κοινωνικά δίκτυα. Το Facebook δεν είναι μόνο πλατφόρμα ανώδυνων σχολίων και σέλφι. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου θυμάται τις αναρτήσεις που έκανε την εποχή που είχε φυλακιστεί η καθαρίστρια που είχε πλαστογραφήσει το απολυτήριο γυμνασίου, μέσω των οποίων ζητούσε την απελευθέρωσή της. «Γι’ αυτές τις αναρτήσεις είχαν γράψει οι εφημερίδες» λέει. Δεν δίνεται όμως μέσω του Facebook μια ψευδής εικόνα της ζωής; «Είναι ένας χρόνος αναίμακτος. Μοιάζει με ζωή αλλά δεν είναι. Με ένα μπλοκ για παράδειγμα μπορείς να απαλλαγείς από αυτόν που σε ενοχλεί. Κάτι που φυσικά δεν μπορεί να γίνει στην πραγματική ζωή».
Προσόν του ο κοινός νους
Ο κόσμος τον νιώθει δικό του άνθρωπο. Την ώρα που μιλάμε περνάει δίπλα μας ένας κύριος, ο οποίος μας κοιτάζει στην αρχή διστακτικά και έπειτα ρωτάει: «Συγγνώμη. Πού εμφανίζεστε τώρα;». «Στον “Οθέλλο” που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης» απαντάει ο κ. Παπαδημητρίου και ο άλλος κύριος του ζητάει να δώσει χαιρετισμούς σε ηθοποιούς που θαυμάζει. «Αυτά μου συμβαίνουν συνέχεια» λέει, «λες και είναι συνεννοημένοι». Τον ρωτάω ποιο πιστεύει ότι είναι το μεγαλύτερο προσόν του και απαντά: «Ο Σαββόπουλος μου έλεγε ότι διαθέτω κοινό νου, κάτι που θεωρώ το ωραιότερο κομπλιμάν που θα μπορούσε να μου κάνει κάποιος. Δεν ξεγελιέμαι, δεν φανατίζομαι και γι’ αυτό ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το φοβερό μίσος μεταξύ δεξιών και αριστερών. Υπάρχουν καλοί άνθρωποι και από τις δύο πλευρές».
Όπως λέει χαρακτηριστικά, τη ζωή την μπαντάρισε έξυπνα αλλά στην τέχνη υπήρξε τυχερός από την πρώτη στιγμή. Μιλάει για τους γονείς του με μεγάλη αγάπη, πιστεύει ότι τον μεγάλωσαν καλά και τον έμαθαν να σκέφτεται με ευρύτητα. «Οι γονείς μου ήταν άγγελοι. Ουσιαστικά το πρόβλημα του σπιτιού μου ήμουν εγώ, γιατί το μυαλό μου έπιασε και την αρνητική πλευρά. Λόγω της καλλιτεχνικής φύσης βούτηξα και στο βάθος, στο πολύπλοκο. Το ότι είμαι τώρα εδώ και μιλάμε και είμαι καλά είναι και θέμα τύχης».
Κιτς δεν είναι το κακόγουστο
Τον ρωτάω πώς προέκυψε η πολύχρονη ενασχόλησή του στα εικαστικά με την έννοια του κιτς και θυμάται: «Μικρό παιδί, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, είχα τα ωραιότερα παιχνίδια του κόσμου, τα έφερναν οι γονείς μου από το εξωτερικό. Ένα από αυτά ήταν ένα αυτοκινητάκι πολύ εντυπωσιακό για την εποχή. Τότε έπαιζα με το παιδάκι της κυρίας που μας καθάριζε. Η μανούλα του είχε βρει μέσα στη συσκευασία του Κλιν ένα νάιλον Ινδιανάκι. Ένα κακοφτιαγμένο, μονοχρωματικό, με πολλές γωνίες Ινδιανάκι. Το αντάλλαξα με τον φίλο μου με το αυτοκινητάκι. Με συγκίνησε πολύ αυτό το παιχνίδι. Μου άρεσε πάντα το βαθιά ανθρώπινο, το προσωπικό. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή και όταν μεγάλωσα ένιωσα μια έλξη για το κιτς, το οποίο χρησιμοποίησα στην τέχνη μου».
Επειδή όμως πολύς κόσμος έχει μάλλον θολή εικόνα, ξεκαθαρίζει: «Πολλοί νομίζουν ότι κιτς είναι το κακόγουστο. Δεν ισχύει αυτό. Κιτς είναι το χαμηλό που υποδύεται το υψηλό. Το κιτς είναι ένα πράγμα πολύ σοβαρό, γιατί υποδύεται. Είναι μια απομίμηση. Και αυτό το μίσος των αριστερών με τους δεξιούς είναι κιτς γιατί μιμείται το παλιό μίσος». Ζει στα Εξάρχεια εδώ και τριάντα χρόνια. Τον ρωτάω αν θα μπορούσε να ζήσει σε νεόδμητη περιοχή και απαντά: «Ποτέ! Θα σου πω κάτι. Δεν φοράω ποτέ καινούργιο ρούχο. Δεν μπορώ, όλα τα παίρνω από φίλους μου. Θέλω να είναι φορεμένα, να έχουν ζωή και να έχουν πάρει μορφή. Αυτό το ατσαλάκωτο μπορεί να με τρελάνει. Αν φορέσω κοστούμι, μέχρι να το βγάλω νιώθω ότι είμαι σε ξύλινο φέρετρο».
Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τους ανθρώπους; «Αποτελούμαστε όλοι ακριβώς από τα ίδια συστατικά. Στα εννιά από τα δέκα είμαστε ίδιοι, το ένα είναι που μας διαφοροποιεί. Η ευγένεια και η ομορφιά ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους».
INFΟ
Το βιβλίο του Άγγελου Παπαδημητρίου «Λάικ» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός
*Φωτογραφία
Γιάννης Παναγόπουλος/Eurokinissi