Γύρνα πάλι κοντά μου σ’ εξορκίζω Γογγύλα·
το χιτώνα φορώντας το λευκό σα γάλα
πάλι φανερώσου·
Όμορφη· να `ξερες τι λαχτάρες μου γεννάς
έτσι ντυμένη!
Και πώς νιώθω χαρούμενη που όχι εγώ
μα η Θεά μας η ίδια σου το λέει· σα να σε μαλώνει·
που τόσα χρόνια την παρακαλώ και την παρακαλώ *
Γογγύλα· λες κι ένας πόθος με πιάνει να πεθάνω
και τις όχθες όπου ανθεί ο λωτός
μέσα στη δρόσο ν’ αντικρίσω του Αχέροντα
Πρόκειται για τη μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη στο ποίημα «Κέλομαί σε Γογγύλα» της Σαπφώς (630-570 π.Χ.). Ένα ποίημα στο οποίο εκφράζεται ο απεγνωσμένος έρωτας μιας γυναίκας για μια άλλη. Όχι, τότε δεν υπήρχαν μπουζουξίδικα και σκυλάδικα και έτσι η Σαπφώ δεν είχε τη δυνατότητα να κλάψει μια νύχτα στον Βασίλη Καρρά με ουίσκι και τσιγάρο μέχρι το ξημέρωμα ουρλιάζοντας «Πού πας, πού πας, δεν είναι δρόμος η καρδιά μου να πατάς» ούτε «Αγάπα με τις ώρες που μπορείς, αγάπα με ποτέ μην μ’ αρνηθείς». Δεν είχε γεννηθεί ακόμη βέβαια ούτε η Σίρλεϊ Μπάσι να δακρύσουν παρέα, με τα κομψά μποά τους άδοντας «I, who have nothing» ούτε και ο Έλβις Κοστέλο να τραγουδά με τρεμάμενη φωνή «I want you» και να λιώνουν οι τοίχοι και τα πατώματα.
Ο έρωτας που δεν ευοδώνεται υπάρχει από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Τα πράγματα δεν ήταν ποτέ τόσο απλά ώστε να μας ερωτεύονται όσοι ερωτευόμαστε. Κι αν μας ερωτεύονται ίσως να είναι λάθος το timing, ακατάλληλες οι συνθήκες. Ακόμη και οι έρωτες που ζουν μαζί πιθανότατα κάποτε θα τελειώσουν. Και μπορεί σαν πεθάνει μια αγάπη να μην πεθαίνει κι η ζωή, αλλά μέχρι να το καταλάβει το μέσα μας περνάει καιρός, κατά τον οποίο το πάθος ψάχνει διέξοδο.
«Είμαι και αρχή και φινάλε και στη σκέψη σου βάλε πως αν κάνεις δεσμό, μέσ’ σε λίγο καιρό θα χωρίσεις γιατί θα υπάρχω εγώ» τραγουδούσε ο Καζαντζίδης αποθεώνοντας το εγώ του πάσχοντος και της πάσχουσας, διότι η χυλόπιτα δεν έχει φύλο. Όσοι το τραγουδήσαμε με πάθος την ίδια στιγμή περιγελούσαμε λίγο τον εαυτό μας για τη μεγαλοστομία. Ποτέ λίγη θεατρικότητα δεν έβλαψε κανέναν όμως. Άλλωστε τι είναι η ζωή πέρα από ένα απέραντο δρώμενο;
Αυτές τις μέρες, με αφορμή τον θάνατο του Καρρά, γράφεται συχνά ότι η καψούρα είναι συναίσθημα που προέρχεται από την τοξική αρρενωπότητα. Ίσως σε διάφορες φάσεις να έχει ταυτιστεί πιο πολύ με τους άντρες διότι πριν από δεκαετίες ήταν σχεδόν αδιανόητο να δηλωθεί εκ μέρους των γυναικών. Σίγουρα πάντως η καψούρα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του συνοικιακού Τσακ Νόρις που θα βγει τύφλα από το μαγαζί και θα πάει να δείρει τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τον κολλητό του, τον περιπτερά. Είναι συναίσθημα πανανθρώπινο, ταπεινό για κάποιους αλλά υπαρκτό παρόλα αυτά. Ο τρόπος που θα το χειριστεί κάποιος, δηλαδή αν θα γίνει τοξικός ή απλώς θα καταπιεί τον πόνο να πάει παρακάτω είναι θέμα προσωπικότητας και κοσμοθεώρησης.
Τις τελευταίες μέρες έχει ανοίξει μια μεγάλη κουβέντα σχετικά με την έννοια της καψούρας, την ετυμολογία και την ουσία της. Έτσι, η καψούρα έχει ήδη περάσει από δίκες πολιτικής ορθότητας, πολιτικών φρονημάτων, ψυχαναλυτικές αναλύσεις, την έχουν αντιπαραβάλλει με τη σκέψη του Φουκώ, του Καστοριάδη (πραγματικά ψυχεδελικό), την έχουν βαφτίσει με λέξεις πιο κομψές για να μπορούν να την πενθήσουν ακούγοντας Ντεμπισί. Σε κάθε περίπτωση, δεν πειράζει να μην κλαίμε όλοι μας για το κουφάρι του έρωτα με το «Δεν πάω πουθενά εδώ θα μείνω» (κάποιοι κλαίμε). Πειράζει να νομίζουμε όμως ότι εξαιρούμαστε από την κοινή ανθρώπινη μοίρα ή ότι είμαστε καλύτεροι επειδή ενδύουμε τον πόνο μας μόνο με έργα υψηλής αισθητικής. Ενίοτε συμβαίνει κι αυτό. Αρκεί να μην μας οδηγεί εκεί η πνευματική αλαζονεία.
Διαβάστε επίσης:
«Όταν θα φύγεις θα νιώθω τελείως παράλυτος»