Την άνευ προηγουμένου αυταρχική και εκφοβιστική συμπεριφορά που δέχτηκε στις 17 Αυγούστου από αστυνομικές δυνάμεις εντός της ψυχιατρικής πτέρυγας του Θριάσιου Νοσοκομείου περιγράφει στο Documento η ψυχίατρος, επιμελήτρια Β΄ και πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας Αφροδίτη Ρέτζιου.
Οταν η κ. Ρέτζιου αντέδρασε στη θέα ένοπλων αστυνομικών φρουρών κρατουμένου ψυχικώς πάσχοντα, νοσηλευόμενου στην κλινική, είδε να προσέρχονται σε ενισχύσεις, έπειτα από αίτημα ενός από τους αστυνομικούς φρουρούς, πέντε επίσης ένοπλοι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ, που την απείλησαν ότι θα τη συλλάβουν με τη διαδικασία του αυτοφώρου.
Σχολιάζοντας το περιστατικό, ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας δήλωσε αναρμόδιος να πει στην αστυνομία να μην οπλοφορεί, ενώ σε ανακοίνωσή της η Ενωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Δυτικής Αττικής ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η δράση της κ. Ρέτζιου «δεν ήταν μόνο ατυχής, αλλά και επικίνδυνη». Το δόγμα «νόμος και τάξη» σφυρηλατείται μέρα με τη μέρα καθώς το σωματείο εργαζομένων του νοσοκομείου Ευαγγελισμός κατήγγειλε ότι στις 18 Αυγούστου, έπειτα από αίτημα συγγενούς νοσηλευόμενης που τυγχάνει ανώτατη δικαστής, αστυνομικοί αναζητούσαν εντός νοσοκομείου τον εφημερεύοντα ειδικευόμενο γιατρό του Ε΄ Παθολογικού Τμήματος ο οποίος εκείνη την ώρα ενημέρωνε τη βάρδια της επόμενης ημέρας.
Πώς σχολιάζετε την παρουσία των ένοπλων αστυνομικών φρουρών εντός της ψυχιατρικής κλινικής λαμβάνοντας υπόψη και το πρόσφατο περιστατικό στο Ρίο όπου ασθενής άρπαξε το όπλο του συνοδού αστυνομικού και αυτοκτόνησε;
Ο κανονισμός οργάνωσης – λειτουργίας της Υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης προβλέπει όταν οι ιατρικοί λόγοι το επιβάλλουν ότι «οι φρουροί νοσηλευόμενων κρατουμένων αντί στολής να φέρουν πολιτική περιβολή» και επιπλέον ότι «στους ειδικούς θαλάμους οι φρουροί εισέρχονται διαδοχικά άοπλοι». Αν και ο κανονισμός δεν κάνει ειδική αναφορά στις ψυχιατρικές κλινικές, αντιλαμβάνεστε ότι λόγω της φύσης των ψυχικών διαταραχών η παρουσία ένοπλων φρουρών αντιβαίνει στην ίδια τη λογική του θεραπευτικού πλαισίου. Υπάρχουν π.χ. ασθενείς που θεωρούν ότι παρακολουθούνται ή διώκονται από την αστυνομία. Σε αρκετές περιπτώσεις θεωρούν ότι οι γιατροί συνεργαζόμαστε με την αστυνομία, άρα η παρουσία ενόπλων ενισχύει αυτή τους την πεποίθηση και δυσκολεύει την εγκαθίδρυση της θεραπευτικής σχέσης μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Επιπλέον, εγκυμονεί κινδύνους λόγω της αυξημένης πιθανότητας εκδήλωσης αυτο-ετεροκαταστροφικής συμπεριφοράς των ασθενών μας στο πλαίσιο της νόσου τους. Απόδειξη το περιστατικό στο οποίο αναφέρεστε.
Θεωρείτε ότι οι αστυνομικοί προσπάθησαν να καταστείλουν το αγωνιστικό φρόνημα που επιδείξατε απαιτώντας την απομάκρυνση του ένοπλου αστυνομικού;
Οπως προανέφερα, το νομικό πλαίσιο υπάρχει. Θα μπορούσε κάλλιστα ο φρουρός με τον οποίο διαφώνησα, αν είχε διαφορετικές εντολές, να ζητήσει οδηγίες. Αντί γι’ αυτό, σε μια προσπάθεια επίδειξης πυγμής, κάλεσε ενισχύσεις για να με οδηγήσουν στο αυτόφωρο με την κατηγορία της «απείθειας κατά της αρχής» επειδή αρνήθηκα να του δώσω τα στοιχεία μου, τα οποία παρεμπιπτόντως εύκολα μπορούσε να τα βρει αφού ο κατάλογος των εφημερευόντων είναι αναρτημένος στο νοσοκομείο. Η εισβολή, κυριολεκτικά, πέντε ένοπλων ένστολων της ομάδας ΔΙΑΣ στην ψυχιατρική κλινική δεν δικαιολογείται. Τι φοβήθηκαν, ότι θα προσπαθήσω να διαφύγω τη σύλληψη ή εξαντλήθηκε η υπομονή τους και δεν περίμεναν να βγω έξω από τον χώρο της κλινικής; Πρόκειται ξεκάθαρα για τραμπούκικη, αυταρχική συμπεριφορά. Δεν πρόκειται όμως για μεμονωμένο περιστατικό. Δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αστυνομική αυθαιρεσία. Εχουμε καταγγείλει και άλλες φορές στο παρελθόν ότι οι αστυνομικές δυνάμεις παρεμβαίνουν και δυσκολεύουν το έργο μας. Ιδιαίτερα στους ψυχίατρους τέτοιες πρακτικές είναι γνώριμες.
Πώς κρίνετε τη δήλωση του υπουργού Β. Κικίλια ότι «δεν είμαι εγώ εκείνος ο οποίος θα πει στην αστυνομία να μην οπλοφορεί, γιατί, εάν συμβεί το παραμικρό, ποιος θα φταίει;», καθώς και ότι αναμένει το πόρισμα της ΕΛΑΣ για την υπόθεση;
Δεν ξέρω αν ο υπουργός Υγείας αγνοεί το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση, αντί να καταδικάσει το γεγονός, με την τοποθέτησή του δίνει αέρα στα πανιά της αστυνομικής αυθαιρεσίας και ενθαρρύνει τέτοιες πρακτικές. Είναι ένα ακόμη δείγμα γραφής της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία πατώντας στα χνάρια της προηγούμενης κυβέρνησης ενισχύει το δόγμα «νόμος και τάξη» και κλιμακώνει την επίθεση σε βάρος των λαϊκών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ψυχιατρικές κλινικές; Θεωρείτε ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική βούληση για την επίλυσή τους;
Οι ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων έχουν μετατραπεί σε μικρά άσυλα, αποθήκες ψυχών, που πλημμυρίζουν με ράντζα σε κάθε εφημερία. Μόνο στις δημόσιες ψυχιατρικές κλινικές της Αττικής νοσηλεύονται ακούσια 3.000 ασθενείς ετησίως. Σε αρκετές περιπτώσεις ασθενείς εξακολουθούν να νοσηλεύονται ακόμη και όταν έχουν εκλείψει οι λόγοι εισαγωγής τους, περιμένοντας να βρεθεί θέση σε μία από τις ελάχιστες δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, οι οποίες δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες. Ψυχίατροι και κοινωνικοί λειτουργοί κάνουμε καθημερινά αγώνα δρόμου γιατί αρνούμαστε να τους πετάξουμε στον δρόμο. Ολόκληρες περιοχές της Ελλάδας μένουν ακάλυπτες. Ασθενείς από άλλες πόλεις, από τα νησιά νοσηλεύονται στην Αθήνα, με τεράστια οικονομική και ψυχολογική επιβάρυνση για τους ίδιους και για τις οικογένειές τους. Δεκαεξάχρονα παιδιά σε ψυχιατρικές κλινικές ενηλίκων. Αυτό είναι το αποτύπωμα της ευρωενωσιακής κοπής «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης», της διαχρονικής πολιτικής της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης που έχει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για να απλώσουν τα πλοκάμια τους στον χώρο της ψυχικής υγείας ΜΚΟ και επιχειρηματίες. Αυτό που απαιτείται είναι να δυναμώσουν οι αγώνες για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δικτύου δημόσιων, απολύτως δωρεάν υποδομών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Η πολιτική βούληση της σημερινής κυβέρνησης, όπως και των προηγούμενων, είναι η πολιτική που θεωρεί την υγεία του λαού κόστος που πρέπει να περιοριστεί. Δεν έχουμε τίποτε καλό να περιμένουμε.