Τι σχέση έχουν οι συγγραφείς Ζαν Αμερί και Πρίμο Λέβι, η Γερμανίδα φιλόσοφος Χάνα Αρεντ και ο Γκουίντο, ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Η ζωή είναι ωραία;» Εκτός από την κοινή εβραϊκή καταγωγή, ό,τι άλλο τους ενώνει ή τους χωρίζει τα συνέθεσε στην ομιλία του ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης κατά την πρόσφατη θεμελίωση του Μουσείου Ολοκαυτώματος, εκπληρώνοντας όπως είπε ένα προσωπικό στοίχημα.
Η δραστήρια εβραϊκή κοινότητα της πόλης, η οποία ίδρυσε τη Φεντερασιόν, την πρώτη συνδικαλιστική οργάνωση και μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς πριν μάλιστα από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, δεν αποτέλεσε εξαίρεση στην θηριώδη εκστρατεία εξόντωσης από τους ναζί. Ο Πρίμο Λέβι, κρατούμενος αλλά και επιζήσας από το στρατόπεδο του Αουσβιτς στο βιβλίο του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» γράφει χαρακτηριστικά: «Δίπλα μας στέκει μια ομάδα Ελλήνων, αυτοί οι φοβεροί και αξιοθαύμαστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, πεισματικοί, σοφοί, αμείλικτοι και αλληλέγγυοι, αποφασισμένοι να ζήσουν, ανελέητοι αντίπαλοι στον αγώνα της επιβίωσης: από αυτούς τους Ελληνες που υπερίσχυσαν στις κουζίνες και στο εργοτάξιο, που ακόμη και οι Γερμανοί υπολογίζουν και οι Πολωνοί φοβούνται. Εκλεισαν τρία χρόνια κι αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι το στρατόπεδο. Στέκονται στο κύκλο με τους ώμους κολλητά ο ένας στον άλλο και τραγουδούν μια μακρόσυρτη μελωδία».
Αν εκείνοι τραγουδούσαν, όπως ο Ρομπέρτο Μπενίνι αφηγούνταν ιστορίες για να αντέξουν ο ίδιος και ο μικρός γιος του τη φρίκη, ήταν γιατί είχαν ανάγκη το καταφύγιο της φαντασίας, μιας και η λογική ξεψύχησε μόλις εμφανίστηκε εκείνος ο κόσμος. Καμιά βασιλεία των ουρανών, καμιά μαρξιστική ουτοπία, κανενός είδους τέχνη δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως παραμυθία στην απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τη σωματική εκμηδένιση από τον πόνο των βασανιστηρίων. Πολύ λίγη σημασία είχε επίσης η γεωγραφική προέλευση ή το κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκαν. Ραβίνοι, εργάτες, επιστήμονες, επιχειρηματίες, διανοούμενοι, νέοι και μεσήλικες βρέθηκαν στην ίδια αταξική κόλαση και άκουγαν κάθε πρωί το ίδιο εφιαλτικό παράγγελμα «Wstavac» (εγέρθητι).
Ποικίλλει ωστόσο η ερμηνεία του φαινομένου του ολοκληρωτισμού. Η Αρεντ, που προσπάθησε να κρατήσει συναισθηματική απόσταση και να εξετάσει ψύχραιμα τα πράγματα, με αφορμή τη δίκη του Αϊχμαν, υποστήριξε στην «Κοινοτοπία του κακού» πως ο αρχιτέκτονας του Oλοκαυτώματος αποτέλεσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μετάλλαξης ενός καθημερινού ανθρώπου σε γρανάζι μιας θανατηφόρας μηχανής. Στο ναζιστικό καθεστώς εξορίστηκε η σκέψη και αντικαταστάθηκε από την υπακοή, οδηγώντας έτσι μια χώρα ολόκληρη στην πλήρη ηθική έκπτωση επειδή υπήρξε απερίσκεπτα νομοταγής. Ο Αμερί αντίθετα, στο «Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση» με το οποίο εισήγαγε ένα νέο γραμματολογικό είδος, τη μαρτυρία του συντελεσμένου κακού, δεν επιτρέπει καμιά συγχώρεση απέναντι σ’ αυτούς που άνοιξαν τη μεγαλύτερη μαύρη τρύπα της Ιστορίας.
Τη μέση οδό ακολουθεί ο Λέβι, συνδυάζοντας τις σκληρές και απάνθρωπες εμπειρίες του με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Τα στρατόπεδα ήταν τελικά μια παράλογη παρένθεση ή μια φυσιολογική εξέλιξη; Γιατί ο ίδιος δεν αυτοκτόνησε τότε και το έπραξε πολύ αργότερα; Είχε το ηθικό δικαίωμα να επιζήσει; Η απάντησή του σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα είναι η αναγκαιότητα συντήρησης της μνήμης, όσο σπαραχτική κι αν είναι. Το όνειδος της συντριβής δεν εξαλείφεται, γιατί το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό κι αυτή θα πρέπει να είναι η άλλη «τελική λύση». Με όπλο την ηθική αντίσταση και τον ανθρωπισμό θα απομακρύνεται η βεβαιότητα να ακουστεί ξανά το βροντερό «Wstavac» και θα μειώνεται ο κίνδυνος να είμαστε εμείς εκείνοι που θα το προφέρουμε.
* Η Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος – ιστορικός Τέχνης