Αφιλόξενη η Αυστραλία πλέον για τους μετανάστες

Η άφιξη του ευεπίφορου στις αντιεμβολιαστικές συνωμοσιολογικές θεωρίες Νόβακ Τζόκοβιτς στη Μελβούρνη ήταν περισσότερο από αναμενόμενο ότι θα γινόταν αφορμή για να επιδείξουν η αυστραλιανή κυβέρνηση και η τοπική διοίκηση της Βικτόριας τη δύναμή τους και να την εκμεταλλευτούν επικοινωνιακά. Η Αυστραλία είχε ένα από τα περισσότερο μακροχρόνια lockdowns του δυτικού κόσμου, ενώ το 77% του πληθυσμού της είναι πλήρως εμβολιασμένο. Επομένως η «ταλαιπωρία» στα σύνορα ενός ακραία αντιεμβολιαστή θα είχε μεγάλη απήχηση, ανεξάρτητα από την κατάληξη της υπόθεσης.

Ομως παρότι συγκεντρώνει τους προβολείς της δημοσιότητας, η ιστορία με τον Τζόκοβιτς είναι μια από τις πολλές που διαδραματίζονται εδώ και αρκετά χρόνια στα σύνορα της Αυστραλίας. Οι κυβερνήσεις της Αυστραλίας εδώ και καιρό αντλούν πολιτικό κεφάλαιο από τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο. Ο Τζόκοβιτς, όχι τυχαία, κρατήθηκε μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του σε ένα συγκρότημα κατοικιών όπου διαμένουν μετανάστες και αιτούντες άσυλο, οι οποίοι παραμένουν σε νομικό κενό, μην μπορώντας ούτε να μπουν στη χώρα αλλά ούτε και να φύγουν από αυτή. Και αυτοί είναι οι τυχεροί, αφού η χώρα έχει καταδικαστεί από τον ΟΗΕ για τη μεταφορά μεταναστών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη νήσο Μάνους στα ανοιχτά της Παπούα Νέας Γουινέας.

Αλλαγή λόγω πανδημίας

Η Αυστραλία εγκατέλειψε τη ρατσιστική πολιτική της για τη μετανάστευση μόνο λευκών μόλις τη δεκαετία του 1970, δημιουργώντας μια πολυπολιτισμική κοινωνία που οδήγησε την οικονομία σε μεγάλη άνθηση. Ετσι κατάφερε να περάσει πιο ήπια τις μεγάλες κρίσεις των «ασιατικών τίγρεων», τη «φούσκα» dot.com και την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.

Ομως η πανδημία με την άνευ προηγουμένου αναστάτωση που έφερε στις αλυσίδες εφοδιασμού, καθιστώντας την εισαγόμενη εργασία πιθανή πηγή μολύνσεων, έκανε τις χώρες να αντιδράσουν με διαφορετικούς τρόπους: από την Ιταλία που στράφηκε στους παράτυπους μετανάστες για να σωθούν οι σοδειές μέχρι τη Σιγκαπούρη που πήρε σκληρά μέτρα για να αντιμετωπίσει τη διασπορά στους κοιτώνες των ξένων εργατών στις κατασκευές. Ο Καναδάς σε ένδειξη ευγνωμοσύνης έδωσε τη δυνατότητα απόκτησης καθεστώτος μόνιμου κατοίκου σε όσους εργαζόμενους είχαν προσωρινή βίζα εργασίας.

Από την πλευρά της η Αυστραλία τα τελευταία χρόνια της πανδημίας άλλαξε ριζικά τη μεταναστευτική της πολιτική. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σφράγισε τα σύνορά της και έδωσε εντολή στους μη μόνιμους κατοίκους της να εγκαταλείψουν τη χώρα. Περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι που είχαν προσωρινή βίζα (σχεδόν το 4% του πληθυσμού) αναγκάστηκαν να φύγουν, αφήνοντας τις δουλειές και τις σπουδές τους και στερώντας φτηνό εργατικό δυναμικό από την οικονομία.

Η Αυστραλία το 2019 έθεσε ως όριο στις βίζες μόνιμης κατοικίας τις 160.000, που σημαίνει ότι μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των μεταναστών μπορούν να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι. Υπό το τωρινό σύστημα 3 εκατομμύρια άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με προσωρινή βίζα στην Αυστραλία, όπου θα δουλεύουν με μειωμένο μισθό και χωρίς κανένα πολιτικό δικαίωμα, δημιουργώντας ουσιαστικά δηλαδή πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Επίσης, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης εκτιμά ότι μια πολιτική που προβλέπει ευρεία χρήση της προσωρινής εργασίας από το εξωτερικό μπορεί να ωφελεί την οικονομία ως σύνολο, όμως επιδεινώνει το βιοτικό επίπεδο των χαμηλόμισθων κοινωνικών στρωμάτων, αφού πλέον ο ανταγωνισμός για τους μισθούς γίνεται «αγώνας δρόμου προς τα κάτω». Οσο οι μετανάστες παραμένουν σε καθεστώς προσωρινής κατοικίας είναι περισσότερο ευάλωτοι στην εκμετάλλευση, αφού η πολιτική της εισαγωγής μεταναστών έχει στόχο την πλήρωση θέσεων εργασίας στις κατώτερες βαθμίδες της αγοράς, κάνοντας αδύνατη την κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω.

Οι πολίτες των μεγάλων πόλεων είναι συντριπτικά υπέρ της μείωσης της μετανάστευσης, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να επιβάλει ένα χαοτικό σύστημα για τη χορήγηση της υπηκοότητας. Η διαδικασία για τη μετεγκατάσταση στη χώρα έχει γίνει τόσο περίπλοκη ώστε υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 5.000 πράκτορες μετανάστευσης σε όλη τη χώρα για να μπορούν οι αιτούντες να ενημερωθούν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να κινηθούν. Η επίσημη δικαιολογία για την πολυπλοκότητα της διαδικασίας είναι ότι όσοι μπουν στη χώρα θα πρέπει να καλύψουν ένα συγκεκριμένο κενό στην οικονομία. Ομως δεν είναι πάντοτε δυνατό να προβλέψουν οι γραφειοκράτες τις ελλείψεις που θα προκύψουν στην οικονομία.

Ηθική διάσταση

Δεν είναι αμελητέα ούτε η ηθική πτυχή της υπόθεσης, από δύο απόψεις: η μία είναι ότι ο Νόβακ Τζόκοβιτς ως παγκοσμίου φήμης αθλητής θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στις δημόσιες τοποθετήσεις του, ειδικά όταν αφορούν ζητήματα δημόσιας υγείας. Από την άλλη, η αυστηρή συνοριακή πολιτική δεν επιτρέπει σε Αυστραλούς που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό να επισκεφθούν τους συγγενείς τους, ενώ ούτε οι μετανάστες φεύγουν για να επισκεφθούν συγγενείς στην πατρίδα τους αφού ξέρουν ότι δεν θα μπορέσουν να ξαναμπούν στη χώρα, ακόμη κι αν είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Ομως ένας άνθρωπος με μόνο διαβατήριο τη φήμη του μπορεί να μπει για να παίξει τένις.

Μια επιπλέον πτυχή που δεν έχει αξιολογηθεί επαρκώς αν έπαιξε ρόλο στην υπόθεση είναι ότι ο Τζόκοβιτς ήταν υπέρ των διαδηλώσεων που έγιναν στις αρχές Δεκεμβρίου στο Βελιγράδι εναντίον των σχεδίων εξόρυξης λιθίου της αυστραλιανής εταιρείας Rio Tinto. Οι διαδηλωτές εναντιώνονταν στην εξόρυξη λόγω των βλαβερών συνεπειών που θα είχε στην ήδη υποβαθμισμένη ποιότητα του αέρα και του νερού.