Πώς η κυβέρνηση της ΝΔ άφησε να χαθεί ο χρόνος που κερδήθηκε την άνοιξη
Εντονη ανησυχία προκαλούν τα ολοένα αυξανόμενα κρούσματα κορονοϊού στη χώρα μας που για πρώτη φορά μετά την καραντίνα αγγίζουν τριψήφιο αριθμό. Το τοπικό lockdown στον Πόρο προβληματίζει ακόμη περισσότερο για το πώς θα κυλήσει το υπόλοιπο του καλοκαιριού ενώ δείχνει ότι η κυβέρνηση παίρνει αυστηρότερα μέτρα. Η επιστροφή του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα στους τηλεοπτικούς δέκτες άλλωστε αποτέλεσε για πολλούς ακόμη ένα δείγμα της σοβαρότητας της κατάστασης που διανύει η χώρα, εν μέσω μάλιστα της ιδιόμορφης φετινής τουριστικής περιόδου. Την ίδια στιγμή όμως που το κυβερνητικό αφήγημα προβάλλει ένα θωρακισμένο ΕΣΥ, σύμφωνα με γιατρούς και νοσηλευτές που μιλούν στο Documento αυτό εμφανίζεται κάθε άλλο παρά έτοιμο για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου κύματος που μπορεί ίσως να έρθει το φθινόπωρο. Οπως λένε οι επαγγελματίες που αντιμετώπισαν την Covid-19, «ο χρόνος που κερδήθηκε δεν αξιοποιήθηκε», ενώ οι προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού μοιάζουν σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στις πραγματικές ανάγκες και στα σοβαρά κενά που άφησαν πίσω τους τα μνημονιακά χρόνια.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για ακόμη μια φορά έριξε το βάρος στην ατομική ευθύνη και στο φιλότιμο, ενώ προσπαθώντας να καθησυχάσει τις ανησυχίες που προκύπτουν από τα ανοιχτά σύνορα και την είσοδο στην πιο καυτή περίοδο του τουρισμού επικαλέστηκε τα νούμερα: «Μόλις το 10% των κρουσμάτων είναι εισαγόμενα, τα πιο πολλά κρούσματα αυτήν τη στιγμή είναι εγχώρια». Ομως οι ελλείψεις υγειονομικού προσωπικού στα νησιά υπάρχουν και ο κίνδυνος είναι προ των… τουριστικών πυλών. «Πώς ένας γιατρός θα επιλέξει να πάει σε ένα νησί όταν με τον μισθό του πρέπει να πληρώνει κάθε μήνα υψηλά “τουριστικά” ενοίκια με τις χαμηλές μηνιαίες αποδοχές του;» αναρωτιούνται οι υγειονομικοί κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. Συν τοις άλλοις, η μη πραγματοποίηση τεστ σε όλους όσοι έρχονται στη χώρα προβληματίζει ιδιαιτέρως τον κόσμο και τους επιστήμονες.
Αν και προσώρας τα αυξημένα νούμερα δείχνουν να έχει ξεκινήσει ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού στη χώρα, μέχρι στιγμής φαίνεται να είναι ηπιότερο σε σύγκριση με το πρώτο. Τουλάχιστον αυτό παρατηρείται με βάση τα στοιχεία, καθώς ακόμη τίποτε δεν είναι βέβαιο αν δεν περάσουν, όπως τονίζουν οι ειδικοί, τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Διάστημα κατά το οποίο θα φανεί αν όσοι νοσούν χρειαστεί να νοσηλευτούν ή – το απευκταίο σενάριο– να διασωληνωθούν. Ετσι αιτιολογείται προς το παρόν και το αφήγημα της κυβέρνησης περί μη «μπουκώματος» του ΕΣΥ. Παρ’ όλα αυτά, οι παλιές «κακές συνήθειες» στα δημόσια νοσοκομεία εν μέσω μιας κουτσουρεμένης «κανονικότητας» επέστρεψαν και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα ανά διαστήματα έχει δηλώσει ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας περί τήρησης των απαραίτητων αποστάσεων και αποφυγής του συγχρωτισμού.
Τα ράντζα και η «κρυμμένη» νοσηρότητα
Τα ράντζα, όπως αναφέρουν γιατροί και νοσηλευτές στο Documento, εμφανίστηκαν ξανά. Εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες ασθενείς που «έμειναν στο σπίτι» αποφεύγοντας να επισκεφτούν τους γιατρούς τους πλέον κατακλύζουν τους νοσοκομειακούς διαδρόμους και αναπόφευκτα οι αποστάσεις δεν γίνεται να τηρηθούν. «Οι παραμελημένοι ασθενείς στοιβάζονται, τα νοσοκομεία γέμισαν ράντζα, ο ένας είναι πάνω στον άλλο, ένα κρούσμα ανάμεσα σε όλους αυτούς θα αποτελέσει “βόμβα” μέσα στο νοσοκομείο» λέει ο Μιχάλης Ρίζος, παθολόγος – εντατικολόγος και εκπρόσωπος εργαζομένων στο Αττικό Νοσοκομείο. «Πρόκειται για εμπαιγμό» αναφέρει η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) Αφροδίτη Ρέτζιου. «Τα υγειονομικά πρωτόκολλα έχουν γίνει κουρελόχαρτα» λέει ο πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου Κρήτης Δημήτρης Βρύσαλης.
Ως εκ θαύματος, κατά τη διάρκεια του lockdown οι Ελληνες ασθενείς θεραπεύτηκαν από όλες τις ασθένειές τους. Οι γιατροί των νοσοκομείων αναφοράς μιλώντας στην εφημερίδα έκρουαν από τότε τον κώδωνα του κινδύνου για τους ασθενείς που αναγκάζονταν να κρύβουν τα προβλήματα υγείας τους. Η τωρινή εικόνα από τα νοσοκομεία της χώρας δυστυχώς επιβεβαίωσε την ανησυχία τους. Τα ράντζα επανεμφανίστηκαν, τα νοσοκομεία υπολειτουργούν και η κατάσταση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο λόγω των καλοκαιρινών αδειών του προσωπικού. «Κατά την περίοδο του κορονοϊού όλη η υπόλοιπη κανονική λειτουργία των νοσοκομείων, όλα τα χρόνια περιστατικά εκτός από τα επείγοντα πήγαν πίσω. Για παράδειγμα πολλές εξετάσεις όπως η κολονοσκόπηση, η γαστροσκόπηση κ.ά. που είναι διαγνωστικές, με τον ασθενή να είναι καρκινοπαθής και να περιμένει να βγάλει μια βιοψία. Μπορεί να κοστίσει μέχρι και τη ζωή του αν δεν γίνει. Δεν είναι φυσιολογικό το 2020 για να αντιμετωπίσεις ένα έκτακτο γεγονός να βάζεις σε αναστολή όλη τη λειτουργία του συστήματος υγείας. Τα περιστατικά που δεν διαγνώστηκαν είναι καρκίνοι και καρδιαγγειακά. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να περιμένουν παραπάνω από έναν χρόνο για να κάνουν ένα χειρουργείο» σημειώνει ο Γιάννης Γαλανόπουλος, μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΟΕΝΓΕ.
Οι μόνιμες προσλήψεις σταγόνα στον ωκεανό
Οι αυξημένες ανάγκες αντιμετωπίζονται με το ίδιο προσωπικό που στάθηκε όρθιο στις ανάγκες της Covid-19. Τι έγινε όμως με τις προσλήψεις στο εθνικό σύστημα υγείας; Πώς αξιοποιήθηκε ο χρόνος από την κυβέρνηση για την κάλυψη των απαιτήσεων;
«Για τις ανάγκες του κορονοϊού έγιναν 4.000 προσλήψεις σε γιατρούς, νοσοκόμους, διοικητικούς και παραϊατρικό προσωπικό, ενώ οι κενές οργανικές θέσεις στα νοσοκομεία είναι 40.000» λέει στο Documento o πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλης Γιαννακός. «Από τις 4.000 προσλήψεις οι 300 αφορούν ιατρικό προσωπικό. Αν δεν μονιμοποιηθούν αυτοί οι άνθρωποι, τα νοσοκομεία θα καταρρεύσουν, ειδικά τον χειμώνα που περιμένουμε και γρίπη και κορονοϊό» εξηγεί ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ και προσθέτει: «Σε αυτά τα νούμερα πρέπει να προστεθεί ότι κάθε χρόνο εγκαταλείπουν το ΕΣΥ 1.500 άτομα για συνταξιοδότηση. Από αυτούς οι 1.200 είναι λοιπό προσωπικό και οι 300 γιατροί».
Αν και η κυβέρνηση ανακοίνωσε πριν από μικρό διάστημα την προκήρυξη 81 νέων θέσεων μόνιμων ιατρών στα νοσοκομεία των επτά υγειονομικών περιφερειών της χώρας –οι 49 εξ αυτών αφορούν νοσοκομεία του ΕΣΥ στη νησιωτική Ελλάδα–, αυτό αποτελεί λύση; Ο κ. Γαλανόπουλος εξηγεί με αριθμούς και παραδείγματα: «Οι μόνιμες προσλήψεις που ανακοινώθηκαν είναι μια ελάχιστη ενίσχυση, όσο είναι δηλαδή η σταγόνα στον ωκεανό. Είχαμε 6.500 κενές οργανικές θέσεις πριν από τον κορονοϊό και σοβαρά προβλήματα διεκπεραίωσης της καθημερινότητας. Τώρα με το έκτακτο της πανδημίας οι ανάγκες είναι πολλαπλάσιες. Αυτές οι ελάχιστες θέσεις μαζί με τους 380 επικουρικούς γιατρούς που προσλήφθηκαν λόγω Covid-19 για τα νοσοκομεία αναφοράς δεν λύνουν το πρόβλημα, αν σκεφτεί κανείς ότι φέτος θα συνταξιοδοτηθούν 350 γιατροί».
Η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σκληρή στην περιφέρεια, όπου οι γιατροί και γενικότερα το υγειονομικό προσωπικό αποτελούν είδος προς εξαφάνιση. «Ενας γιατρός στην επαρχία μπορεί να είναι μοναδικός στην ειδικότητά του. Δηλαδή αν λείπει αυτός, μπορεί να κλείσει ολόκληρο το τμήμα. Για παράδειγμα στις Σέρρες πριν από την πανδημία είχαμε έναν ογκολόγο επικουρικό. Οταν τέλειωσε το επικουρικό του έμειναν οι καρκινοπαθείς στον αέρα, δεν είχαν πού να κάνουν χημειοθεραπεία» υπογραμμίζει ο κ. Γαλανόπουλος. Ακόμη ένα παράδειγμα που καταρρίπτει τα περί θωρακισμένου ΕΣΥ προκύπτει κοιτώντας μόνο τις αποχωρήσεις μόνιμου προσωπικού στο ΠΑΓΝΗ. Το πρώτο οκτάμηνο αποχώρησαν 22 εργαζόμενοι, ενώ οι μόνιμοι που ήρθαν ανέρχονται μόλις σε οκτώ.
10.000 χειρουργεία εκκρεμούν στην Κρήτη
«Υγειονομικά το νησί δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένο. Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης που αφορούν την Κρήτη, που είναι ο μεγαλύτερος τουριστικός προορισμός, είναι χωρίς αντίκρισμα» εξηγεί ο Δ. Βρύσαλης και συνεχίζει: «Στο μεγαλύτερο νοσοκομείο του νησιού μας οι κενές οργανικές θέσεις του προσωπικού είναι πάνω από 500 και το προσωπικό που έχει έρθει είναι περίπου 130 εργαζόμενοι συμβασιούχοι με ημερομηνία λήξης δύο χρόνων, την ώρα που οι κενές οργανικές θέσεις σε όλο το νησί είναι πάνω από 2.000. Τα ραντεβού για χειρουργεία που εκκρεμούν σε όλο το νησί είναι πάνω από 10.000. Στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του νησιού τα ραντεβού για χειρουργεία είναι 4.500. Οι εξετάσεις αίματος γίνονται με ραντεβού και η καθυστέρηση μπορεί να φτάσει και τον ένα μήνα. Τα κρεβάτια μονάδων εντατικής θεραπείας στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο είναι 14, ενώ στο Βενιζέλειο δεν έχει προστεθεί κανένα. Τέλος, σχετικά με το Νοσοκομείο Ρεθύμνου δεν γίνονται εδώ και έξι μήνες τακτικά χειρουργεία, το παθολογικό εξωτερικό ιατρείο δεν λειτουργεί γιατί δεν έχουν γιατρούς, ενώ για να καλυφθούν οι ανάγκες γίνονται μετακινήσεις γιατρών από το Ηράκλειο προς το Ρέθυμνο με σκοπό να καλυφθούν οι εφημερίες των αναισθησιολόγων».
«Τα δείγματα τα στέλνουμε στην Αθήνα»
«Αν βρεθεί ύποπτο κρούσμα στην Πάτμο, πρέπει να στείλουμε το δείγμα στην Αθήνα» λέει ο πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Λέρου, Πάτμου και Λειψών Γιώργος Τσουκαλάς. «Γιατροί δεν έχουν προσληφθεί την τελευταία χρονιά, έχουν πάρει επικουρικό προσωπικό κυρίως στο νοσοκομείο της Λέρου που είναι νοσηλευτές, καθαρίστριες και φύλαξη. Εμείς στην Πάτμο ανησυχούμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε τεστ αφού δεν έχουμε μηχάνημα. Η παθολογική της Λέρου λειτουργεί με μία παθολόγο. Στην Πάτμο δεν έχουν ακτινολόγο ούτε μικροβιολόγο. Από το επικουρικό προσωπικό ήρθαν δύο νοσηλευτές και ένας εργαζόμενος γενικών καθηκόντων με σύμβαση δύο ετών. Στην Πάτμο έχει 6.000 τουριστικές κλίνες και οι ανάγκες καλύπτονται μόνο από τους γιατρούς του κέντρου υγείας καθώς δεν υπάρχουν στο νησί ιδιώτες γιατροί» καταλήγει.
Δανεικές οι μονάδες εντατικής θεραπείας
Η πραγματικότητα απέχει πολύ από τα νούμερα που ανακοινώνονται από την κυβέρνηση για την αύξηση του αριθμού των ΜΕΘ, όπως εξηγούν οι γιατροί στο Documento με παραδείγματα. «Ο αριθμός των ΜΕΘ που αναφέρει το υπουργείο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, γιατί αυτά τα κρεβάτια λειτουργούν με δανεικό εξοπλισμό, δηλαδή με δανεικούς αναπνευστήρες και μόνιτορ» εξηγούν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στην Αχαΐα, όπου οι κλίνες ΜΕΘ και ΜΑΦ έχουν αυξηθεί μεταφέροντας από το Νοσοκομείο Κεφαλονιάς τα μηχανήματα από μια στημένη μονάδα. «Αυτό δεν λέγεται σοβαρή ενίσχυση» αναφέρει ο κ. Γαλανόπουλος. «Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να κρατήσουμε αυτές τις ΜΕΘ αν επιστρέψουμε στην κανονική λειτουργία των νοσοκομείων. Δηλαδή αν λειτουργούσαν όπως πριν από τον κορονοϊό, θα μείνουν ορφανά μηχανήματα και κρεβάτια» επισημαίνει.
Αυτό που εξηγούν οι γιατροί των νοσοκομείων αναφοράς αλλά και των περιφερειακών είναι σαφές: «Αν αποδεχόμαστε ότι θα δουλεύουμε μόνο για τον κορονοϊό και θα κλείνουμε τα μάτια στην υπόλοιπη νοσηρότητα, τότε μπορεί να βγαίνουν τα νούμερα στο επόμενο πιθανό κύμα».