Αφιέρωμα βιβλίο: Βίοι και πολιτείες…

O Tόμας Μαν με τη σύζυγό του Κάτια. Είναι εξόχως ενδιαφέρον ένας λογοτέχνης να βιογραφεί έναν ομότεχνό του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ιρλανδού μυθιστοριογράφου Κολμ Τοϊμπίν ο οποίος με το βιβλίο του με τίτλο «Ο μάγος» φιλοτεχνεί την προσωπογραφία του Γερμανου μυθιστοριογράφου

Οι αυτοβιογραφίες, οι προσωπικές μαρτυρίες και τα χρονικά μάς ξεναγούν στα ατελιέ των δημιουργών,

Μπορείς σίγουρα να πεις ότι όλα άρχισαν από τότε που ο Αμερικανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Ελμαν (Richard Ellmann, 1918-87) καταπιάστηκε με τον βίο του Ιρλανδού αείζωου αυτοεξόριστου συγγραφέα Τζέημς Τζόυς και εξέδωσε το 1959 τη λογοτεχνική βιογραφία του, έναν τόμο εκατοντάδων πυκνογραμμένων σελίδων (στην ελληνική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου απολαμβάνουμε 954 σελίδες, εκδ. Scripta) που διαβάζονται απνευστί.

Η βιογραφία του αυτοεξόριστου συγγραφέα Τζέιμς Τζόις διά χειρός Ρίτσαρντ Ελμαν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Scripta (μτφρ. Αθηνάς Δημητριάδου)

Οι βιογραφίες, οι αυτοβιογραφίες, οι προσωπικές μαρτυρίες και τα χρονικά μάς ξεναγούν στο ατελιέ του δημιουργού, μας μυούν σε στιγμές καθοριστικές για την εξέλιξη του έργου του, είναι συνεπώς δημοφιλή αναγνώσματα, αρκεί να μην καταφεύγουν στην επαίσχυντη λογική της κλειδαρότρυπας και να αποφεύγουν τον μελοδραματισμό.

Τα είδη αυτά έχουν τις ιδιαιτερότητες και τα ρεκόρ τους. Η πιο πρωτότυπη και μικρότερη σε έκταση αυτοβιογραφία φέρει τον τίτλο «Πανηγυρικός» («Panégyrique», εκδ. Gérard Lebovici, 1989) και την υπογραφή του Γκυ Ντεμπόρ. Μόλις 92 σελίδες, που ωστόσο λένε πολλά για τις περιπέτειες του στρατηγικού νου πίσω από την εξέγερση του Μάη του 1968, τη νοοτροπία του, τα πάθη του, το έργο του. Η πιο εμπεριστατωμένη και μεγαλύτερη σε έκταση βιογραφία είναι δίτομη, ο πρώτος τόμος της εκτείνεται σε 526 σελίδες με τίτλο «A restless hungry feeling» και σε 836 ο δεύτερος, «Far away from myself», είναι γραμμένη από τον Αγγλο Κλίντον Χέιλιν, κυκλοφόρησε λίαν προσφάτως και μας συστήνει από την καλή και την ανάποδη την προσωπικότητα ενός Αμερικανού που, καίτοι βαφτίστηκε Ρόμπερτ Αλαν Ζίμερμαν, έγινε παγκοσμίως γνωστός ως Μπομπ Ντίλαν.

«Αυτοβιογραφία ενός ψεύτη» χαρακτήρισε ο Μπομπ Ντίλαν την αυτοβιογραφία του που έχει τίτλο «Η ζωή μου» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Νίκη Προδρομίδου)

Οπως ξέρουμε, ο ίδιος ο Ντίλαν έχει γράψει το βιβλίο «Η ζωή μου» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου & Νίκη Προδρομίδου, εκδ. Μεταίχμιο). Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, που πάντως αγγίζει τα όρια της μυθοπλασίας και είναι σπαρμένο με παγίδες για τον μελετητή του Ντίλαν. Αλλωστε και ο ίδιος το χαρακτήρισε, με τρόπο οξύμωρο, «αυτοβιογραφία ενός ψεύτη». Πάντα έπαιζε –και εξακολουθεί– να παίζει δημιουργικά με τη μουσική μάλλον, παρά με την αλήθεια των γεγονότων ο νομπελίστας τροβαδούρος!

Λογοτέχνης προς λογοτέχνη

Πριν από μερικές εβδομάδες ο οίκος Ικαρος εξέδωσε το 686 σελίδων βιβλίο «Ο μάγος», μεταφρασμένο δεξιοτεχνικά από την Αθηνά Δημητριάδου. Ο Ιρλανδός μυθιστοριογράφος Κολμ Τοϊμπίν φιλοτεχνεί εδώ την προσωπογραφία του Γερμανού μυθιστοριογράφου Τόμας Μαν, γερά στηριγμένος στα προσωπικά, οικογενειακά, καλλιτεχνικά, φιλοσοφικά συμβάντα που χαρακτήρισαν τον βίο του, αδράχνοντας την ευκαιρία να μιλήσει παράλληλα και για την εποχή του Τόμας Μαν, για την άνοδο του ναζισμού, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μεταπολεμικά χρόνια. Από τις σελίδες του Τοϊμπίν παρελαύνουν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Γκούσταβ Μάλερ και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Φραντς Βέρφελ και ο Αρνολντ Σένμπεργκ, η Αλμα Μάλερ και ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ο Χάινριχ Μαν, αδερφός του Τόμας, και ο Κλάους Μαν, υιός του, αμφότεροι συγγραφείς, αμφότεροι ισχυρές φυσιογνωμίες, αμφότεροι εξεγερμένοι με τον τρόπο τους.

Η χαρακτηριστική προσήλωση του Ιρλανδού συγγραφέα στις λεπτομέρειες γίνεται σε κάμποσες στιγμές του βιβλίου βαθιά συγκινητική, ιδίως όταν εναλλάσσει κοσμοϊστορικά γεγονότα, στα οποία συμμετείχε ο Τόμας Μαν, με φαινομενικά ασήμαντες πτυχές της ζωής του. Για κάποιους από εμάς που τρέφουμε ιδιαίτερη αγάπη για τα ρόδια αξίζει να παραθέσουμε μια τέτοια πτυχή: «Εκείνος ήξερε πώς ν’ ανοίγει ένα ρόδι και να γεμίζει το μπολ με τα άφθονα κατακόκκινα σπόρια. Και σκεφτόταν, αν ήταν αυτό όλο κι όλο που είχε μάθει από τη μητέρα του, έφτανε και περίσσευε. Εκείνη πάλι το είχε μάθει από τις γυναίκες που δούλευαν στην κουζίνα του πατρικού της στο Παρατσί, στη Βραζιλία. Το κόλπο ήταν να μη σκάβεις με το κουτάλι τα σπόρια παρά να ανασηκώνεις τη φλούδα και να τραβάς τα σπόρια απαλά αλλά σταθερά, αφαιρώντας τη λευκή σαρκώδη μάζα που τα περιβάλλει» (σ. 489).

Στο «Φλεγόμενο αγόρι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη) ο μυθιστοριογράφος Πολ Οστερ σκιαγραφεί έναν άλλο μυθιστοριογράφο, τον Στίβεν Κρέιν

Είναι εξόχως ενδιαφέρον ένας λογοτέχνης να βιογραφεί έναν ομότεχνό του, όπως συμβαίνει με τον Τοϊμπίν και τον Μαν. Συμβαίνει επίσης και στην περίπτωση του επίσης πολυσέλιδου πονήματος «Φλεγόμενο αγόρι» (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο) που μας προσφέρει ο δημοφιλέστατος και ποιοτικότατος μυθιστοριογράφος Πολ Οστερ. Σε 1.176 σελίδες εκτυλίσσεται ο μόλις 28 ετών βίος, βραχύς αλλά περιπετειώδης και έμπλεος εντάσεων, του μυθιστοριογράφου Στίβεν Κρέιν (Stephen Crane, 1871-1900).

Γράφει ο Οστερ: «Ο Κρέιν ήταν ένας τζογαδόρος, και αυτό σήμαινε ότι ένιωθε πιο ευτυχισμένος και πιο ζωντανός από ποτέ όταν ρίσκαρε. Η ίδια παρόρμηση που τον είχε σπρώξει να βγει έξω στη χιονοθύελλα με ένα λεπτό σακάκι για να βρει την ιστορία που αναζητούσε, που τον είχε ωθήσει να σπεύσει στον πόλεμο και να εκτεθεί στα εχθρικά πυρά, που τον είχε κάνει τον μοναδικό άνθρωπο μέσα στην αίθουσα ο οποίος ήταν πρόθυμος να μπει μπροστά σε ένα μαχαίρι για να εμποδίσει έναν άντρα να σκοτώσει έναν άλλον ήταν επίσης αυτή που τον ανάγκαζε να βυθίζει τον εαυτό του στα χρέη. Η συνηθισμένη ζωή, την οποία κατανοούσε εξίσου καλά με οποιονδήποτε υπάλληλο γραφείου που τα βράδια κάπνιζε την πίπα του φορώντας τις παντόφλες του, του προκαλούσε βαθιά πλήξη, όχι μόνο επειδή την έβρισκε μουντή και αδιάφορη και υποκριτική αλλά και επειδή τον έκανε να αισθάνεται νεκρός» (σ. 1.123).

Εξομολογήσεις…

Τον τελευταίο καιρό εκδόθηκαν και συζητήθηκαν ευρέως δύο εξαιρετικά προσωπικά χρονικά, δύο αυτοβιογραφικά έργα που μας αφορούν εντόνως, μιας και εκκινούν από το προσωπικό και ανοίγονται στο κοινωνικό.

Το χρονικό μιας ασθένειας, γραμμένο με ψυχραιμία αλλά και με οργή, ξετυλίγει στις σελίδες του βιβλίου «Η δική μας ασθένεια» ο Τίμοθι Σνάιντερ. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα (μτφρ. Γιώργος Μπολιεράκης)

Μαρτυρία, λίβελλος, μανιφέστο, έκκληση, κραυγή, ένας συναγερμός. «Η δική μας ασθένεια» του Τίμοθι Σνάιντερ (μτφρ. Γιώργος Μπολιεράκης, εκδ. Στερέωμα). Το χρονικό μιας ασθένειας γραμμένο με ψυχραιμία. Αλλά και με οργή. Οργανωμένη κι όχι ανεξέλεγκτη οργή. Κάθε σελίδα του είναι τίγκα σε αλήθειες και σε αποφάνσεις που μας αφορούν όλους. «Μερικές φορές η ελευθερία είναι μια κραυγή στο σκοτάδι, μια θέληση να μην το βάλουμε κάτω, μια μοναχική οργή» γράφει ο Σνάιντερ. Και πιο κάτω: «Μερικές φορές η θεραπεία είναι θέμα σκέψης σε συνεργασία με τον ασθενή, εστιάζοντας σε μια προσωπική ιστορία και κατανοώντας την […] Μερικές φορές πάλι η ιατρική είναι θέμα εξετάσεων, μια αναζήτηση πληροφοριών με πειραματικά μέσα». Το γεγονός ότι συζητάμε το βιβλίο του Σνάιντερ το ισχυροποιεί εντός μας, το καθιστά κτήμα ες αεί. Με κάθε σημαντικό βιβλίο συμβαίνει αυτό: οφείλουμε να το συζητάμε για να μας εντυπωθεί βαθιά, για να το εμπεδώσουμε, να το εγκολπωθούμε, να το χρησιμοποιήσουμε δραστικά.

Η αυτοβιογραφία της Μάγκι Νέλσον με τίτλο «Οι αργοναύτες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες (μτφρ. Μαρία Φακίνου)

«Προτού γνωριστούμε, είχα αφιερώσει τη ζωή μου στην άποψη του Βιτγκενστάιν ότι το άρρητο εμπεριέχεται –άρρητα!– στο ρητό» γράφει στην εναρκτήρια σελίδα του καταλυτικού βιβλίου της «Οι αργοναύτες» (μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδ. αντίποδες) η Μάγκι Νέλσον (Maggie Nelson,1973). Και συνεχίζει: «Η ιδέα αυτή είναι λιγότερο διάσημη από εκείνη που όλοι επαναλαμβάνουν ευλαβικά, Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει, αλλά είναι, νομίζω, πιο βαθυστόχαστη. Το παράδοξο που περιγράφει είναι, απολύτως κυριολεκτικά, ο λόγος για τον οποίο γράφω ή ο λόγος για τον οποίο νιώθω ικανή να συνεχίσω να γράφω».

Οι «Αργοναύτες» είναι βαθύτατα εξομολογητικό βιβλίο. Καίτοι κατατάσσεται στην κατηγορία της αυτοθεωρίας (autotheory), είναι ένα crossover πόνημα – crossover και με τις δύο έννοιες: μείξη ειδών και ευρείας αποδοχής. Οι «Αργοναύτες» μιλάνε σε όλους/ες μας. Με μια αμεσότητα που σπάει κόκαλα και συνάμα με μια θαυμαστή θεωρητική/καλλιτεχνική εμβρίθεια. Πρόκειται για βιβλίο που είναι memoir, μυθιστόρημα, αυτοβιογραφία, φιλοσοφική/ κοινωνιολογική πραγματεία, εξομολόγηση, άλμπουμ φωτογραφιών, μια σειρά από επείγοντα τηλεγραφήματα. Ανήκει στο είδος που τα τελευταία χρόνια ονομάζω «αυτοβιολογία», ήτοι όχι μόνο καταγραφή των γεγονότων της ζωής μας, αλλά και (σχεδόν επιστημονικής ακρίβειας) έκθεση της επίδρασης των γεγονότων στα κύτταρά μας, στο πνεύμα και στην ψυχή μας, στον οργανισμό μας, στην ψυχονοητική ιδιοσυστασία μας.

Με μια ευφυή διάταξη σχετικά σύντομων, εξόχως περιεκτικών παραγράφων, η Μάγκι Νέλσον μοντάρει ένα αχανές υλικό: στιγμές της σχέσης της με τον διεμφυλικό συγγραφέα και εικαστικό καλλιτέχνη Χάρι Ντοτζ (Harry Dodge,1966), με τον θετό γιο της, με τον γιο που έκανε με τον Ντοτζ, με τη μητέρα της, με τους/τις μέντορές της· μνήμες από τα παιδικά χρόνια της ίδιας και του Ντοτζ· απόψεις της για έργα τέχνης που τη σημάδεψαν· εμπειρίες από την εγκυμοσύνη και τον τοκετό της· αποτιμήσεις για το δικό της θεωρητικό έργο και για εκείνο στοχαστών που την επηρέασαν· πολαρόιντ και καρτ ποστάλ από στιγμές της καθημερινότητάς της· αντιλήψεις (και βιώματα) σχετικά με τον έρωτα, το σεξ, την αγάπη, τη δοτικότητα, την ενσυναίσθηση.

«Κάθε σωματική εμπειρία μπορεί να καταστεί καινούργια και άγνωστη, τίποτε απ’ ό,τι κάνουμε σ’ αυτήν τη ζωή δεν χρειάζεται να μείνει κρυφό, κανένα σύνολο πρακτικών ή σχέσεων δεν έχει το μονοπώλιο στο επονομαζόμενο ριζοσπαστικό ή στο επονομαζόμενο κανονιστικό» γράφει η Νέλσον.

Η συγγραφέας ασκεί θαρραλέα και σθεναρή κριτική τόσο στον συντηρητικό, ξύλινο αρτηριοσκληρωτικό λόγο (discours) όσο και στις αδεξιότητες και σπασμωδικές υπερβολές ενός νεοριζοσπαστικού, εξίσου ξύλινου αρτηριοσκληρωτικού («κνίτικου», θα λέγαμε εμείς, τα παιδιά της μεταπολίτευσης) λόγου που τείνει στην ισοπέδωση και τη μονόχορδη προπαγάνδα. Εμμένει –και πράττει άριστα– στη διαφορετικότητα της διαφοράς, στο προσωπικό που γίνεται (εν προκειμένω αριστοτεχνικά) δημόσιος στοχασμός, στοχασμός για το δημόσιο.