Αφιέρωμα 1821: Η Ελλάδα του 19ου αιώνα μέσα από τα μάτια των περιηγητών

Αφιέρωμα 1821: Η Ελλάδα του 19ου αιώνα μέσα από τα μάτια των περιηγητών
«Ο κόλπος του Ναυπλίου», πίνακας του Φρίντριχ Πρέλερ του νεότερου που αποτυπώνει την εικόνα της πελοποννησιακής πόλης τον 19ο αιώνα

Με αφορμή την επέτειο της κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης ανατρέχουμε στα ταξιδιωτικά κείμενα του Σατωβριάνδου, του Κόκερελ, του Λαμαρτίνου και του Γκρέβερους.

Από τις πιο ενδιαφέρουσες πηγές πληροφοριών υπήρξαν ανέκαθεν τα κείμενα των περιηγητών, καθώς το μάτι του ξένου μπορεί να δει όψεις μιας κοινωνίας που είναι δύσκολο να τις εντοπίσουν όσοι έχουν γαλουχηθεί σε αυτήν. Με αφορμή τη φετινή επέτειο της κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης σταχυολογούμε υλικό από τέσσερις έξωθεν μαρτυρίες για την προεπαναστατική και μετεπαναστατική Ελλάδα.

Ο Σατωβριάνδος είχε στηρίξει τον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία και είχε καταγγείλει τις βαρβαρότητες εις βάρος τους, ενώ μετά το 1821 στάθηκε στο πλευρό τους μέσα από τις αγορεύσεις του στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και στις μοναρχικές αυλές. Το 1806 ο Γάλλος συγγραφέας ξεκίνησε για το περίφημο οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ. Μέρος του ταξιδιού αυτού περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Το ταξίδι στην Ελλάδα» (εκδ. Δωδώνη) σε μετάφραση και πρόλογο του λογοτεχνικού κριτικού της γενιάς του ’30 Αντρέα Καραντώνη. Στο ταξίδι του στον Μοριά συνάντησε ελάχιστους ανθρώπους. «Ηταν ακόμη νύχτα όταν αφήσαμε τη Μεθώνη· νόμιζα πως πλανιόμουν στις ερημιές της Αμερικής: η ίδια μοναξιά, η ίδια σιωπή» γράφει.

Ετσι αναζήτησε και πάλι τη συνάφεια του κόσμου. Στον δρόμο για την Αθήνα βρέθηκε στα χωριά των Γερανείων ορέων όπου αναζήτησε φιλοξενία. «Μου φαινόταν πως όσο πλησίαζα στην Αθήνα γύριζα πάλι σε χώρες πολιτισμένες – κι έτσι τη φύση την ένιωθα λιγότερο σκυθρωπή. Ο Μοριάς είναι σχεδόν άδεντρος, αν και πιο γόνιμος από την Αττική. Χαιρόμουν να διαβαίνω μέσ’ από ένα δάσος πεύκων και ν’ αντικρίζω τη θάλασσα ανάμεσα από τους κορμούς τους. Τα βουνοπλάγια, που γέρνοντας φτάναν ως την ακρογιαλιά, τα σκέπαζαν λιόδεντρα και χαρουπιές. Τέτοια τοπία σπάνια βλέπει κανείς στην Ελλάδα» περιγράφει ο Σατωβριάνδος.

Ο ταξιδευτής που βαφτίστηκε… γιατρός

Στα Μέγαρα όπου έμεινε για λίγες μέρες είχε μια ασυνήθιστη – στα όρια του σουρεάλ– εμπειρία. «Υστερ’ από έναν μεγάλο περίπατο γύρισα στο σπίτι που με φιλοξενούσε κι όπου με περίμεναν μερικοί ντόπιοι για να πάω να επισκεφθώ μια άρρωστη. Οι Ελληνες, όπως και οι Τούρκοι, νομίζουν πως όλοι οι Φράγκοι έχουν ιατρικές γνώσεις και πως ξέρουν κάποια φάρμακα μυστικά και ξεχωριστά. Η απλοϊκότητα με την οποία απευθύνονται σ’ έναν ξένο για τις αρρώστιες τους έχει κάτι το συγκινητικό που θυμίζει αρχαία ήθη: είναι δείγμα ευγενικής εμπιστοσύνης ανθρώπου προς άνθρωπο. Οι άγριοι της Αμερικής διατηρούν τα ίδια ήθη» αφηγείται.

Βγαίνοντας από το σπίτι της ασθενούς στην οποία έκανε διάγνωση παρότι δεν ήταν γιατρός – όπως γράφει χαρακτηριστικά, του φάνηκε πως είχε προσβληθεί από μηνιγγίτιδα– βρήκε όλο το χωριό μαζεμένο στην πόρτα. «Γυναίκες πέσαν απάνω μου φωνάζοντας “κρασί, κρασί”. Υποχρεώνοντάς με να πιω κρασί θέλησαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, όμως αυτό έκαμε τον ρόλο μου σαν γιατρού αρκετά γελοίο. Μα τι πειράζει αν στα Μέγαρα προστέθηκε ένα ακόμα πρόσωπο στον αριθμό εκείνων που μου ευχήθηκαν το καλό σ’ όλα τα μέρη του κόσμου που περιπλανήθηκα;» αναρωτιέται.

Παρά ταύτα οι αφηγήσεις των περιηγητών δεν αφορούν μόνο θεματολογία του ελαφρού φολκλόρ. Αρκετά χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση σημειώθηκε κύμα λεηλασιών των αρχαίων μνημείων. Μέρος αυτού αποτυπώνεται στον συλλογικό τόμο «Ο πυρετός των μαρμάρων 1800-1820» (εκδ. Ολκός, μτφρ Γιώργος Δεπάστας, Βούλα Λούβρου), στον οποίο δίνεται έμφαση στην κορυφαία φάση των λεηλασιών, η οποία αφορά χρονικά τις δύο προεπαναστατικές δεκαετίες.

Οπως σημειώνει ο ιστορικός Γιώργος Τόλιας στην εισαγωγή, το πολύχρωμο καλειδοσκόπιο του προεπαναστατικού περιηγητισμού στην Ελλάδα αποτελείται κατά βάση από εμπόρους, λογοτέχνες, ιερωμένους, αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, διπλωμάτες, λογίους, κοσμοπολίτες και τυχοδιώκτες. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών είναι ότι λίγο πολύ ενδιαφέρονται για τα αρχαία μνημεία. Ωστόσο δεν περιορίζονται στις περιγραφές αλλά επιχειρούν σε μεγάλο βαθμό να τα αποσπάσουν από τον χώρο τους και να τα πουλήσουν.

Η κλοπή των γλυπτών της Αφαίας

Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές του Βρετανού αρχιτέκτονα Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ, ο οποίος υπήρξε κεντρικό πρόσωπο μιας ομάδας αρχαιόφιλων (σήμερα θα τους λέγαμε αρχαιοκάπηλους) που ανέσκαψαν τους αρχαιολογικούς χώρους της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα και των Βασσών Φιγαλείας και μετέφεραν τα γλυπτά στην Ευρώπη. Παρότι –όπως αρχικά υποστήριξαν– στόχος τους ήταν να μελετήσουν τους ναούς, τελικά προσέλαβαν προσωπικό με στόχο τη μεταφορά των πολύτιμων ευρημάτων.

Στον ναό της Αφαίας, όπου έφτασαν τον Απρίλιο του 1811, υπήρξαν ιδιαίτερα τυχεροί. «Και τότε συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός, που προξένησε σε όλους μας μια τρομερή συγκίνηση. Τη δεύτερη μέρα ένας εργάτης που έσκαβε στην εσωτερική στοά συνάντησε ένα κομμάτι παριανό μάρμαρο που τράβηξε την προσοχή του γιατί όλο το υπόλοιπο κτίσμα ήταν από πέτρα. Ηταν το κεφάλι ενός πολεμιστή με περικεφαλαία, τέλειο σε κάθε χαρακτηριστικό του. Κειτόταν εκεί, με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω, και, καθώς τα χαρακτηριστικά του αποκαλύπτονταν βαθμιαία, νιώθαμε μια έκσταση και μια συγκίνηση που δεν μπορείτε να φανταστείτε» περιγράφει ο Κόκερελ.

Σύντομα βρέθηκαν και άλλα αγάλματα, όλα σε άριστη κατάσταση, όπως σημειώνει ο Βρετανός αρχιτέκτονας. «Φαίνεται απίστευτο πώς έμειναν τόσο καιρό ανενόχλητα, αν υπολογίσουμε τον αριθμό των ταξιδιωτών οι οποίοι έχουν παρελάσει από τον ναό» γράφει. Και συνεχίζει: «Η ασυνήθιστη κοσμοσυρροή γύρω από τον ναό αυξήθηκε γρήγορα μόλις διαδόθηκε η είδηση για τις επιχειρήσεις μας. Πολύ περισσότεροι άνδρες από όσους χρειαζόμασταν άρχισαν να μαζεύονται γύρω μας και να μας προξενούν αρκετές δυσκολίες. Οι Ελληνες εργάτες έχουν χαριτωμένους τρόπους. Το πρωί σου προσφέρουν ανθοδέσμες με τριαντάφυλλα και σου εύχονται ό,τι καλύτερο για την υγεία σου. Μπορούν όμως να γίνουν εξαιρετικά θρασείς όταν δεν υπάρχει γενίτσαρος να τους επιβάλλει την τάξη».

Μαρτυρίες μετά την επανάσταση

Η κήρυξη της επανάστασης δεν εμπόδισε την εισροή περιηγητών, αν και το ενδιαφέρον πλέον στράφηκε αμιγώς στη στήριξη του Αγώνα. Το 1832 ταξίδεψε στην Ελλάδα ο Λαμαρτίνος, ο οποίος είχε ενεργή ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γαλλίας και είχε συμμετάσχει στο γενικό φιλελληνικό κύμα (αν και αργότερα πήρε θέση υπέρ της τουρκικής πλευράς). Ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής ήταν γόνος παλαιάς οικογένειας ευγενών. με ό,τι αυτό σημαίνει για το χρηματικό ποσό που μπορούσε να διαθέσει για το ταξίδι αλλά και την αφ’ υψηλού οπτική του απέναντι στους Ελληνες. Το βιβλίο «Τρεις Γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα» (εκδ. Ολκός, μτφρ Βάσω Μάντζου) περιλαμβάνει μέρος από τις περιγραφές του ταξιδιού που έκανε παρέα με τη γυναίκα και την εντεκάχρονη κόρη τους.

Εντεκα μήνες μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια –συγκεκριμένα στις 6 Αυγούστου 1832– ο Λαμαρτίνος βρέθηκε με την οικογένειά του σε ένα πλοίο κοντά στην ακτή του Ναβαρίνου. «Εδώ πριν από λίγο καιρό τα κανόνια της Ευρώπης καλούσαν την αναστημένη Ελλάδα: η Ελλάδα όμως αποκρίθηκε άσχημα· αφού απελευθερώθηκε από τους Τούρκους χάρη στον ηρωισμό των παιδιών της και την υποστήριξη τη Ευρώπης, είναι τώρα το θύμα των καταστροφών που προκάλεσε η ίδια· έχυσε το αίμα του Καποδίστρια, ο οποίος είχε αφιερώσει τη ζωή του για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Η δολοφονία ενός από τους πρώτους πολίτες της χώρας εγκαινιάζει άσχημα μια εποχή αναγέννησης και αρετής» γράφει ο Γάλλος ποιητής και περιηγητής.

Οπως φαίνεται σε όλη την αφήγησή του, η πραγματικότητα της ζωής στον ελλαδικό χώρο διέψευσε τις προσδοκίες του. «Το Ναύπλιο είναι μια άθλια κωμόπολη, χτισμένη στο άκρο ενός βαθιού και στενού κόλπου, πάνω σε μια λουρίδα γης πεσμένη από τα ψηλά βουνά που δεσπόζουν σε όλη την ακτή· τα σπίτια δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό· έχουν το σχήμα των πιο κοινών χωριάτικων κατοικιών της Γαλλίας ή της Σαβοΐας. Τα περισσότερα είναι κατεστραμμένα και οι τοίχοι τους, γκρεμισμένοι από τις κανονιές του τελευταίου πολέμου, βρίσκονται ακόμα σωριασμένοι καταμεσής του δρόμου» περιγράφει.

Στα μάτια του οι Ελληνες φαντάζουν μάλλον απωθητικοί. «Στην παραλία υψώνονται δυο τρία καινούργια σπίτια, βαμμένα με χτυπητά χρώματα, ενώ μερικά καφενεία και ξύλινα μαγαζιά είναι χτισμένα πάνω σε πασσάλους που προχωρούν μέσα στη θάλασσα: αυτά τα πλωτά καφενεία και οι εξέδρες είναι κατειλημμένα από μερικές εκατοντάδες Ελληνες που φορούν τις πιο επιτηδευμένες αλλά και τις πιο βρόμικες φορεσιές· καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στα σανίδια ή πάνω στην άμμο σχηματίζουν διάφορες γραφικές ομάδες. Οι φυσιογνωμίες είναι ωραίες, αλλά θλιμμένες και άγριες· το βάρος της αργίας φαίνεται σε κάθε τους στάση. Η τεμπελιά των Ναπολιτάνων είναι γλυκιά, ήσυχη και εύθυμη: είναι η νωχέλεια της ευτυχίας· η τεμπελιά αυτών των Ελλήνων είναι βαριά, δύσθυμη, σκυθρωπή· είναι ένα ελάττωμα που αυτοτιμωρείται» γράφει ο Λαμαρτίνος.

Ανατολή, Ομηρος και Γένεση

Στον αντίποδα, ο Γερμανός φιλόλογος και θεολόγος Γιόχαν Πάουλ Ερνεστ Γκρέβερους βλέπει με περισσότερη συμπάθεια την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Από τη νιότη του είχε εντρυφήσει στα έργα του Θεόκριτου, ενώ στην Ελλάδα αναζητούσε να γνωρίσει τα μνημεία όπως τα περιέγραφαν ο Θουκυδίδης και ο Παυσανίας. Αυτή του την εμπειρία θέλησε να καταγράψει στο χρονικό «Ταξίδι στην Ελλάδα. Μια περιήγηση το 1837» (εκδ. Κλειδάριθμος, μτφρ. Σάββας Μαυρίδης). Τη χρονιά που ταξίδεψε είχε ήδη περάσει καιρός από τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. «Το Ναύπλιο είναι χωρίς αμφιβολία το αστικό κέντρο με τον πιο έντονο ευρωπαϊκό χαρακτήρα» σημειώνει ο Γκρέβερους.

Σε γενικές γραμμές αποδίδει στον ελληνικό λαό αρκετές αρετές, μεταξύ των οποίων η φιλικότητα και η καλή προαίρεση. «Στον τομέα της ευγένειας μάλιστα έχουν ξεπεράσει ακόμη και τους Γάλλους. […] Στο τραπέζι σού σερβίρουν ό,τι καλύτερο υπάρχει στην κουζίνα και στο κελάρι του σπιτιού και όσο μεγαλύτερη είναι η όρεξη του καλεσμένου τόσο περισσότερο χαίρεται ο οικοδεσπότης. Ολη η συμπεριφορά απέναντι στον επισκέπτη θυμίζει Ανατολή, Ομηρο και Γένεση» εξηγεί.

Ωστόσο δεν παραλείπει να δώσει στο αναγνωστικό κοινό και τη λίστα με τα εθνικά ελαττώματα. Κρίνει πως το μεγαλύτερο από αυτά είναι η ματαιοδοξία. Γράφει σχετικά: «Εντοπίζεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ολοι και ιδιαίτερα οι μορφωμένοι θέλουν να “φαίνονται” εκεί που δεν μπορούν να “είναι”. Οι πλουσιότεροι και πιο καλλιεργημένοι ποθούν τα υψηλά αξιώματα και τις τιμητικές διακρίσεις. Η επιθυμία αυτή οδήγησε σε συνωστισμό την εποχή της απονομής των παρασήμων. […] Οσοι πολέμησαν στην Επανάσταση επιθυμούν να ανταμειφθούν αναλαμβάνοντας υψηλόμισθες θέσεις στο δημόσιο, θαρρείς κι οι κρατικές υπηρεσίες είναι πρόνοια, λες και τα αξιώματα συνεπάγονται αργομισθίες και κτήματα».

Documento Newsletter