Κτίρια ελέγχει το υπουργείο και όχι –όπως θα έπρεπε– πτυχία και προγράμματα σπουδών
Ο σφιχτός εναγκαλισμός της σημερινής κυβέρνησης με τους κολεγιάρχες δεν αποτελεί πλέον είδηση. Οι φωτογραφίες με τους κουμπάρους κολεγιάρχες και οι αναρτήσεις υπουργών της σημερινής κυβέρνησης σε social media υπέρ των κολεγίων ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησε το άρθρο 50 του νόμου 4653/2020 του υπουργείου Παιδείας για να επισφραγίσει αυτήν τη σχέση. Το άρθρο που ουσιαστικά εξισώνει τα πτυχία κολεγίων με αυτά των ΑΕΙ προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις σε όλο τον πανεπιστημιακό χώρο. Οι πανεπιστημιακοί μιλούσαν καθαρά για ευθεία αντίφαση με το άρθρο 16 του συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.
Παράγοντες οι οποίοι υπηρέτησαν στο υπουργείο Παιδείας με την προηγούμενη κυβέρνηση αναφέρουν ότι ο μοναδικός έλεγχος που γίνεται από την πλευρά του υπουργείου σε σχέση με τη λειτουργία των κολεγίων αφορά τις κτιριακές εγκαταστάσεις. Δηλαδή οι απόφοιτοι των κολεγίων θα παίρνουν πτυχίο και θα διορίζονται ως δάσκαλοι και καθηγητές σε σχολεία –όπως προβλέπει το περιβόητο άρθρο 50– χωρίς το υπουργείο να γνωρίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης που έχουν λάβει.
«Υπάρχει μια διοικητική δομή η οποία ασχολείται με τα κολέγια. Αυτή ελέγχει τις τυπικές προϋποθέσεις: τη φορολογική ενημερότητα του κολεγίου, την ασφαλιστική ενημερότητά του, ελέγχει επίσης τη συνεργασία του με κάποια δομή του εξωτερικού, δηλαδή βλέπει αν υπάρχει σύμβαση μεταξύ των δυο δομών στην ημεδαπή και την αλλοδαπή. Το τελευταίο που κάνει είναι να εκδίδει την άδεια λειτουργίας εφόσον έχει βγει πρώτα από τον φορέα πιστοποίησης η έγκριση για τις κτιριακές εγκαταστάσεις. Οταν όλα αυτά μαζί συντρέχουν και δεν διαπιστώνεται κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή κίνδυνος που μπορεί να προκύψει από κτιριακή κακοτεχνία, εκδίδεται μια άδεια σύμφωνα με την οποία λειτουργεί μια δομή μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης» αναφέρουν οι παράγοντες αυτοί στο Documento.
Τι ήταν όμως αυτό που εμπόδισε το υπουργείο να προχωρήσει σε ρυθμίσεις που θα επιβάλλουν ποιοτικούς ελέγχους των κολεγίων; «Αν ελέγξεις το πρόγραμμα θα πρέπει να ελέγξεις και το προσωπικό που εργάζεται γι’ αυτό. Αρα το κολέγιο θα πρέπει να πάρει πολλούς διδακτορικούς καθηγητές και να έχει μόνιμους καθηγητές, με αποτέλεσμα να αλλάζει το κόστος για τους επιχειρηματίες» αναφέρει πρώην στέλεχος του υπουργείου Παιδείας.
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που προσφέρονται στους μαθητές δεν ελέγχονται από το υπουργείο Παιδείας. «Ο μοναδικός έλεγχος στον οποίο υποβάλλονται αυτά τα προγράμματα είναι από ιδιωτικούς ή δημόσιους φορείς της χώρας με την οποία συνεργάζεται το κολέγιο» επισημαίνει ο ίδιος. Η τωρινή αλλά και οι προηγούμενες ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας δεν είχαν ποτέ κανέναν λόγο πάνω σε αυτό.
Διορισμοί και κέρδη
Συνεχίζονται αμείωτες οι αντιδράσεις του πανεπιστημιακού κόσμου για το επίμαχο άρθρο 50, με τελευταία αυτήν της συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία με απόφασή της σημειώνει ότι «η επαγγελματική εξίσωση των αποφοίτων των κολεγίων με τους αποφοίτους δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης απαξιώνει τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς εξισώνει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης των ΑΕΙ με αυτήν που παρέχεται από ιδιωτικούς φορείς, δίχως την αναγνώριση και αντιστοίχιση πτυχίων και δίχως να απαιτεί την πιστοποίηση της διδακτικής επάρκειας των αποφοίτων τους».
Ποια ήταν όμως μέχρι τώρα η διαδικασία για τον διορισμό ενός πτυχιούχου στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση; «Για την πρόσληψη στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι τώρα ο υποψήφιος έπρεπε να έχει πτυχίο από ελληνικό ΑΕΙ ή πτυχίο της αλλοδαπής ακαδημαϊκά αναγνωρισμένο από τον ΔΟΑΤΑΠ. Στο πλαίσιο της αναγνώρισης ενός πτυχίου από τον ΔΟΑΤΑΠ υπήρχαν και περιπτώσεις στις οποίες οι υποψήφιοι έπρεπε να περάσουν μαθήματα προκειμένου να κριθεί ο τίτλος τους ως ισότιμος και αντίστοιχος» εξηγεί στο Documento η πρώην πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ Ελένη Παπαδοπούλου. Πλέον με το άρθρο 50 αυτή η διαδικασία είναι περιττή, δεν αποτελούν μονόδρομο ο ΔΟΑΤΑΠ και η αναγνώριση ακαδημαϊκού τίτλου για τον διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση.
Αντισυνταγματική διάταξη
«Ως μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας εγώ συντάσσομαι απολύτως με τις αποφάσεις των πανεπιστημιακών οργάνων όπως εκφράστηκαν για τη διάταξη του άρθρου 50 η οποία παραβιάζει το ελληνικό σύνταγμα» λέει η πρώην πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ και θέτει παράλληλα ερωτήματα και για τη δεύτερη παράγραφο της εν λόγω διάταξης: «Στην παράγραφο β΄ οι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών και τα διδακτορικά διπλώματα που χορηγούνται από εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής γίνονται δεκτά εφόσον έχουν αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας από τον ΔΟΑΤΑΠ ή αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας συναφούς αντικειμένου με εκπαιδευτικό κλάδο. Δηλαδή θα κρίνονται και τα διδακτορικά από επαγγελματικής απόψεως;».
Οπως επισημαίνει η Ελ. Παπαδοπούλου, «το διδακτορικό είναι ένας κατεξοχήν ακαδημαϊκός τίτλος και δεν καταλαβαίνω ποιο θα είναι το όργανο που θα κρίνει τα διδακτορικά διπλώματα».