Η Παλαιστίνη, η βιβλική «γη της επαγγελίας», αποτέλεσε λόγω της γεωπολιτικής της σημασίας το μήλον της έριδος από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Στη σύγχρονη διάστασή του το παλαιστινιακό ζήτημα μετρά πάνω από έναν αιώνα ζωής. Μεταβαλλόμενοι συσχετισμοί, συμπράξεις και αντιπαλότητες οδήγησαν σε διαρκείς συγκρούσεις και εκατόμβες νεκρών.
Λίγο προτού τελειώσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οι Βρετανοί έσπευσαν να λάβουν τη μερίδα του λέοντος από την υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και να εξασφαλίσουν τη στήριξη σιωνιστικών κύκλων που ενθάρρυναν τον αποικισμό της Παλαιστίνης από Εβραίους και ενίσχυαν το εβραϊκό εθνικό αίσθημα. Λίγη σημασία είχε ότι όχι μόνο δεν τους ανήκαν τα εδάφη που κυνικά διαμοίραζαν αλλά και ότι δύο χρόνια νωρίτερα είχαν «προσφέρει» τα ίδια ακριβώς εδάφη και στους Αραβες προκειμένου να τους προσεταιριστούν στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Στην περίφημη
διακήρυξή του το 1917 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Μπάλφουρ προέβλεπε τη δημιουργία στα εδάφη της Παλαιστίνης μιας εθνικής εστίας για τους διάσπαρτους και κατατρεγμένους Εβραίους από όλο τον κόσμο. Εβραϊκά κύματα μετανάστευσης (aliyah) από την ανατολική Ευρώπη και την Υεμένη προς την Παλαιστίνη είχαν ξεκινήσει ήδη από τον 19ο αιώνα. Συνέχισαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και απέκτησαν αξιοσημείωτη έκταση με την άνοδο του ναζισμού και κυρίως μετά το Ολοκαύτωμα. Μυστικές ένοπλες σιωνιστικές ομάδες, όπως η Χαγκανά, η Ιργκούν κ.ά., επιτάχυναν την πίεση με κάθε τρόπο, όπως με τη βομβιστική επίθεση στο ξενοδοχείο King David στην Ιερουσαλήμ, έδρα της Βρετανικής Διοίκησης και του βρετανικού στρατού στην περιοχή.
Οι Βρετανοί, ο πρώτος πόλεμος και η «Νάκμπα»
Η Παλαιστίνη ήταν από τις πρώτες περιοχές που εγκατέλειψε η εξαντλημένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Βρετανία, με το Λονδίνο να ζητά το 1947 από τον νεοσύστατο ΟΗΕ να αποφανθεί σχετικά με την τύχη της τελευταίας «εντολής» στη Μέση Ανατολή. Στις 29 Νοεμβρίου 1947 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με 33 ψήφους υπέρ, ανάμεσά
τους οι ΗΠΑ και όλο το σοβιετικό μπλοκ, 13 κατά, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, και δέκα αποχές ψήφισε το σχέδιο διαχωρισμού της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, το εβραϊκό και το αραβικό, με την Ιερουσαλήμ να τίθεται υπό ειδικό καθεστώς για την απρόσκοπτη πρόσβαση των πιστών και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Το αραβικό κράτος θα αποτελούνταν από τη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, με πρωτεύουσά του την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Το εβραϊκό κράτος θα περιλάμβανε το 55,5% της Παλαιστίνης, έναντι 43,8% του αραβικού και 0,7% της Ιερουσαλήμ, παρόλο που οι Εβραίοι αποτελούσαν το 1945 το 30,8% του συνολικού πληθυσμού της Παλαιστίνης, ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στις πόλεις και κατείχαν μόλις το 6,3% της γης.
Στις 14 Μαΐου 1948 ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε πανηγυρικά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το οποίο αναγνωρίστηκε αμέσως από τις ΗΠΑ (15/5) και την ΕΣΣΔ (17/5). Μία ημέρα αργότερα στρατιωτικές δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ιράκ και της Συρίας επιτέθηκαν εναντίον του νεοσύστατου κράτους με διακηρυγμένο στόχο την προστασία του αραβικού πληθυσμού του. Ηταν ο πρώτος από μια σειρά αραβοϊσραηλινών πολέμων που συγκλόνισαν την περιοχή.
Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, περίπου το 85% του αραβικού πληθυσμού, ξεριζώθηκαν βίαια από τις πατρογονικές τους εστίες καταφεύγοντας σε Λίβανο, Συρία και Ιορδανία, όπου έζησαν και πέθαναν σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Η «Νάκμπα» (Καταστροφή) ολοκληρώθηκε με το Ισραήλ να αποκτά τον έλεγχο σχεδόν του συνόλου των εδαφών. Η Ιορδανία κατέλαβε τη γη που έγινε γνωστή ως Δυτική Οχθη και η Αίγυπτος τη Γάζα. Η Ιερουσαλήμ χωρίστηκε στα δύο, με το Ισραήλ να καταλαμβάνει το δυτικό μισό της και την Ιορδανία το ανατολικό.
Ο Πόλεμος των Εξι Ημερών και η PLO
Υστερα από περιορισμένης κλίμακας διασυνοριακές συγκρούσεις ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ το 1956, ένας νέος πόλεμος ξέσπασε το 1967. Ο Πόλεμος των Εξι Ημερών μεταξύ του Ισραήλ και των γειτονικών του αραβικών χωρών, Αιγύπτου, Συρίας και Ιορδανίας, είχε αποτέλεσμα σημαντικά εδαφικά κέρδη για το Ισραήλ, που έλαβε υπό τον έλεγχό του και διατήρησε, παρά την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Οχθη, τη χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα του Γκολάν, μεταξύ Συρίας και Ισραήλ. Οι φενταγίν, οι Παλαιστίνιοι μαχητές, μετέφεραν τη βάση τους στην Ιορδανία.
Το 1964 συγκροτήθηκε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) με σκοπό την ίδρυση παλαιστινιακού αραβικού κράτους στη γη που προηγουμένως διοικούνταν υπό τη βρετανική εντολή και που η PLO θεωρούσε ότι καταλαμβάνεται παράνομα από το Ισραήλ. Ηγέτης της αναδείχθηκε από το 1969 ο Γιάσερ Αραφάτ, αρχηγός της κεντροαριστερής Αλ Φατάχ, της μεγαλύτερης φατρίας και ένοπλης οργάνωσης των Παλαιστινίων.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ
Ενας τέταρτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος ξέσπασε τον Οκτώβριο 1973. Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, που ξεκίνησε την ημέρα της εβραϊκής εορτής του Εξιλασμού, κατέληξε σε νίκη των Ισραηλινών και σε σημαντικές διεθνείς εξελίξεις. Τον Οκτώβριο του 1974 η Αραβική Συνδιάσκεψη αναγνώρισε την PLO ως τον μοναδικό εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού και ένα μήνα αργότερα ο Αραφάτ συμμετείχε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ως αντιπρόσωπός της.
Το 1978 με τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης βάσει της οποίας επιστράφηκε η χερσόνησος του Σινά στην Αίγυπτο, η οποία έγινε η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ. Τον Ιούνιο του 1982 οι Ισραηλινοί εισέβαλαν στον Λίβανο, με αποτέλεσμα μεγάλες σφαγές αμάχων στα στρατόπεδα προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα από φανατικούς με την ανοχή των ισραηλινών δυνάμεων.
Σύμφωνα με την έκθεση της ισραηλινής επιτροπής Kahan, ο Αριέλ Σαρόν, τότε υπουργός Αμυνας και μετέπειτα πρωθυπουργός (2001-06) του Ισραήλ, έφερε προσωπική ευθύνη για την αγνόηση του κινδύνου αιματοχυσίας και εκδίκησης. Τον Ιούνιο του 2001 23 θύματα της σφαγής υπέβαλαν καταγγελία εναντίον του Σαρόν ενώπιον βελγικού δικαστηρίου για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας χωρίς να ασκηθεί δίωξη λόγω του πολιτικού του αξιώματος. Ο Αραφάτ και η ηγεσία της PLO μεταφέρθηκαν στην Τυνησία.
Η μαζική εξέγερση της πρώτης Ιντιφάντα
Το 1987 ξέσπασε η πρώτη Ιντιφάντα, που διήρκεσε ως το 1993. Η μαζική εξέγερση των Παλαιστινίων εναντίον της ισραηλινής κατοχής ξεκίνησε από προσφυγικό καταυλισμό και γρήγορα εξαπλώθηκε στη Γάζα, τη Δυτική Οχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Οι παλαιστινιακές ενέργειες περιλάμβαναν από πολιτική ανυπακοή, γενικές απεργίες και μποϊκοτάζ ισραηλινών προϊόντων έως οδοφράγματα, διαδηλώσεις και πετροπόλεμο με τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας και προκάλεσαν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους 1.100 Παλαιστίνιοι και 160 Ισραηλινοί.
Το 1993 με τη Συμφωνία του Οσλο υπό την επίβλεψη και την επήρεια της ηγεσίας των ΗΠΑ παραχωρήθηκε περιορισμένη αυτονομία στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Οχθη. Το Ισραήλ ήλεγχε τη Γάζα για 38 χρόνια, δημιουργώντας 21 εβραϊκούς οικισμούς. Το Ισραήλ διά του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν αναγνώρισε την Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) ως ομότιμο συνομιλητή και η ΠΑ του Αραφάτ αναγνώρισε την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ αποδεχόμενη τις αποφάσεις 242 και 338 του ΟΗΕ και δεσμευόταν για ειρηνική επίλυση όλων των μεταξύ τους διαφορών. Σε μια μεταβατική περίοδο πέντε ετών θα λάμβανε χώρα η τελική διαπραγμάτευση για την Ιερουσαλήμ, τους Παλαιστίνιουνς πρόσφυγες, τους Ισραηλινούς εποίκους, την ασφάλεια και τα σύνορα.
Η δεύτερη Ιντιφάντα και η «φυλακή της Γάζας»
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν μέχρι την έναρξη της νέας χιλιετίας, οδηγήθηκαν όμως σε τέλμα μετά τη δολοφονία Ράμπιν από φανατικό Εβραίο. Τον Σεπτέμβριο του 2000 ξεκίνησε η δεύτερη Ιντιφάντα με αφορμή την προσβλητική για τους Παλαιστίνιους επίσκεψη του ακροδεξιού Ισραηλινού στρατηγού Αριέλ Σαρόν στο τέμενος Αλ Ακσα στην Ιερουσαλήμ. Ταραχές, βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλες επιθέσεις έθεσαν τέλος στην κάποτε πολλά υποσχόμενη ειρηνευτική διαδικασία.
Το 2005 το Ισραήλ απέσυρε τα στρατεύματά του και τους εποίκους του, ύστερα από 38 χρόνια, από τη Λωρίδα της Γάζας. Υπολογίζεται ότι 2,1 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι, από τους οποίους το 40% κάτω των 15 ετών, ζουν σε εφιαλτικές συνθήκες σε αυτή την πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του πλανήτη με μόλις 5% πόσιμο νερό, ελάχιστη ηλεκτρική ενέργεια και κατεστραμμένες υποδομές. Παρόλο που το Ισραήλ εγκατέλειψε τον έλεγχο, διατηρεί τον χερσαίο, εναέριο και θαλάσσιο αποκλεισμό της περιοχής από το 2007, μετατρέποντας τη Γάζα σε υπαίθρια φυλακή.
Η ορμητική Χαμάς και ο πυροκροτητής Τραμπ
Το 2006 η Χαμάς, το Κίνημα Ισλαμικής Αντίστασης, μια σουνιτική ισλαμιστική μαχητική ομάδα που ιδρύθηκε το 1987 ως παρακλάδι της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, κέρδισε τις παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές. Ακολούθησαν μάχες μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ, στις οποίες επικράτησε το 2007 η Χαμάς. Η ομάδα έχει πραγματοποιήσει βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και έχει επανειλημμένα ζητήσει την καταστροφή του Ισραήλ, με το οποίο έχει εμπλακεί σε αιματηρές συγκρούσεις το 2008, το 2012 και το 2014.
Τον Απρίλιο του 2014, ύστερα από αιγυπτιακή διαμεσολάβηση, η Χαμάς και η Φατάχ συμφώνησαν στον σχηματισμό εθνικής παλαιστινιακής κυβέρνησης. Το 2017 ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε τη λεγόμενη «Συμφωνία του αιώνα», η οποία προέβλεπε την ίδρυση ενός κράτους για τους Παλαιστίνιους, παραβλέποντας όμως τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, επιβραβεύοντας την εποικιστική πολιτική του Ισραήλ και αποδεικνύοντας τη μονόπλευρη στάση του στο ζήτημα. Το 2018 η αμερικανική πρεσβεία μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις.
Παράλληλα ο Αμερικανός πρόεδρος ξεκίνησε το 2020 προσπάθεια για ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με αραβικά κράτη (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Σουδάν, Μαρόκο) απέναντι στο θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν. Οι λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ στοχεύουν στην εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων αραβικών κρατών με το Ισραήλ, με συμφωνίες αμοιβαίου οφέλους για τους εμπλεκόμενους. Στην αυγή μιας ευρύτερης γεωπολιτικής μετάβασης, το Ισραήλ ομαλοποιεί τις σχέσεις του με όλο και περισσότερα αραβικά κράτη και ισχυροποιείται απέναντι στο Ιράν, ενώ ο παλαιστινιακός λαός βλέπει το σχέδιο για τη δημιουργία ενός βιώσιμου και ανεξάρτητου κράτους να απομακρύνεται.
Οι κομάντο και ο «Μαύρος Σεπτέμβρης»
Το 1970 βίαιες αντιπαραθέσεις των φενταγίν με τον ιορδανικό στρατό, αεροπειρατείες και ομηρία σε τρία πολιτικά αεροσκάφη οδήγησαν στον «Μαύρο Σεπτέμβρη», την εκδίωξη των Παλαιστινίων από την Ιορδανία και την εγκατάστασή τους στον Λίβανο. Στις δεκαετίες 1960 και 1970 η Φατάχ παρείχε εκπαίδευση σε μεγάλο αριθμό οργανώσεων από την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ασία και την Αφρική και οι φενταγίν της πραγματοποίησαν μεγάλο αριθμό επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων αεροπειρατειών και τρομοκρατικών ενεργειών εναντίον ισραηλινών στόχων στη Μέση Ανατολή και τη δυτική Ευρώπη. Από τις πιο γνωστές είναι η «σφαγή του Μονάχου» κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1972, όταν μέλη της ισραηλινής αποστολής έπεσαν θύματα απαγωγής. Επίσης γνωστή είναι η αεροπειρατεία σε αεροπλάνο της Air France το 1976 που κατέληξε σε αιματηρή επέμβαση των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων στο αεροδρόμιο Εντέμπε της Ουγκάντα. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης σκοτώθηκε και ο επικεφαλής των ισραηλινών δυνάμεων εφόδου, αντισυνταγματάρχης Γιονατάν Νετανιάχου, μεγαλύτερος αδερφός του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου.