«600 Ώρες Μίκης»: O Αστέρης Κούτουλας μιλά στο Documento για τον Μίκη Θεοδωράκη

«600 Ώρες Μίκης»: O Αστέρης Κούτουλας μιλά στο Documento για τον Μίκη Θεοδωράκη
Μίκης Θεοδωράκης- Αστέρης Κούτουλας

Ο Αστέρης Κούτουλας (μουσικός παραγωγός, συγγραφέας και σκηνοθέτης που ζει στο Βερολίνο) συνόδευσε τον Μίκη Θεοδωράκη σε πολλά ταξίδια (1987-2016), έχοντας μαζί και την κάμερά του. 

 

O δημιουργός μιλά στο Documento για αυτά που προέκυψαν από το υλικό αυτό: μια ταινία η οποία θα αρχίσει να προβάλλεται το ερχόμενο φθινόπωρο, μια βίντεο εγκατάσταση με ακατέργαστο υλικό 600 ωρών και κλιπ που θα προβάλλονται στο περιθώριό της με υλικό μυθοπλαστικό αλλά και από τα γυρίσματα.

Πώς προέκυψε η γνωριμία σας με τον Μίκη Θεοδωράκη;

Το 1980 σπούδαζα γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία στη Λειψία και ήμουν τρελαμένος με την ποίηση. Εκείνη τη χρονιά γνώρισα τον Γιάννη Ρίτσο και μετέφραζα τα «Μονόχορδά» του στα γερμανικά. Λίγο αργότερα επισκέφτηκε ο Μίκης για πρώτη φορά την Ανατολική Γερμανία –μέχρι τότε ήταν απαγορευμένος στα σοσιαλιστικά κράτη– για να διευθύνει το «Canto General» πάνω σε ποίηση του Πάμπλο Νερούδα. Μέσα σε έναν μήνα γνώρισα τρεις ποιητές: τον Ρίτσο, τον Νερούδα και τον Μίκη, οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα και ουτοπικοί κομμουνιστές, κάτι που ως κοσμοθεωρία ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων του ανατολικού μπλοκ όπου ζούσα. Ετσι γνώρισα τον Μίκη: μέσω της ποίησης, του ουτοπικού κομμουνισμού και μιας μουσικής-ποταμού.

Γιατί χρειάστηκαν τριάντα ολόκληρα χρόνια για να δημοσιοποιήσετε το υλικό σας;

Οταν άρχισα να βιντεοσκοπώ, το 1987, δεν το έκανα για επαγγελματικούς λόγους· ποτέ δεν είχα σκεφτεί να χρησιμοποιήσω αυτό το υλικό για ταινία. Ηταν κάτι σαν βίντεο-ημερολόγιο, μέρος της καλλιτεχνικής μας συνύπαρξης με τον Μίκη, ειδικά στην Ανατολική Γερμανία – που ήταν εν μέρει και επικίνδυνο. Το 2002 είχαν μαζευτεί περίπου 400 ώρες και κάτω από τον αστερισμό του Γιόζεφ Μπόις (Joseph Beuys) όπου βρισκόμουν ανέπτυξα την ιδέα μιας έκθεσης πολυμέσων. Για μένα αυτό το υλικό ήταν ό,τι ήταν για τον Γιόζεφ Μπόις το λίπος: βάση ενέργειας και επικοινωνίας. Ενα ακατέργαστο υλικό που δείχνει τη δράση ενός καλλιτέχνη χωρίς παρέμβαση (εκτός της δικής μου ματιάς). Ηταν η εποχή που συνεργαζόμουν με τον Γκερτ Χοφ (Gert Hof) σε πολλές καλλιτεχνικές παραγωγές σε όλο τον κόσμο. Από τη δουλειά μου αυτή μου ήρθε η έμπνευση για τη θεωρία του Liquid Staging, που μου έδωσε τη λύση για τη μορφή της έκθεσης. Είχα όμως τόσο πολλές δουλειές που αυτό το concept μπήκε στο συρτάρι. Την αποφασιστική ώθηση για την ταινία την έδωσε πριν από τέσσερα χρόνια η Ινα, η γυναίκα μου, που είναι συγγραφέας και σεναριογράφος.

Μίκης Θεοδωράκης- Αστέρης Κούτουλας
Μίκης Θεοδωράκης- Αστέρης Κούτουλας

 

Πόσο δύσκολο project ήταν από τις 600 ώρες υλικού που είχατε να καταλήξετε στη 1,5 της ταινίας;

Αποφασίσαμε να συνδυάσουμε το ιστορικό υλικό με δέκα σκηνές μυθοπλασίας που γυρίσαμε το 2014 με πρωταγωνιστές τη Σάντρα φον Ρούφιν και τον Στάθη Παπαδόπουλο, δηλαδή μία ώρα ιστορικό υλικό με μοντέρ την Κλεοπάτρα Δημητρίου και μισή ώρα μυθοπλασία σε μοντάζ Γιάννη Σακαρίδη. Ολο αυτό βασισμένο σε 60 διαφορετικές μουσικές του Μίκη με ελάχιστο διάλογο. Μόνο για την καταγραφή του υλικού η Ινα χρειάστηκε 2.000 ώρες. Το μοντάζ μάς πήρε περίπου έναν χρόνο. Τώρα βρισκόμαστε στη διαδικασία της επεξεργασίας της ταινίας και ταυτόχρονα προετοιμάζουμε τα διαφορετικά φιλμ με το ακατέργαστο υλικό για την έκθεση «600 Ωρες Μίκης».

Πώς προέκυψε ο τίτλος της ταινίας «Dance, fight, love, die»;

Ο χορός, η πάλη, ο έρωτας, ο θάνατος. Αυτές οι καταστάσεις συνόδευσαν πολύ έντονα τη ζωή του Μίκη και στιγματίζουν και τη ζωή όλων μας. Και είναι ταυτόχρονα τα κύρια θέματα στο έργο του. Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, το «Canto General» του Νερούδα, το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, το «Requiem» (Ακολουθία εις κεκοιμημένους) του μοναχού Ιωάννη του Δαμασκηνού – για να αναφέρω τέσσερα παραδείγματα της μουσικής του Μίκη που έδωσε και την έμπνευση για τη σκηνοθετική μου δουλειά: «Η γέννηση μιας ταινίας από το πνεύμα της μουσικής».

Ποιες οι διαφορές ανάμεσα στον Μίκη καλλιτέχνη και τον Μίκη ως φίλο;

Καμία απολύτως. Οπως καμία διαφορά δεν υπάρχει ανάμεσα στον Μίκη συνθέτη και «πολιτικό». Ο Μίκης είναι ένας ατίθασος αναρχικός. Δεν αλλάζει ανάλογα με το περιβάλλον όπου κινείται. Κι αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα υπέροχο προσόν. Για τον ίδιο αρνητικό πολύ συχνά.

Θεωρείτε ότι το υλικό σας μπορεί να δώσει μια πλήρη εικόνα του σύμπαντος του Μίκη Θεοδωράκη ή αυτό είναι ανεξάντλητο;

Οχι. Δεν είχα ποτέ την πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Και η ταινία και η έκθεση είναι άκρως υποκειμενικά δημιουργήματα. Δείχνουν την ενέργεια και την υπαρξιακή διάσταση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι κάτι σαν φιλμικά ποιήματα για έναν «παραδειγματικό» συνθέτη, βασισμένα στη μουσική του. Με μία διαφορά: η ταινία είναι ένα τεράστιο βιντεοκλίπ σε μορφή ταινίας δρόμου, η έκθεση είναι η παρουσίαση του ακατέργαστου υλικού ως concept art, εμπνευσμένη από τη δουλειά του Γιόζεφ Μπόις.

Μιλήστε μας για το πολιτιστικό σκηνικό του Βερολίνου. Πώς το συγκρίνετε με το αντίστοιχο ελληνικό;

Αυτό που μου αρέσει στο Βερολίνο είναι ότι υπάρχουν πολλοί ανοιχτόμυαλοι και ανεξάρτητοι καλλιτέχνες από πολλές χώρες, με διαφορετικές παραδόσεις και αισθητικές επιδράσεις. Μπορείς να πειραματιστείς, να ανακαλύψεις, να συνομιλείς. Βρίσκεις ό,τι θέλεις και ό,τι μπορείς να φανταστείς καθημερινά στον χώρο της μουσικής, της αρχιτεκτονικής, του θεάτρου, των εικαστικών, του σινεμά κ.λπ. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, έχω την εντύπωση ότι σιγά σιγά πνέει τα λοίσθια. Από τους 450.000 Ελληνες –οι περισσότεροι νέοι– που έφυγαν από την Ελλάδα λόγω της κρίσης, περίπου 20.000 ήρθαν στο Βερολίνο. Η Ελλάδα τους διώχνει. Και το Βερολίνο δεν τους περιμένει! Είναι αναγκασμένοι να ζήσουν σε έναν «ενδιάμεσο κόσμο» που εγώ ονομάζω Niemandsland. Μια χαμένη γενιά με λαμπρά μυαλά και ψυχές.

Documento Newsletter