60 χρόνια Au Revoir – «Και κοινωνούσαμε με ουίσκι και νερό»

AU REVOIR Φωτογραφίες: Μενέλαος Μυρίλλας

Εικόνες και καταστάσεις από την πολύχρονη ιστορία ενός ιστορικού μπαρ στην Πατησίων.

Ο Γιώργος Ικαρος Μπαμπασάκης, ο Περικλής Κοροβέσης και ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου θυμούνται και διηγούνται στιγμιότυπα από ένα από τα πιο ζωντανά κύτταρα της Αθήνας, το θρυλικό «Au Revoir» την ψυχή της Πατησίων, το οποίο φέτος συμπληρώνει 60 χρόνια ζωής.

 

«Οι φίλοι όταν χωρίζουν δεν λένε αντίο, λένε au revoir» συνηθίζει να λέει ο λογοτέχνης Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης όταν φεύγει από το αγαπημένο του μπαρ, την ψυχή της Πατησίων, το οποίο φέτος συμπληρώνει 60 χρόνια ζωής. «Είναι το δεύτερο σπίτι μου. Ηρθα εδώ πρώτη φορά το 1977, ήμουν τότε 17 χρόνων, και παραμένω εδώ και σήμερα που είμαι 57. Εχω αλλάξει πολλά σπίτια, πολλές συνοικίες, ακόμη και χώρες. Το Au Revoir είναι το μόνο σπίτι μου που παραμένει σταθερό και μάλιστα το ίδιο. Φίλοι, ζωντανοί και τεθνεώτες, γάμοι, διαζύγια, όλοι μου οι έρωτες, από εδώ έχουν περάσει, εδώ κάνουμε Πρωτοχρονιά» λέει μιλώντας στο Documento. «Εχω διαβάσει και έχω γράψει εδώ μέσα». Ενα από τα βιβλία του είναι το «Au Revoir – Σημειώσεις στη σκιά μιας συνάντησης» (Εκδόσεις Νεφέλη, 1999).

Ενας άλλος λογοτέχνης που ενέταξε σε βιβλίο επεξεργασμένες ιδέες από ολονύκτιες συζητήσεις στο Au Revoir είναι ο Περικλής Κοροβέσης: «Όταν αποφοίτησα από τα μπουρδέλα του Πειραιά και βγήκα για πρώτη φορά με μια κοπέλα, σαν ζευγάρι, ήθελα να την πάω κάπου. Το πρώτο μου ταξίδι στο “εξωτερικό” από τον Πειραιά ήταν στο Au Revoir. Ήταν σαν να βρέθηκα στο κέντρο του κόσμου· θυμάμαι ότι τότε πίναμε vermouth.

Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν ό,τι έπρεπε για να περάσει ένας έφηβος στη ζωή του άντρα με αμοιβαίο έρωτα με μια γυναίκα (παντρεμένη εκείνο τον καιρό). Η μεγάλη μας έξοδος ήταν να φεύγουμε από τον Πειραιά και να πηγαίνουμε στο Au Revoir. Μου έχει μείνει ως ένας φιλόξενος χώρος που δεχόταν έναν έφηβο και του έδινε άσυλο. Τότε ακόμη βέβαια δεν είχα οικειότητα με τον Λύσανδρο και τον Θόδωρο αλλά ένιωθα στοργή εκεί μέσα. Δεν ήξερα ούτε ότι ήταν σημαντικό μπαρ ούτε ποιος το είχε φτιάξει ούτε ποιοι διάσημοι ήταν πελάτες του.

Με τον καιρό άλλαξαν τα πράγματα. Ήρθε η χούντα, έφυγα στο εξωτερικό και όταν πια επέστρεψα πήγα να δω πώς είναι εκείνο το μπαράκι. Τα πάντα ήταν ίδια, το μόνο που είχε αλλάξει ήταν ότι εγώ δεν ήμουν πια έφηβος. Μοιάζει μεταφυσικό αλλά δεν είναι. Δεν ξέρω αν το όνομα του αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιου που το σχεδίασε λειτουργεί σαν μύθος· αν ήξερε ότι φτιάχνοντας αυτό το μαγαζί έφτιαξε μια εκκλησία. Εκκλησία είναι ο κοινός χώρος, εκεί που μαζεύονται οι άνθρωποι. Βρήκε δύο ιερείς, τους ιδιοκτήτες του, τον Λύσανδρο και τον Θόδωρο, και έγιναν οι οινοπνευματώδεις ηγέτες μας. Οι ιερείς κρατούσαν πάντα απόσταση από εμάς, μας χώριζε η πέτρινη μπάρα.

Καθόμασταν λοιπόν στην μπάρα και λέγαμε διάφορες ιστορίες. Ατμόσφαιρα πάντα φιλική. Από τις ιστορίες που λέγανε μάθαινα πράγματα, ήταν η προφορική παράδοση που κουβαλούσε συγκεκριμένη γνώση, είναι πολύ σημαντικό αυτό. Μου ήρθε η ιδέα να γράψω ένα είδος συμποσίου –που το τοποθετώ στο πατάρι και όχι στην μπάρα για λόγους άνεσης, διότι στην μπάρα έρχεται ο καθένας, ενώ όταν έχει παρέα στο πατάρι δεν πηγαίνεις–, διάφορες ιστορίες ερωτικές. Μερικές τις έχω ακούσει, άλλες τις έχω επινοήσει, άλλες έχω διαστρεβλώσει. Η βάση είναι ότι πρόκειται για εξομολογήσεις μεταξύ αντρών. Εδώ γεννήθηκαν οι “Γυναίκες ευσεβείς του πάθους” (Εκδόσεις Γνώση, 1994). Επιστέγασμα του βιβλίου είναι ότι δεν θα καταλάβουμε ποτέ τις γυναίκες».

Οι ιερείς, που λέει και ο Κοροβέσης, είναι τα αδέρφια Λύσανδρος και Θόδωρος Παπαθεοδώρου. Μαζί με τον μύθο του Au Revoir πλάστηκε και ο δικός τους. Ευγενείς, φιλικοί, αλλά σε απόσταση με τον πελάτη, κράτησαν αναλλοίωτο το μαγαζί τους έχοντας στόχο την καλή ατμόσφαιρα και όχι το γρήγορο κέρδος. «Δεν θέλαμε ο πελάτης να φύγει μεθυσμένος και να μην τον ξαναδούμε. Θέλαμε να πιει δυο τρία ποτά το πολύ και να περάσει ξανά την άλλη μέρα. Δεν θέλαμε να πιει πέντε και να μην τον ξαναδούμε» λέει στο Documento ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου.

Ο αδερφός του έχει αποσυρθεί, περνάει πλέον από το μαγαζί για συναισθηματικούς λόγους. Του αρέσει να μιλάει για το πολυσυζητημένο ταβάνι, για το οποίο αρκετοί πρόσφεραν μεγάλα ποσά να το αποκτήσουν, τις ψάθες στους τοίχους και το χρώμα που δεν έχει αλλάξει ποτέ, τα φιλικά για την παρέα τραπέζια, το κυματοειδές μπαλκόνι που κάνει το πατάρι, όλα όσα έχει σχεδιάσει ο Αριστομένης Προβελέγγιος. Αλλά και για τους τεντιμπόιδες που δεν τους ήθελαν στο μαγαζί, τις γυναικοπαρέες του ’60, το υπουργείο που ζήτησε να χαρακτηρίσει το μαγαζί διατηρητέο. Ενα παράπονο έχει: «Δεν ξέραμε τότε ποιοι ήταν όλοι αυτοί που έρχονταν στο μαγαζί και δεν πήραμε μια φωτογραφική μηχανή να τους φωτογραφίζουμε εδώ μέσα. Δεν έχουμε μια φωτογραφία με τον Φρανκ Σινάτρα να κάθεται σε εκείνο εκεί το τραπέζι».

Ετσι πλάθονται οι μύθοι. Ολοι έχουμε ανάγκη από μύθους και τις μέρες που δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές γύρω μας, αν δεν υπάρχουν, μπορούμε να τους δημιουργήσουμε. «Σαν εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά, που όταν μας σκότωνε κάποιος τρέχαμε να ακουμπήσουμε μια κολόνα ή ένα δέντρο για να πάρουμε ζωή. Ετσι είναι κι εδώ. Ερχεσαι, σιγουρεύεσαι γι’ αυτό που είσαι και παίρνεις δύναμη να πας παραπέρα» λέει ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης για το Au Revoir στα «Στέκια – Ιστορίες αγοραίου πολιτισμού», το ντοκιμαντέρ του Νίκου Τριανταφυλλίδη.

Ο γιός του κυρίου Λύσανδρου, ο Σωτήρης Παπαθεοδώρου, έχει αναλάβει το Au Revoir εδώ και μερικά χρόνια. Εχει την ευγένεια και τη διακριτικότητα του πατέρα του. Δείχνει να βάζει στοιχεία από τη δική του προσωπικότητα σε κάτι που ήταν ήδη διαμορφωμένο. Για παράδειγμα, η μουσική. Ακούγεται προσαρμοσμένη στην ηλικία των πελατών και όχι στο ύφος του μαγαζιού. «Πόσο θα ζήσει ακόμη το μαγαζί;» τον ρώτησα. «Δεν εξαρτάται μόνο από μένα, εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ. Από τον κόσμο που έρχεται εξαρτάται» μου απάντησε. Κοίταξα γύρω. Το πατάρι ήταν γεμάτο, κάτω είχε όρθιους κάθε ηλικίας. Μια ομάδα κινηματογραφιστών, μια μεγάλη παρέα που περίμενε να αδειάσει τραπέζι, ζευγάρια που προσπαθούσαν να ακουμπήσουν αγκώνα στην μπάρα. Μάλλον θα τα εκατοστίσει!

Εκεί στην όχθη της Πατησίων

Γράφει ο Γιάννης Τριάντης (Παλιός θαμώνας του Au Revoir)

Δυο μέτρα τόπος, ίσα που χωράει σώματα και βλέμματα, πατάρι μια σταλιά και τζαμαρία που έχουν δει πολλά τα μάτια της καθώς κυλάει δίπλα της –μισόν αιώνα τώρα, αλλάζοντας χτενίσματα και πρόσωπα– ο ποταμός της Πατησίων… Το είχε στολίσει ο Προβελέγγιος αυτό το μπαρ. Εκείνος ο οιστρηλατημένος μοναχικός που όσο γερνούσε τόσο ξανάνιωνε, ατίθασος, ευθύς, αρχιτέκτονας της ουτοπίας… Υπάρχει, που λέτε, ένα μπαρ που αφήνει το βλέμμα να κεντάει σενάρια στους μηρούς των κοριτσιών, στις περαστικές Παναγιές της Πατησίων, να επανέρχεται άδολα στα ποτά του Λύσανδρου, να γλιστράει στα νερά του δρόμου και να ξαναμπαίνει περιμένοντας πότε θα σκάσουν μύτη ο Γκόρπας, ο Σινάτρα και ο Λεοντάρης, κι έλεγες τώρα θα φτάσει ο Ηλιόπουλος και ο Καραβασίλης και οι παρέες του Ροζάνη, του Βρόντου, του Καπλανίδη, του Χατζάκη, του Κοροβέση, του Ικαρου (Μπαμπασάκη), το τσούρμο από τη Σχολή Σταυράκου και τόσοι άλλοι… Ξωκλήσι το Au Revoir. Που ξενυχτάει στην όχθη της Πατησίων…

Αλλαγές στη γεύση της αλκοόλης

Οι πότες πίνουν το δικό τους ποτό, δεν επηρεάζονται ούτε από τη μόδα ούτε από την υπόλοιπη παρέα. Μπορεί να ζητήσουν ούζο στις 11 το βράδυ ή να γνέψουν στον σερβιτόρο και αυτός να πάει αυτό που ξέρει χωρίς να ρωτήσει τίποτε άλλο. Οι περαστικοί, όμως, η συμπεριφορά των οποίων καθορίζεται από τη μόδα, δίνουν το στίγμα της κάθε εποχής.

1960s

Πίνουν Botrys (διαβάζεται Βότρις) τριών αστέρων, ούτε πέντε αστέρων ούτε VSOP, ούτε καταδέχονται το Metaxa και φυσικά vermouth (διαβάζεται βερμούτ). Το ουίσκι ακόμη «μυρίζει κοριούς», όπως έλεγαν τότε οι Νεοέλληνες. Ακούνε αμερικανική τζαζ και βέβαια Φρανκ Σινάτρα.

1970s

Το «κοριοζούμι» έχει σχεδόν κυριαρχήσει. Σερβίρονται το Vat 69, το White Horse και για άγνωστους λόγους οι γυναίκες προτιμούν το Ballantine’s. Οι πιο ψαγμένοι προτιμούν Campari με σόδα και όσοι νοσταλγούν την περασμένη δεκαετία επιμένουν στο Martini. Πωλούνται επίσης μερικά fruit punch και gin fizz.

1980s

Η πιο απρόσωπη δεκαετία, γιατί άραγε; Ισως επειδή όλα αναπροσαρμόζονται. Η παραγγελία είναι «ένα ουίσκι», χωρίς να προσδιορίζεται η μάρκα. Οι γυναίκες είναι πιο απόλυτες, ζητάνε το «κοκτέιλ τους», καθεμία διαφορετικό. Η μουσική αμερικανική που φτάνει μέχρι και την country.

1990s

Οι «φυλές» ξεχωρίζουν Johnnie (χωρίς το Walker, αν και το «άγαλμά» του πατάει στο εσωτερικό μπαλκόνι του μαγαζιού), Chivas Regal (ολόκληρο το όνομα διότι «ξέρουμε και το δείχνουμε»), Jack Daniels (σκέτο, χωρίς νερό ή πάγο). Και αν η συζήτηση φτάσει στον Φρανκ Σινάτρα, που πριν από χρόνια πέρασε ένα βράδυ από το μαγαζί έχοντας μαζί του το δικό του Jack και πρόσθεσε δύο παγάκια, η επωδός είναι συγκεκριμένη: quelle vulgarité!

2000s

Oι θαμώνες προτιμούν το Haig, οι λιγότερο τακτικοί πελάτες το Glenfiddich (το προφέρει ο καθένας όπως τον βολεύει) και γενικώς κάνουν θραύση τα malt.

2010s

Το πρώτο ουίσκι σε κατανάλωση είναι το Jameson και γενικώς τα ιρλανδέζικα. Η δεκαετία ακόμη δεν τελείωσε!

Ετικέτες