Πριν από 50 χρόνια η χούντα κατέρρεε από το τεράστιο έγκλημα της Κύπρου. Πριν από μία δεκαετία ένα σύνθημα ανιστόρητο ακούστηκε: «Η χούντα δεν τελείωσε το 1973». Θα συμφωνήσω με αγωνιστές εκείνης της εποχής ότι είναι πολύ διαφορετικά τώρα τα πράγματα, όπως και ότι η φαιδρή εικόνα, της καρικατούρας, που έχουν φιλοτεχνήσει για τη χούντα είναι άκρως επικίνδυνη. Γιατί χούντα ήταν φάλαγγα και εξορία, χωροφύλακας και παρακολούθηση, λογοκρισία, σφαλιάρα και σφαίρα. Αυτά ευτυχώς δεν υπάρχουν σήμερα χάρη στη μεταπολίτευση. Υπάρχουν υποκλοπές και σκάνδαλα, όπως στη χούντα, αλλά τη θέση του Γεωργαλά παίρνουν οι βαρόνοι των media. Δεν είναι χούντα όμως, έχεις το δικαίωμα να εκφράσεις άποψη, ωστόσο δεν θα ακουστείς, έχεις δικαίωμα να ψηφίσεις αλλά θα χειραγωγηθείς. Δημοκρατία έχουμε.
Σαν σήμερα, 24 Ιουλίου, πριν από 50 χρόνια η χούντα είδε ότι κινδυνεύει με λιντσάρισμα. Θα έπρεπε να επιβάλει στρατιωτικό νόμο και να εκτελεί δεξιούς και αριστερούς που θα ζητούσαν τα ρέστα για το χουντικό έγκλημα στην Κύπρο, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική εισβολή. Οι ανίκανοι παρέδωσαν την εξουσία στους παλιούς πολιτικούς. Η γάτα ο Αβέρωφ με τον αντιναύαρχο Αραπάκη τους έπεισαν να μην αναλάβει ο τότε αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος («μαλακός» γαρ) και έφεραν τον σκληροτράχηλο Καραμανλή που ζούσε για έκτακτες κοινοβουλευτικές εξουσίες.
Αποκατάσταση αντί αποχουντοποίηση
Λένε ότι η κυβέρνηση εθνικής ενότητας αποκατέστησε τη δημοκρατία και τους θεσμούς. Εν μέρει λάθος. Ο Καραμανλής επανέφερε ό,τι προϋπήρχε της χούντας, μια δημοκρατία κολοβή, με το Σύνταγμα του 1952. Η πρώτη και μοναδική τις πρώτες μέρες ριζοσπαστική κίνηση, για να απορροφήσει κοινωνικούς κραδασμούς εν μέσω κυπριακής τραγωδίας, ήταν να ελευθερώσει τους εξόριστους από τη Γυάρο (τον μνημονικό τόπο που επενδύουν σήμερα οι «πράσινοι» επιχειρηματίες). Δύο μήνες μετά επέτρεψε μεν να δράσει νόμιμα το ΚΚΕ, αλλά με δρακόντειους όρους νομιμοφροσύνης επειδή φοβόταν νέα Πολυτεχνεία.
Η κοινωνία έβραζε και ο Καραμανλής κανάκευε τους χουντικούς, μέχρι που όρισε τις εκλογές ανήμερα της πρώτης θλιβερής επετείου του Πολυτεχνείου. Φοβόταν. Φοβόταν τόσο που κινήθηκε ολοταχώς με τα τμήματα της «πεφωτισμένης» επιχειρηματικής ελίτ να βάλει τη χώρα στην τότε ΕΟΚ και να τσιμεντώσει τους αρμούς της εξουσίας. Αυτή ήταν η στρατηγική συνεισφορά του «εθνάρχη».
Στην ιστορία ένας κύκλος προαναγγέλλει ήδη ότι ανοίγει αφήνοντας τα ίχνη του στην προηγούμενη εποχή και αντίστοιχα όταν κλείνει αφήνει επίσης τα απομεινάρια του στο μέλλον. Για να το καταλάβουμε, ο Καραμανλής έκανε υπουργούς στα κρίσιμα πόστα του «βαθέος κράτους» τους ακροδεξιούς Αβέρωφ και Σόλωνα Γκίκα. Αυτοί κάλυψαν τους χουντικούς που απέκτησαν συνέχεια στο νεοσύστατο μεταπολιτευτικό κράτος.
Διαβάζοντας τον σπουδαίο ιστορικό ερευνητή και γνώστη της εποχής καθώς την έζησε εν θερμώ (αλλά συνάγει συμπεράσματα εν ψυχρώ) Λεωνίδα Καλλιβρετάκη («Δικτατορία και Μεταπολίτευση», εκδ. Θεμέλιο) εμπεδώνουμε την ατιμωρησία των στρατιωτικών και κυρίως των αστυνομικών. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Διονύσης Ελευθεράτος στο βιβλίο του «Μεταπολίτευση. Ένα βολικό “τέρας”» (εκδ. Τόπος) που μόλις κυκλοφόρησε εμπλουτίζει τα στοιχεία ανασυνθέτοντας την εποχή μέσα από τον Τύπο και πλήθος πηγών. Ο Αβέρωφ μειώνει τον χρόνο διαθεσιμότητας σε δύο αξιωματικούς, αυτοί επανέρχονται και πιάνονται ως πρωταγωνιστές του «πραξικοπήματος της πιτζάμας» το 1975. Χουντικοί υπηρέτησαν σε ηγετικές θέσεις του στρατού μέχρι το 1981. Από προσωπική έρευνα έχουμε εντοπίσει καταγγελίες για κρατικούς λειτουργούς που παρέμειναν και έλυναν και έδεναν στην ΕΡΤ και στα υπουργεία Δημόσιας Τάξης, Παιδείας και Εσωτερικών.
Τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής κίνησης τα ζούμε ακόμη και σήμερα. Η ηγεσία της Δικαιοσύνης δεν αποχουντοποιήθηκε. Σε έρευνα στο αρχείο του Ιδρύματος Καραμανλή εντοπίσαμε τους υπουργικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης εθνικής ενότητας να τοποθετήσει τους κατάλληλους ανώτατους δικαστικούς – αυτούς που ήταν στη «σωστή πλευρά». Όσους έδιωξε η χούντα στη Δικαιοσύνη, στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας πρακτικά και ουσιαστικά τους επανέφεραν για να τους αποστρατεύσουν τιμητικά, π.χ. τους δημοκρατικούς αρεοπαγίτες Ανδρέα Τούση και Παύλο Δελλαπόρτα. Ο Διον. Ελευθεράτος μας θυμίζει την ένσταση του (συντηρητικού) δικηγόρου Αλέξανδρου Λυκουρέζου στη δίκη των απριλιανών για την εξαίρεση 12 δικαστικών που είχαν βοηθήσει τη χούντα. Οι ίδιοι την απέρριψαν. Τους βλέπουμε 50 χρόνια μετά αγκαλιά με την εκτελεστική εξουσία, κοιτώντας αφ’ υψηλού τους πολίτες (βλ. μισθοδικεία γι’ αυτούς, αλλά νομική έγκριση του τσεκουριού στις συντάξεις) να κλείνουν μάτια σε σκάνδαλα, αρχειοθετώντας (Vodafone, «αδιευκρίνιστα»), καθυστερώντας (Siemens, Τέμπη) ή κουκουλώνοντας ακόμα με ντογιάκειο θράσος μέγα σκάνδαλα (υποκλοπές).
Σκεφτείτε πώς γέμισε ναζιστές η αστυνομία, αφού σχεδόν οι μισοί στην Αθήνα τούς είχαν ψηφίσει το 2012. Είναι τα ίχνη της αποχουντοποίησης που δεν έγινε. Αυτοί συνεχίζουν τα βασανιστήρια (Μάγγος, Μανιουδάκης) και τις σκευωρίες (Ηριάννα) όπως τα άφησε η χούντα.
Ο φόβος και ο τρόμος
Ο Παν. Κανελλόπουλος έγινε «πατροκτόνος»· σκότωσε τον δεξιό του εαυτό του Εμφυλίου. Ο Καραμανλής, ο απόλυτα υπεύθυνος, ήταν ο τέλειος πολιτικός για την τάξη του. Η δημοκρατία που έστησε επιβλήθηκε στη ριζοσπαστική διάθεση του κόσμου. Ο διαρκής πόλεμος είχε νίκες και ήττες. Άντεξε το σύστημα μέχρι το 1981. Η περιλάλητη Αλλαγή σάρωσε το κράτος της δεξιάς του Καραμανλή. Το μεθύσι της εξουσίας τύφλωσε πολλούς που δεν είδαν το «τέρας» μέσα τους. Ο Σημίτης του 1985 με τη λιτότητα αμέσως μετά την εκλογική εξαγγελία για καλύτερες μέρες ήταν η υπόκλιση στον ρεαλισμό και στις ανάγκες επιβίωσης του δεξιού καθεστώτος που ονομάστηκε «εκσυγχρονισμός». Δοκιμάστηκε μετά την αποτυχία του πελατειακού βαλκανικού θατσερισμού του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που είχε αποκοιμίσει τους αριστερούς με «συναινέσεις» και κάψιμο φακέλων.
«Τι κρατάμε και τι αφήνουμε από τον μισό αιώνα της Μεταπολίτευσης» ήταν ο υπότιτλος της «Καθημερινής» της Κυριακής. Στο ένθετο βιβλίο με τα «πρακτικά» της εκδήλωσης που είχε διοργανώσει διαφαίνεται ανάγλυφα τι κρατάνε (μεταπολιτευτική «αποκατάσταση») και πετάνε ό,τι τους τρόμαξε. Μιλούν Παυλόπουλος, Πικραμμένος, Αλογοσκούφης, Παπαδήμος, Σαμαράς, Παπανδρέου κ.ά. που έστρωσαν τον δρόμο για τη χρεοκοπία. Θεωρούν «κακή» μεταπολίτευση όταν οι ψηφοφόροι τούς σάρωσαν το 1981 και το 2015 επειδή δεν πρόλαβαν να τους χαλιναγωγήσουν. Δυστυχώς σε αυτό το πλαίσιο πήγε απολογούμενος ο ΣΥΡΙΖΑ με Τσίπρα και Τσακαλώτο. Ποιος «βαρόνος» θα τους συγχωρήσει; Θα κουνάνε το τομάρι τους στους Podemos και στην Ανυπότακτη Γαλλία για τον «έντιμο» συμβιβασμό που κατέληξε σε στρατηγική ήττα με την καταστροφική διαχείρισή του.
Μπορούσαν καλύτερα; Η ιστορία θα δείξει, αλλά εν θερμώ ορισμένοι, παλιοί Λαμπράκηδες, γενιά του Πολυτεχνείου, γενιά των καταλήψεων για Τεμπονέρα και άρθρο 16, ξυλοκοπημένοι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί στα εξεταστικά κέντρα και εξεγερμένοι του 2008 λέμε ότι θα μπορούσαν. Δεν επένδυσαν σε αυτό που είχε τη δύναμη και έδωσε άλλη πορεία στη μεταπολίτευση συγκρουόμενο με το κράτος του Καραμανλή: δεν στηρίχτηκαν ουσιαστικά στους πολίτες και τους εκμεταλλεύτηκαν σαν πελάτες ψηφοφόρους.