50 κάλπες απειλούν τη δημοκρατία

50 κάλπες απειλούν τη δημοκρατία

Τον νέο χρόνο θα διεξαχθούν εκλογές σε περισσότερες από 50 χώρες και η ακροδεξιά παραμονεύει σε πολλές γωνιές της γης

Από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ενωση μέχρι τη Ρωσία και τη μικρή Ταϊβάν, σε μερικές από τις στρατηγικά πιο σημαντικές χώρες του κόσμου θα διεξαχθούν εκλογές φέτος. Σε κάποιες από αυτές ελλοχεύει ο κίνδυνος οι αναμετρήσεις να γίνουν πολιορκητικός κριός της ακροδεξιάς για να μπει στα μεγάλα σαλόνια της πολιτικής, ενώ σε άλλες τα γεωπολιτικά διακυβεύματα τρομάζουν.

Η μάχη των ερχόμενων ευρωεκλογών στις 9 Ιουνίου 2024 είναι κρίσιμη για το μέλλον της γηραιάς ηπείρου. Καθώς υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι σε αρκετές χώρες η ακροδεξιά θα κάνει επίδειξη δύναμης, αυξάνεται ο φόβος για το τι θα συμβεί αν τα κόμματα αυτά μετατραπούν σε εθνικές κυβερνήσεις εχθρικές προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ στις Βρυξέλλες και τους μουσουλμάνους της Ευρώπης.

Η ΕΕ μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να χαράξει αυτόνομη πορεία με βάση τα δικά της συμφέροντα, αντιθέτως ευθυγραμμίζεται ολοένα περισσότερο με την πολιτική των ΗΠΑ. Απόδειξη αποτελεί ο ρόλος της στις δύο εν εξελίξει πολεμικές συρράξεις στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη.

Ο νεοφιλελεύθερος σχεδιασμός του πολιτικού σκηνικού στη Δύση βοήθησε να δημιουργηθούν σημαντικές και ιστορικά μοναδικές ευκαιρίες για την ακροδεξιά. Ετσι η αναβίωσή της αντικατοπτρίζει τις ιδιαίτερες πολιτικές παθολογίες και τις οργανικές ανάγκες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο δεν αποτελεί έκπληξη το ότι παρά τα νομικά προβλήματα που θα μπορούσαν να καταλύσουν τις φιλοδοξίες του, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία φαίνεται πιο πιθανή από ποτέ, με τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν ότι αν γίνονταν σήμερα εκλογές, θα νικούσε τον Τζο Μπάιντεν.

Σε μια χρονιά κατά την οποία περίπου 3,8 δισ. πολίτες (πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού) ετοιμάζονται να προσέλθουν στις κάλπες η ευθραυστότητα της δημοκρατίας γίνεται εμφανής και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Οι εκλογές που θα διαμορφώσουν την Ευρώπη

Ενόψει των αναμετρήσεων σε κράτη της Ευρώπης οι προβλέψεις για αύξηση της υποστήριξης των ευρωσκεπτικιστικών και ακροδεξιών κομμάτων (που ενισχύονται από τις πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες στην Ολλανδία, την Ιταλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία) σπέρνουν αμφιβολίες για τη μελλοντική πορεία της ΕΕ. Η ακροδεξιά μοιάζει άλλωστε να έχει την τύχη με το μέρος της μετά τη νίκη του Κόμματος Ελευθερίας (PVV) του Χέιρτ Βίλντερς στις εκλογές του Νοεμβρίου στην Ολλανδία και την περσινή νίκη των Αδελφών της Ιταλίας (Fratelli d’Italia) της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία.

Δείτε επίσης: Το ειδύλλιο Σούνακ – Μελόνι ωθεί ακροδεξιά την Ευρώπη

Αν και οι παρατάξεις αυτές δεν αναμένεται να εξασφαλίσουν την εξουσία, έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στις πολιτικές της ΕΕ εάν συγκεντρώσουν τα αναμενόμενα υψηλά ποσοστά στις ευρωεκλογές και να προκαλέσουν περαιτέρω ρήγματα σε σημαντικές κοινές πολιτικές.

Επί παραδείγματι, στη Γαλλία ένα δημοσίευμα της «Washington Post» έρχεται να ενισχύσει παλιότερες φήμες για τις σχέσεις της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν με τη Ρωσία και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, με στόχο την ανατροπή του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του πολιτικού status quo της χώρας. Το γαλλικό ακροδεξιό κόμμα Εθνικός Συναγερμός (RN) κατηγορείται ότι επιμένει να διατηρεί σχέσεις με το Κρεμλίνο, καθώς και ότι επιδιώκει να εξασθενήσει την υποστήριξη της Γαλλίας προς την Ουκρανία. Η εφημερίδα επικαλείται «έγγραφα του Κρεμλίνου που απέκτησε μια ευρωπαϊκή υπηρεσία ασφαλείας» τα οποία συνδέουν το περιβάλλον του Πούτιν με την υποστήριξη κομμάτων της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.

Στην κεντρική Ευρώπη το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ) συγκεντρώνει το εντυπωσιακό ποσοστό 30% των ψήφων για τις εκλογές του φθινοπώρου του 2024. Εχει καταγράψει σημαντική άνοδο καθώς έχει ξεχαστεί το σκάνδαλο της Ιμπιζα του 2019, όταν ο τότε αντικαγκελάριος και ηγέτης του FPÖ Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε βιντεοσκοπήθηκε να αποσπά πολιτικές χάρες από Ρώσους επιχειρηματίες.

Ακόμη και στα νοτιοδυτικά της Ευρώπης το Chega, σκληρό δεξιό κόμμα που στοχεύει να ανατρέψει το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα της Πορτογαλίας, βρίσκεται κοντά στα δύο μεγάλα κόμματα συγκεντρώνοντας 17% για τις εκλογές στις 10 Μαρτίου 2024 σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Η εν λόγω παράταξη έχει δεχτεί επικρίσεις για τη ρατσιστική, αντι-LGBTQ+ και αντιμεταναστευτική ρητορική της.

Πηγαίνοντας προς τα ανατολικά, στη Ρωσία και τη Λευκορωσία, αν και δεν αναμένονται εκπλήξεις από τις κάλπες ως προς το αποτέλεσμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν ο τρόπος διεξαγωγής των αναμετρήσεων στις 17 Μαρτίου και 25 Φεβρουαρίου αντίστοιχα καθώς και η τελική «χημεία» των ηγετών αυτών των κρατών, με πιθανές αλλαγές στις ηγεσίες άλλων χωρών που θα έχουν εκλογές φέτος.

Τι θα σημάνει άλλη μια θητεία Τραμπ

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η πιθανή επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου 2024 ήδη σκορπά τον πανικό και στην Ευρώπη για το αν θα γυρίσει την πλάτη του στην Ουκρανία –και στο ΝΑΤΟ–, λύνοντας έτσι τα χέρια του Πούτιν για να ανοικοδομήσει τη «ρωσική αυτοκρατορία» και να ταράξει τις ισορροπίες στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Σχεδόν τρία χρόνια μετά την αιματηρή εισβολή στο Καπιτώλιο, όταν με την ομιλία του πυροδότησε μια εξέγερση καλώντας τους οπαδούς του να ανατρέψουν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του 2020, ο μεγιστάνας Ρεπουμπλικάνος στρέφει το βλέμμα του στην επιστροφή στον Λευκό Οίκο.

Δείτε επίσης: Τραμπ: Απειλή για την υποψηφιότητά του οι νομικές του περιπέτειες

Συνεχίζει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, με την υποστήριξη του 62% των ψηφοφόρων σε δημοσκόπηση των «USA Today»/ Suffolk University που διεξάχθηκε την 1η Ιανουαρίου. Το επόμενο διάστημα μέχρι και την άνοιξη αναμένονται πολύ περισσότερες δημοσκοπήσεις που θα παρέχουν καλύτερη εικόνα για την κούρσα του χρίσματος στους Ρεπουμπλικάνους.

Η ψηφοφορία για τις κοινοβουλευτικές ομάδες στην Αϊοβα, ή αλλιώς Caucuses, όπου το Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα επιλέγει τον υποψήφιο για την προεδρία, οι οποίες θα διεξαχθούν στις 15 Ιανουαρίου, αναμένεται να ξεκαθαρίσει εάν το πλεονέκτημα του Τραμπ θα μεταφραστεί σε ψήφους. Παράλληλα με την προεκλογική εκστρατεία ο Τραμπ είναι απασχολημένος με τέσσερις ποινικές κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εναντίον του το 2023. Πιο κοντά στη δίκη είναι οι ομοσπονδιακές κατηγορίες σε βάρος του για προσπάθεια ανατροπής των εκλογικών αποτελεσμάτων το 2020, με ημερομηνία έναρξης την 4η Μαρτίου σε δικαστήριο της Ουάσινγκτον.

Δείτε επίσης: ΗΠΑ: Ο Μπάιντεν κατηγορεί τον Τραμπ για ρητορική ίδια με της ναζιστικής Γερμανίας

Για το αίτημα της ασυλίας του οι δικηγόροι του Τραμπ θα συναντηθούν για συνομιλίες την Τρίτη 9 Ιανουαρίου με τους εισαγγελείς από το γραφείο του ειδικού εισαγγελέα Τζακ Σμιθ ενώπιον του ομοσπονδιακού εφετείου της Ουάσινγκτον.

Τον περασμένο μήνα ο Σμιθ ζήτησε από τους ανώτατους δικαστές του έθνους να δεχτούν τον ισχυρισμό του Τραμπ ότι η θέση του ως προέδρου τον καθιστά απρόσβλητο από κατηγορίες που σχετίζονται με την απόπειρα ανατροπής των εκλογών του 2020. Ομως το δικαστήριο αρνήθηκε να το πράξει, υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα έπρεπε να ακολουθήσει τη συνηθισμένη διαδικασία για τις προσφυγές.

Ο Πούτιν παραμένει ισχυρός

Στη Ρωσία, όπου ο Βλαντίμιρ Πούτιν –όπως αναμενόταν– θα είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2024, είναι γεγονός ότι οι κάλπες αποτελούν απλώς τυπικότητα: με την υποστήριξη του κράτους και των κρατικών μέσων ενημέρωσης και σχεδόν καμία επικρατούσα δημόσια διαφωνία είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει. Ο Ρώσος ηγέτης αναμένεται άλλωστε να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τις «παγίδες» της δημοκρατίας για να καταπνίξει την αντιπολίτευση. Ενώ το στοίχημα του Πούτιν για ένα σύντομο νικηφόρο πόλεμο τον Φεβρουάριο του 2022 απέτυχε, η Δύση επίσης δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει τους στόχους της. Να επιφέρει ήττα στη Ρωσία στο πεδίο της μάχης, να εκδιώξει τα ρωσικά στρατεύματα από την Ουκρανία και να απομονώσει πλήρως τον Πούτιν. Μπορεί η εισβολή στην Ουκρανία να κατακρίθηκε από τα δυτικά έθνη, αλλά σε μεγάλο βαθμό δεν ισχύει το ίδιο για τον υπόλοιπο κόσμο. Πολλοί το βλέπουν απλώς ως πρόβλημα της Ευρώπης, με ορισμένους δε να ρίχνουν την ευθύνη στο ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι προκάλεσε τη Ρωσία με την επέκτασή του στα ανατολικά.

Δείτε επίσης: Σι Τζινπίνγκ – Πούτιν: Οι σχέσεις ανάμεσα σε Πεκίνο και Μόσχα ενισχύθηκαν το 2023

Με το βλέμμα του Σι στραμμένο στην Ταϊβάν

Στην Ανατολή οι εκλογές της Ταϊβάν στις 13 Ιανουαρίου –οι πρώτες υψηλού κινδύνου στον ορίζοντα για το 2024– εγείρουν ερωτήματα για το εάν ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θα συνεχίσει να ανέχεται το μερικώς αναγνωρισμένο de facto κράτος της ανατολικής Ασίας ή θα προχωρήσει σε εισβολή, προκαλώντας κρίση ασφαλείας στην περιοχή. Ο Κινέζος πρόεδρος προειδοποίησε μάλιστα τους ψηφοφόρους της Ταϊβάν κατά την πρωτοχρονιάτικη ομιλία του ότι η «επανένωση» με την Κίνα είναι «ιστορικά αναπόφευκτη».

Το Πεκίνο, που διεκδικεί κυριαρχία επί της Ταϊβάν, δεν έχει αποκλείσει τη χρήση βίας εάν η Ταϊπέι αρνηθεί την ενοποίηση επ’ αόριστον. Η Κίνα κατήγγειλε δε ως αυτονομιστή τον πρωτοπόρο στην προεδρική κούρσα της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος.

Η ομιλία του Σι Τζινπίνγκ έρχεται σε μια περίοδο αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων μεταξύ Κίνας και Δύσης. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ανησυχούν για τη διεκδίκηση του ασιατικού γίγαντα σε αμφισβητούμενα εδάφη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την άνοδο της στρατιωτικής δραστηριότητας γύρω από την Ταϊβάν.

 

Documento Newsletter