Η ταινία «The hand of God» του Πάολο Σορεντίνο μας έδωσε την ευκαιρία να απευθυνθούμε στον Γιάννη Γεωργόπουλο ο οποίος είχε την τύχη να ζήσει ένα διήμερο με τον «Pibe de Oro».
Άγιος µπορεί να µην υπήρξε ποτέ, αλλά ήταν ευλογηµένος. Βουτηγµένος µέχρι τα µπούνια στην αµαρτία, αλλά και συµπυκνωµένη προσωποποίηση της θεωρούµενης συµπαντικής αυτενέργειας. Αυτοκαταστροφικός µέχρι αηδίας, µε το Νο10 πάντα κολληµένο σαν τατουάζ στο κορµί του.
Ένα 48άωρο πριν από τέσσερα χρόνια, στην καρδιά της θερινής ραστώνης, το κάρµα µε οδήγησε στο Μιέρλο, µια καταπράσινη περιοχή έξω από το Αϊντχόφεν. «Ο Μαραντόνα ξεκίνησε προετοιµασία µε τη Φουτζέιρα στην Ολλανδία. Μήπως είναι ευκαιρία να τον γνωρίσεις;» ήταν το µήνυµα ενός συναδέλφου από το Ντουµπάι. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, την επόµενη ηµέρα βρέθηκα στο ίδιο ξενοδοχείο µε τον θεό του ποδοσφαίρου. Η άφιξή µου συνέπεσε µε την προπόνηση της οµάδας. Ξαφνικά βλέπω τον Μαραντόνα να περπατά ασθµαίνοντας. Στη θέα του µου κόπηκαν τα πόδια, φέρνοντας στο µυαλό µου όλες εκείνες τις µαγικές εικόνες που παρακολουθούσα από παιδί.
«Μην κάνεις καµιά κίνηση να του µιλήσεις, δεν είναι καλή στιγµή» µε συγκράτησε ο µάνατζερ Αταλάι Μουτλού. Εξω από το ξενοδοχείο συνέρρεαν εκατοντάδες ποδοσφαιρόφιλοι, οι οποίοι ήλπιζαν πως θα αγγίξουν το χέρι του θεού. Κάποιοι µάλιστα διανυκτέρευαν µέσα σε αυτοκίνητα. Ο Μαραντόνα µετά την προπόνηση απολάµβανε την µπίρα του στο λόµπι. Εάν ήταν σε καλή διάθεση, δεχόταν κόσµο.
Μέσα σε λίγες ώρες συνέβησαν τα πάντα. Ο Μουτλού µε συστήνει στον θεό του ποδοσφαίρου. Κρέµοµαι από τα χείλη του. Πώς θα αντιδράσει άραγε; Ο χρόνος παγώνει. «Από την Ελλάδα ήρθες; Viva la Grecia! Πολιτισµός, ιστορία… Αγαπώ τους Έλληνες. Θυµάµαι τα µατς που σας αντιµετώπισα τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής. Ήσασταν πάντα µαχητές. Ήρθα σε µια οµάδα που προσπαθώ να κάνω το καλύτερο. Να ξέρεις, θα ανέβουµε κατηγορία. Γίνεται καλή δουλειά. Έλα να βγάλουµε µια φωτογραφία τώρα».
Η απλότητα του Μαραντόνα ήταν τέτοια που το άγχος έδωσε τη θέση του στην άγνοια κινδύνου. Επιχείρησα να υποβάλω περισσότερες ερωτήσεις. Προτού όµως προλάβω να αρθρώσω µια ολοκληρωµένη πρόταση µου ζήτησε να τον αφήσω στην ηρεµία του.
Λίγο αργότερα δείπνησε µε την τότε σύντροφό του Ρόσιο Ολίβα και την οικογένεια του αδερφού του στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Τον παρακολουθούσα κρυµµένος πίσω από την τζαµαρία. Μιλούσε ακατάπαυστα και κατανάλωνε µπίρες. Έδειχνε πανευτυχής, όµως δεν άργησε να χάσει τον έλεγχο. Σε λίγα λεπτά αντίκρισα έναν άλλο Μαραντόνα, ο οποίος τρίκλιζε και απειλούσε όσους ήθελαν να τον πλησιάσουν. Ο αδερφός του µάταια προσπαθούσε να τον συγκρατήσει οδηγώντας τον στις τουαλέτες του ξενοδοχείου.
Την επόµενη ηµέρα ο θρύλος του ποδοσφαίρου παρακολουθούσε από το λάπτοπ την αναµέτρηση Νάπολι – Νις. Επινε µπίρες και απολάµβανε τα κουβανέζικα πούρα του. Εδειχνε να µην ασχολείται µε ό,τι συνέβαινε γύρω του. Οι «παρτενοπέι» επικρατούν και ο Ντιεγκίτο αρχίζει να χορεύει. Οι παίκτες του τον βιντεοσκοπούν. Είναι ο Μαραντόνα που χαίρεσαι να βλέπεις. Αυτός που φανταζόσουν στην άκρη ενός µπαρ να διηγείται ιστορίες µέχρι να ξηµερώσει.
Με τον θάνατό του ξεψύχησε ένα µεγάλο κοµµάτι της νιότης µας. Το ποδόσφαιρο αποχαιρέτησε το άγιο πνεύµα του.