4 χρόνια χωρίς τον Μάνο Ελευθερίου- Νταλάρας, Βαξεβάνης, Κοροβίνης και άλλοι φίλοι του γράφουν για εκείνον στο Documento

4 χρόνια χωρίς τον Μάνο Ελευθερίου- Νταλάρας, Βαξεβάνης, Κοροβίνης και άλλοι φίλοι του γράφουν για εκείνον στο Documento
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΊΟΥ (eurokinissi)

Πέρασαν σαν σήμερα 4 χρόνια από την ημέρα που ο Μάνος Ελευθερίου έφυγε από τη ζωή. Μια ζωή γεμάτη συνεχής αναζήτησης της Λέξης, γεμάτη ιδιότυπο χιούμορ, γεμάτη γενναιοδωρία, γεμάτη αγωνίες αλλά και πολλές χαρές. Μια γεμάτη ζωή.

Από την πρώτη στιγμή απώλειάς του, το Docville φιλοξένησε στις σελίδες του κείμενα που έγραψαν γι’ αυτόν φίλοι του, άνθρωποι δικοί του, που τον έζησαν και τον αγάπησαν.

Ο Γιώργος Νταλάρας γράφει για τον Μάνο Ελευθερίου

«Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το παρελθόν». Ήταν μια αγαπημένη έκφραση του Μάνου. Μπορώ εύκολα να μιλήσω για τον ποιητή, τον λογοτέχνη, τον διανοούμενο Μάνο Ελευθερίου. Εξάλλου το έργο του είναι σκορπισμένο απλόχερα, είναι κτήμα μας, το συναντάμε μπροστά μας, μας στηρίζει και μας καθοδηγεί. Μου είναι όμως σχεδόν αδύνατο και πολύ σκληρό να μιλήσω για τον άνθρωπο Ελευθερίου. Δεν έχω συνέλθει ακόμη από το σοκ της απώλειας. Δεν το έχω πιστέψει. Ήταν άνθρωπος της οικογένειάς μου ο Μάνος. Όχι μόνο συναισθηματικά, αλλά και ως φυσική παρουσία.

Ο Μάνος και η αδερφή του η Λιλή ήταν δίπλα μας σε κάθε γιορτή, χαρά ή λύπη.  Διακριτικός, σεμνός και παράλληλα μ’ έναν δικό του τρόπο πολύ έντονη παρουσία. Ανοιχτόμυαλος με όλους και με όλα. Ξεχνιέμαι συχνά και σηκώνω το ακουστικό να τον καλέσω στο σπίτι για κάποια συμβουλή. Τον έχω ανάγκη. Είχε την ικανότητα να μπαίνει σχεδόν μαγικά στη ζωή των ανθρώπων, θέλοντας να τους κατανοήσει και να τους συμπαρασταθεί. Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε όταν διαβάσετε τα γραπτά του, τους στίχους του. Συμμερίζεται τα προβλήματα και τις έγνοιες των ανθρώπων, μικρές και μεγάλες.  Ήταν ιδιαίτερα κοντά στους νέους ανθρώπους. Με την κόρη μου θυμάμαι είχαν προσωπική σχέση, έκαναν παρέα, είχαν μυστικά, από τον καιρό που ήταν παιδάκι.

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ DOCUMENTO
Το εξώφυλλο του Docville στις 29/7/2018

Οσο για μένα, είναι πάντα δίπλα μου. Θυμάμαι πιο πολύ τα πρώτα χρόνια. Τα τραγούδια του Κουγιουμτζή. Τους στίχους στη γραφομηχανή με κόκκινες μερικές λέξεις. Εδώ και 40 χρόνια του είχα ζητήσει να γράψει έναν στίχο σ’ έναν αμανέ της Φικριέ Χανούμ που του είχα βάλει ν’ ακούσει και τον είχε συνεπάρει. Κάθε ένα δυο χρόνια τον ρωτούσα.  «Τι λες παιδί μου;» μου απαντούσε, «αυτό είναι ένα αριστούργημα, δεν είναι εύκολο πράγμα. Σιγά σιγά θα γίνει». Και όταν πήγαινα σπίτι του το ξαναβάζαμε στο μαγνητόφωνο, έγραφε κάνα δυο γραμμές, κάνα δυο στίχους, τους έσβηνε, πιανόταν από μια λέξη που του θύμιζε τον Αναγνωστάκη και μετά πήγαινε στον Σαχτούρη, τον Γκάτσο, τον Σεφέρη, τον Βενέζη, στη Μικρά Ασία, μετά πιάναμε τα πολιτικά και μιλούσε με αγωνία για τους πρόσφυγες και το παιδί που το πήγαν φυλακή για δυο γραμμάρια χασίς… Τι ωραία που έγραψε το τραγούδι του ο Λαυρέντης… Μετά τον Βαγγέλη Γιακουμάκη που τον σταύρωσαν… Για τους μικρούς και τους μεγάλους ήρωες της ζωής… Στη ζωή του ο ίδιος ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, διακριτικός, ολιγαρκής, λιτός, γλυκός, με καυστικό χιούμορ.

«Εξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι» Απόστολος Παύλος, Προς Κορινθίους,  είναι το προοίμιο στον «Νοητό λύκο» του. Το ποίημα αυτό ήταν η νέκυια του. Δεν μπορώ να περιγράψω πώς ένιωσα όταν διάβασα αυτό το ποίημα ποταμό. Ο ποιητής φεύγει από το σώμα του, οδηγείται σ’ ένα ταξίδι στον κάτω κόσμο, γίνεται κριτής, γιατρός και άγγελος του εαυτού του, γίνεται σκιά χωρίς φτιασίδι μαζί με τις άλλες σκιές, κρίνει και κρίνεται. Μας αποκαλύπτει το νόημα και την ευθύνη της τέχνης του, λέγοντάς μας ότι δεν ισορροπεί ανάμεσα στο ταλέντο και την πείρα αλλά ακροβατεί πάνω «στην αίρεση του κόσμου».  Είναι τόσο κρίμα που δεν πρόλαβε ν’ ακούσει τον «Νοητό λύκο» μελοποιημένο από τον Γιώργο Ανδρέου και ολοκληρωμένο. Πρόλαβε μόνο τις πρόβες.

Άννα Νταλάρα, Μάνος Ελευθερίου, Γιώργος Νταλάρας
Άννα Νταλάρα, Μάνος Ελευθερίου, Γιώργος Νταλάρας

Η άλλη πλευρά του Ελευθερίου είναι γήινη. Λάτρευε τον Τσιτσάνη, τον Αττίκ, τον Γιαννίδη. Θεωρεί την «Αρχόντισσα» και την «Παπαρούνα» μοναδικού κάλλους τραγούδια. Λάτρευε τους ποιητές και τους μουσικούς της γενιάς του και έδινε βήμα, άνοιγε παράθυρο στους νέους στιχουργούς και μουσικούς.  Θεωρούσε τα τραγούδια των άλλων αριστουργήματα.

Ψιθύριζε στ’ αυτί μας σκηνές από ρόλους μεγάλων ηθοποιών ή από ποιήματα άλλων, λέγοντας ότι αυτά είναι πράγματα με αξία. Υπερέβαλλε πολλές φορές για το καλό, αλλά είχε πάντα πλήρη συνείδηση του κακού, της συμφοράς, ακόμη και της φρίκης που πολλές φορές εμφανιζόταν μέσα στη βολεμένη ζωή μας και συνέπασχε. Πριν από δυο τρία χρόνια μιλούσε συνέχεια με θαυμασμό για τους ψαράδες της Μυτιλήνης που άφησαν τις δουλειές τους και άνοιξαν τα σπίτια τους στους πρόσφυγες που έφτασαν στο νησί χωρίς πατρίδα, χωρίς ψυχή, πονώντας γι’ αυτούς που πήρε η θάλασσα μαζί με τους αγαπημένους τους και για πολλούς μαζί με τα παιδιά τους.

Φεύγοντας ξαφνικά ο Μάνος, μας άφησε δώρο έναν καθρέφτη για να κοιτάζονται όσοι έχουν το θάρρος να μην επαναπαύονται. Σ’ αυτό τον καθρέφτη του χρόνου θα συνυπάρξουν το παρελθόν με το παρόν και με το μέλλον. Είναι τα προσυμφωνημένα υπονοούμενα της γενιάς των Ελλήνων στα οποία αναφέρεται ο Σεφέρης. Είναι σίγουρο ότι ο Μάνος ήταν παρών με τον τρόπο του σ’ αυτήν τη συμφωνία. Διαβάζοντας τους στίχους του, τα αριστουργήματα που έγραψε εδώ και 50 χρόνια, μπορεί κανείς να επιδοθεί σε μια μαγική διαδικασία αποκρυπτογράφησης αυτών των υπονοούμενων. Γι’ αυτό ο Μάνος Ελευθερίου θα μας είναι πάντα παρών και πολύτιμος. Θα βρίσκουμε πάντα παρηγοριά στο έργο του. Γιατί τα τραγούδια του έχουν μια ακριβή διαίσθηση. Μια ευθυκρισία και είτε έχουν αναφορά στο παρελθόν είτε στο παρόν ή στο μέλλον, αποκαλύπτουν την αλήθεια.

Ο Κώστας Βαξεβάνης γράφει για τον Μάνο Ελευθερίου

Ο Μάνος. Α, ο Μάνος αλλά ποιος απ’ όλους; Η Βυζαντινή μορφή των τραγουδιών του που άναβε κεριά-στίχους μπροστά σε έναν έρωτα αδιόρατο, απειλητικό, πάντα ανεκπλήρωτο; Ο φίλος του Μακρυγιάννη που έστηνε γλέντια στους μπαχτσέδες της εφηβείας; Ποιος Μάνος; Υπάρχει ένας δικός μου Μάνος, ένας φίλος που κρατάω μέσα μου. Που γελά σαρδόνια και σχολιάζει καυστικά, που μιλά κρύβοντας την ευαισθησία των στίχων με πειράγματα και επιτηδευμένη αφέλεια. Ήταν αρχές του 1992, όταν είχα γυρίσει από τον πρώτο μου Πόλεμο στη Βοσνία. Συναντηθήκαμε στο ουζερί «Θέμιδα» στην Ευελπίδων. Του είχα δείξει με μεγάλο καμάρι την ταυτότητα του πολεμικού ανταποκριτή. «Και ‘γω θα σου ανταποδώσω, θα σου δείξω τον μεγαλύτερο στιχουργό» μου είπε και μου σύστησε τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. «Ο μεγαλύτερος όλων» επέμενε.

Για το πολυπόθητο Μουσείο του Μάνου Ελευθερίου στη Σύρο

Ολους τους έβλεπε μεγαλύτερους απ’ αυτόν με μια σεμνότητα που διακρίνει τους μεγάλους. Δεκαετία του 90 ήταν όταν τον είχα πείσει να πάμε σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια, τραγουδούσε η Βούλα Σαββίδη που έκανε την επανεμφάνισή της μετά από πολλά χρόνια. Μαζί με τον καλό μου φίλο Θανάση Παπασταθόπουλο και το Μάνο μπήκαμε στο μπαρ. Ο Μάνος κοίταγε φοβισμένος δεξιά αριστερά και προσπερνούσε τους ανθρώπους σα να περνούσε ανάμεσα από βράχια. Κάποια στιγμή η Σαββίδου τον ανακάλυψε και ανακοίνωσε την παρουσία του. Ο κόσμος σηκώθηκε ενθουσιασμένος και τον χειροκρότησε μανιασμένα. Ο Μάνος κρύφτηκε κάτω απ’ το καπελάκι του και με ρώτησε «μα πού με ξέρουν όλοι αυτοί;». Έτσι ήταν, έμφυτα σεμνός και έμφυτα μεγάλος. Ο Μάνος πορευόταν με τον δικό του, πολλές φορές φοβικό τρόπο. «Θα πεθάνω» έλεγε. «Ελα μωρέ Μάνο που θα πεθάνεις» ξόρκιζα τη διαρκή φοβία του. Πριν από χρόνια με πήρε τηλέφωνο. «Ακου» μου λέει, «κάτι γραπτά δικά σου που έχω, να ξέρεις έχω βάλει από κάτω το όνομά σου. Αν πεθάνω δεν θέλω να τα βρουν και να νομίζουν πως είναι δικά μου, γιατί αυτά είναι πολύ καλά».

Έτσι ήταν ο Μάνος, όλοι ήταν καλύτεροι απ αυτόν και τους περισσότερους είχε ένα δικό του λόγο να τους αγαπά. Όχι όλους ακριβώς, υπήρχαν δύο με τρεις που απλώς τους συγχωρούσε. Όταν έβγαλα το σκάνδαλο της ΑΕΠΙ, συναντηθήκαμε στο Ψάριστον και μου έδειξε την απόδειξη είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτός, ο στιχουργός της Ελλάδας, έπαιρνε 700 ευρώ για δικαιώματα. «Φέρτο Μάνο να τους ξεφτιλίσω» του είπα. «Αμάν βρε παιδί μου θα κάνεις κι άλλο πόλεμο για να σώσεις εμένα; Δεν θέλω». Στις 9 Απριλίου φέτος, έστειλε την «Πόρτα της Πηνελόπης» : «Δεν έχει πια τις πρώτες τις δυνάμεις του κι ο ποιητής μαραίνεται στα χέρια αυτού του κόσμου του αχάριστου» είχε γράψει . Θα τον πάρω τηλέφωνο είπα να βρεθούμε. Φυσικά δεν τον πήρα, όντας ανίκανος να καταλάβω για μια ακόμη φορά πως στη δύσκολη, δίκοπη ζωή, η δυνατή κόψη είναι η ποίηση, αυτή είναι το όπλο. Όταν φεύγει ένας στιχουργός όπως ο Μάνος, καταλαβαίνουμε πόσο δυνατή είναι η ποίηση και μόνο τραγουδώντας στο θάνατό του. Αλλωστε «τι να σώσει και τι να πει σε καιρούς ατιμίας»!

Ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης για τον Μάνο Ελευθερίου

“Κάθε επαφή μαζί του, κοντινή ή μακρινή, ακολουθούνταν από μιαν ευχή, μιαν ευλογία, ‘’Ο Θεός να σ’ έχει καλά, αγοράκι μου’’, έτσι έκλεινε, τη νύχτα κοιμόσουν αγκαλιά μ’ έναν καταραμένο άγιο. Καταραμένο, γιατί συνειδητά έκλεινε προ τα αποσυνάγωγα και τα απολωλότα. Άγιο, γιατί, παρά τα ανθρώπινα κουσούρια του, η ψυχή του ήταν πλημμυρισμένη από μιαν αδιάπτωτη καλοσύνη. Πανάξιος ομότεχνος, σοφός δάσκαλος, πραγματικός αδερφός. Το σύνολο του κοινωφελούς έργου του συνιστά μια θαυμαστή εποποιία με πρωτοτυπία, επαναστατικότητα και την ιδιότυπη εμβληματική σφραγίδα του. Συχνά η ποιητική του τέχνη έχει αγγίξει τις παρυφές της τελοιότητος. Ακολουθεί άτυπα την κοσμοθεωρητική αντίληψη της διευρυμένης, οικουμενικής Ρωμιοσύνης κατά τον τρόπο αναλογικώς του Ρήγα, του Μακρυγιάννη, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, με την ιδιοτυπία ότι την υπηρετεί μέσα από ένα βλέμμα πιο προσωπικό που προσδιορίζεται από ένα “μυστικό” σύμπαν που ο ίδιος βιώνει σαρκικά και πνευματικά.

Είναι από τις υποδειγματικές περιπτώσεις δημιουργών που η υψηλή ποιητική του τέχνη σε όλο το εύρος του πολυσχιδούς έργου του δένει αρμονικά με την βαθύτητα της ψυχής του και τις ανάγλυφες αρετές του. Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ατίμητο δώρο για όλους μας. Η δωρεά του ήταν σπάταλη προς όλους, αφειδής σαν την ψυχή του. Θα ζεσταινόμαστε στην αγκάλη ενός λατρεμένου πνευματικού αδερφού, όταν περάσουμε στην άλλη όχθη”

Μάνος Ελευθερίου-Θωμάς Κοροβίνης

.

Η αγαπητή του Συριανή φίλη, Ντίνα Συκουτρή, που τον γνώριζε και τον αγαπούσε έγραψε για εκείνον ένα ποίημα το οποίο και δημοσιεύουμε στο documentonews.gr.

Για τον Μάνο
Εάν ήσουν στο Βυζάντιο

δεν θα ‘σουν Κωνσταντίνος

θα ήσουνα ο Βόσπορος

θα ήσουν Αγιά Σοφιά

Θα ήσουν τα καμπαναριά

ο κόσμος για να ακούει

πως προδοθήκαν οι βουλές,

πως ρήμαξε ο τόπος

 

Θα ήσουνα ο Κέρβερος

προδότη μην αφήσεις

να μπει απ’ την Κερκόπορτα

την Πόλη να πατήσει

 

Εάν ήσουν μάντης στου Δελφούς δεν θα ‘σουνα ο Κάλχας,

δεν σ’ άρεσε το δίγνωμο γιατί είναι κατάρα.

Εάν ήσουν στα παράλια δεν θα ‘σουνα στρατιώτης,

θα ήσουνα αρχάγγελος τον τόπο να τον σώσεις.

 

Δεν ήσουν ποιητή εκεί!

κι ο κόσμος ερημάχθει.

Σε σάβανο τυλίχτηκε

κι ζωντανός ετάφει.

(9/1/2021)

Ο Σπύρος Αραβανής (φιλόλογος – ποιητής, εκδότης του βιβλίου  «Μαλαματένια λόγια / Αυτοβιογραφική αφήγηση») γράφει για τον Μάνο Ελευθερίου

Όσο µακραίνει η απόσταση του χρόνου της φυσικής απώλειας του Μάνου Ελευθερίου τόσο συνειδητοποιώ ότι αυτό που µου λείπει περισσότερο δεν είναι η παρουσία του στη ζωή (µου) ως δηµιουργού –κι ας τον ανακαλύπτω συνεχώς– ούτε οι «επίσηµες» στιγµές από τον προσωπικό του χρόνο αξιωθείς τη φιλία του. Αυτό που µου λείπει περισσότερο είναι οι µικρές, ασήµαντες εκ πρώτης όψεως λεπτοµέρειες που τελικά συνέθεσαν στα µάτια µου το πορτρέτο του και καθηµερινά επανέρχονται στη µνήµη µου.

Οσο δηλαδή περνούν οι µήνες τόσο οι µνήµες επιστρέφουν σε πιο απλά γεγονότα, ίσως γιατί αισθάνοµαι την ανάγκη να ξαναβρώ σε ανθρώπους αυτό που µας χάρισε απλόχερα ο Ελευθερίου. Εναν πνευµατικό δανδή παλαιού καιρού µε τις εµµονές και τις λεπτοµέρειές του κατά τα αρχέτυπα του Μπωντλαίρ, του Ουάιλντ, του Ωραίου Μπρούµελ, χωρίς την επιτηδευµένη συµπεριφορά και την προσποιητή κοµψότητα ή αριστοκρατία, τη φαινοµενική µαταιοδοξία ή τη στιλιζαρισµένη ευγένεια. Καθαρός, µε πάλλευκη επιδερµίδα, καλοσιδερωµένα ρούχα και γυαλισµένα παπούτσια προσέχοντας τις λεπτοµέρειες, όπως ο πολυαγαπηµένος του Σαίξπηρ τα ψυχογραφήµατα των ηρώων του. ∆εν είναι τυχαίο ότι µια από τις τελευταίες του επιθυµίες, όπως µου είπε η αδερφή του Λιλή Ελευθερίου –ο στενότερος συγγενής του όχι µόνο εκ φύσεως αλλά και ως ψυχοσύνθεση–, ήταν το λευκό του πουκάµισο στο φέρετρο να είναι κουµπωµένο µέχρι τον λαιµό. ∆ιακριτικός πάντα στους τρόπους του και ευφυής στους χαρακτηρισµούς του µετατρέποντας ακόµη και την προσφώνηση «δάσκαλε!», την οποία συχνά πυκνά χρησιµοποιούσε προς τους άλλους, σε ένα τεστ αυτογνωσίας τους.

Οσο ελαφραίνει ο χρόνος της συναισθηµατικής επικάλυψης τόσο συνειδητοποιώ, ανασυνθέτοντας το παζλ των στιγµών, ότι πράγµατι η µοναδική του φιλοδοξία έως το τέλος, αν και αξιώθηκε τίτλους, βραβεία και προπάντων την αγάπη του κόσµου, ήταν το άσπρο χαρτί που είχε απέναντί του. «Ψηλώνω µόνο αν γράψω µια αράδα της προκοπής· τότε είµαι ευχαριστηµένος» µας είχε πει σε µια από τις καθιερωµένες κυριακάτικες συναντήσεις µας µε τον Ηρακλή Οικονόµου την τριετία 2010-2013, κατά τη διάρκεια των συνοµιλιών µας στο πλαίσιο σύνθεσης της αυτοβιογραφικής του ιστορίας – υλικό που θα λάβει τους επόµενους µήνες τη µορφή βιβλίου. Και συνέχιζε: «Υπάρχει µια φράση εκπληκτική του Τόµας Ελιοτ για τον Βαλερύ, που την είπε στον Σεφέρη, και αυτός τη γράφει σε ένα από τα ηµερολόγιά του. Ο Ελιοτ έλεγε λοιπόν για τον Βαλερύ ότι ήταν τόσο έξυπνος που δεν είχε καµιά απολύτως φιλοδοξία. Κι εγώ δεν είχα ποτέ καµιά φιλοδοξία, αλλά ήµουν τόσο βλαξ. Αλήθεια. Ποτέ δεν είχα καµιά φιλοδοξία. Καµία απολύτως. Φιλοδοξία µου ήταν να γράψω καλά πράγµατα».

«Οσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρηµα/ βαθύτερο µες στην παραδοχή» όπως έγραφε ο Ασλάνογλου «τόσο καταλαβαίνω γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σηµασία/ που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι», όπως ο Ελευθερίου. Το γιατί ήταν µανιώδης συλλέκτης ακριβών αντικειµένων αλλά και απλών στιγµιότυπων. Σε όλα έβρισκε το νόηµα, το µεδούλι τους, σε όλα έδειχνε σεβασµό καταργώντας τα σύνορα ανθρώπων και εποχών. Θυµάµαι τη στενοχώρια του όταν µου έδειχνε µια φωτογραφία-σχολικό ενθύµιο των αρχών, νοµίζω, του 20ού αιώνα, στην οποία ένα και µόνο παιδί από όλη την τάξη απεικονιζόταν µισό εξαιτίας λάθους του φωτογράφου. ∆εν άντεχε αυτή την «αδικία».

∆εν άντεχε τον πόνο του άλλου, όποιου και αν ήταν. Κάποτε άλλαξε πάροχο κινητής τηλεφωνίας όχι για να πληρώνει λιγότερα, αλλά γιατί µιλώντας στο τηλέφωνο µε την άγνωστή του υπάλληλο, η οποία προσπαθούσε να του «πουλήσει» το προϊόν της, κατάλαβε πως έστω κι έτσι θα τη βοηθούσε να πάρει ένα µπόνους στον πενιχρό µισθό της. Θυµάµαι και τη µοναδική φορά που µου µίλησε µε αυστηρό και απότοµο ύφος, όταν ύστερα από ώρες στο κρεβάτι του προθάλαµου ενός ιδιωτικού νοσοκοµείου, µην έχοντας οι νοσοκόµες αναγνωρίσει το ποιος είναι, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο, κουρασµένες κι αυτές µες στα άγρια µεσάνυχτα. Οταν τους είπα ότι είναι ο Μάνος Ελευθερίου, πετάχτηκε από το κρεβάτι λέγοντάς µου µε αυστηρό τόνο: «Αυτό να µην το ξαναπείς». ∆εν ήθελε να εκµεταλλευτεί την επωνυµία του ούτε για έναν τόσο σηµαντικό λόγο όπως η φροντίδα της δικής του υγείας. ∆εν ήθελε να τις επιβαρύνει περισσότερο. Ηθελε πάντα να προσφέρει µε οποιονδήποτε τρόπο. Οπως σε εκείνον τον υπερήλικα τον οποίο ένα βράδυ σε µια δεξίωση τον άφησε µέχρι το τέλος να πιστεύει πως είναι ένας διάσηµος γιατρός που είχε αναγνωρίσει από την τηλεόραση, ίσως για να τον αφήσει να διασκεδάσει για λίγο ανέµελα δίπλα στα «ασφαλή» του «χέρια».

Αυτές τις «πρώτες βοήθειες» µας κληροδότησε για πάντα µε το έργο του και µε τη στάση ζωής του. Κι άφησε τα σηµάδια του στίγµατα στις ζωές όσων τον γνωρίσαµε και αγαπήσαµε. Αφησε τις λέξεις του στα χείλη και στις ψυχές ενός ολόκληρου έθνους. Γαντζώθηκαν πάνω τους αγωνιστές και διαψευσµένοι, νέοι και ηλικιωµένοι, ερωτευµένοι και πληγωµένοι, εφοπλιστές και αδέκαροι, εγωµανείς και καταφρονηµένοι. Ολοι δηλαδή όσοι του έσφιγγαν καθηµερινά αυτά τα αρυτίδωτα µέχρι το τέλος λευκά και καλοσχηµατισµένα χέρια µε τα µακριά του δάχτυλα και όλοι όσοι δεν τον γνώρισαν ποτέ εξ επαφής. Είχε για όλους.

 

Documento Newsletter