«4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα» από το θέατρο Κυδωνία στα Χανιά

«4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα» από το θέατρο Κυδωνία στα Χανιά

Πόσος χρόνος χρειάζεται για να αλλάξει η ζωή κάποιου; Για να στιγματιστεί για πάντα;

Στην εποχή της ταχύτητας, των κινητών και του γρήγορου ίντερνετ, στην εποχή που η τεχνολογία κάνει τα πάντα πιο εύκολα και φέρνει τα μακρινά κοντά, όλες μας οι διαδικτυακές πράξεις αποτυπώνονται αέναα στον κυβερνοχώρο. Σε έναν «χώρο» όπου ο,τιδήποτε μπορεί να «ανέβει» μέσα σε δευτερόλεπτα, αλλά να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων για πάντα.

Το «4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα» είναι μια «περίληψη» της εποχής μας. Μέσα σε μιάμιση ώρα παράστασης, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης σκηνοθετεί αριστοτεχνικά 4 ανθρώπους που πλανούν και πλανώνται προσπαθώντας να βρουν την άκρη του νήματος σε μια καθ’όλα σύγχρονη ιστορία με έντονες συγκρούσεις, γρήγορους διαλόγους και σκοτεινά μυστικά που όταν προβάλλουν αλλάζουν άρδην ισορροπίες και δεδομένα.

Βασικός πρωταγωνιστής, το αχανές ίντερνετ. Και γύρω του, δορυφόροι, μια «καθωσπρέπει» οικογένεια, ένας «παρεξηγημένος» φίλος και μια «εύκολη» φίλη. Όλοι τους, κάτω από «ταμπέλες» που οι ίδιοι έφτιαξαν θα δουν τα πάντα να ανατρέπονται μετά από την προβολή στο ίντερνετ ενός βίντεο. Και τότε, θα είναι πλέον σαφές πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, κανείς δεν είναι εκείνος που δείχνει.

Η παράσταση «4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα» του Τζέιμς Φριτς, ανέβηκε στο σανίδι του θεάτρου Κυδωνία στα Χανιά, με την σκηνοθετική ματιά του σκηνοθέτη και ηθοποιού Μιχάλη Βιρβιδάκη που είναι για χρόνια η ψυχή του θεάτρου Κυδωνία.

Στην διανομή των ρόλων η Ντία Κοσκινά (Ντάι), Γιώργος Γελαλής (Ντέιβιντ), Κατερίνα Μαντίλ (Κάρα) και Μιχάλης Τακτικάκης (Νικ).

Λίγο πριν την ολοκλήρωση των παραστάσεων, ο σκηνοθέτης του «4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα» Μιχάλης Βιρβιδάκης, και οι ηθοποιοί της παράστασης, μιλούν για πρώτη φορά, αποκλειστικά στο documentonews.gr για την πρόκληση και τις απαιτήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν.

Μιχάλης Βιρβιδάκης (σκηνοθέτης της παράστασης)

Καταφέρνεις –τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον- και φέρνεις πρώτος στην Ελλάδα παραστάσεις άκρως επίκαιρες, άκρως ενδιαφέρουσες και …προκλητικές. Το 4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, είναι απολύτως to the point στην τρέλα που επικρατεί στις μέρες μας: κινητά, laptop και κομπιούτερ είναι στα χέρια μικρών και μεγάλων τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Πως «συναντήθηκες» με την παράσταση;

Κατά τη διαδικασία που λέγεται επιλογή ρεπερτορίου διαβάζω κάθε χρόνο ένα σωρό έργα, ελληνικά και ξένα, που μου προτείνονται από συνεργάτες μου. Το συγκεκριμένο ήρθε στα χέρια μου πέρσι τον Μάρτιο, στα αγγλικά, μετά από πρόταση του Δημήτρη Κιούση που το είχε δει στο Λονδίνο και του άρεσε. Παρ’ όλο που υπήρχαν κι άλλα κείμενα ενδιαφέροντα στο συρτάρι μου, εντούτοις τα «4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα» με άγγιξαν αμέσως. Οι λόγοι είναι προφανείς νομίζω για όσους είδαν την παράστασή μας: μια ολοκαίνουρια θεματογραφία, μια άριστα κλιμακούμενη σύγκρουση με ανατροπές και αποκαλύψεις, μια μοντέρνα γρήγορη γραφή, τέσσερις ενδιαφέροντες χαρακτήρες, για να μιλήσω μόνον για τις πιο εμφανείς αρετές του. Όμως η παράμετρος που με εντυπωσίασε και την θεωρώ εντελώς ενδεικτική των συγκεχυμένων ημερών που ζούμε είναι πως ο πρωταίτιος της αναστάτωσης, ο υπεύθυνος των δεινών που αποκαλύπτει το έργο μένει στο τέλος ατιμώρητος, σπουδάζει σε ένα καλό πανεπιστήμιο νομικά και κυκλοφορεί την επαύριο ανάμεσά μας αστιγμάτιστος, ως ένας «καλός» και «χρήσιμος» πολίτης… Είναι τόσο «Ελληνικό» αυτό το έργο!

Κάνατε στα Χανιά έναν κύκλο 27 παραστάσεων. Και παίζατε σε γεμάτη αίθουσα. Είναι μεγάλη επιτυχία αυτό…

Το έργο σημείωσε πράγματι επιτυχία, ίσως μεγαλύτερη ακόμη και από το «Λαμπεντούζα» που παρουσιάσαμε πέρσι πρώτοι στην Ελλάδα. Είναι βεβαίως μια ικανοποίηση, αλλά να σου πω κάτι, την επιτυχία την αποδίδω στο γεγονός πως ο κόσμος, μετά από 17 χρόνια πορείας στο παγκόσμιο ρεπερτόριο, μας εμπιστεύεται περισσότερο σήμερα και δεν την αποδίδω στο συγκεκριμένο έργο και τις αρετές του. Μια ματιά μόνο να ρίξεις στο ρεπερτόριο των έργων που πέρασαν από τη σκηνή μας και θα καταλάβεις τι εννοώ… Όμως το θέατρό μας είχε να αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα μια ανωριμότητα και ένα είδος εθελοτυφλίας εκ μέρους του κοινού. Επί 15 χρόνια πληρώναμε τα σπασμένα μιας ελλιπέστατης θεατρικής παιδείας στο θεατρόφιλο κοινό της πόλης αποτέλεσμα των στρεβλών επιλογών του Δημοτικού του Θεάτρου που όχι μόνο δεν καλλιέργησε τα γούστα του κοινού ως όφειλε με τον πακτωλό χρημάτων που διαχειρίστηκε τις καλές μέρες πριν την κρίση, αλλά εντελώς αντίθετα το κοίμισε μέσα στην αφόρητη μπαναλιτέ και την αβάσταχτη ελαφρότητα των επιλογών του!

Ποιο ήταν το χαρακτηριστικότερο που σου είπαν μετά τις παραστάσεις;

Θα σου πω τι μου είπε πρόσφατα ένας θεατής που προσωπικά δεν τον γνώριζα αλλά μου έκανε εντύπωση το φλέγμα της συγκίνησης στη φωνή του όταν με πλησίασε: «Συνέχισε έτσι, θέλουμε να μαθαίνουμε τι παίζεται στην Ευρώπη, ποια είναι τα θέματα που απασχολούν σήμερα τους δραματουργούς…».

Ντία Κοσκινά (Ντάι)

Ήσουν η «μάνα», στην παράσταση. Σε τρομάζει η ιδέα του ότι όλα μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβαίνουν ανεξέλεγκτα στο διαδίκτυο;

Δεν με τρομάζει και τόσο. Είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό στο χέρι του καθενός το τι θα ανεβάσει και το τι δικαίωμα δίνει στο περιβάλλον του να ανεβάσει κάτι δικό του. Προσωπικά, δεν κάνω μεγάλη χρήση των μέσων δικτύωσης και έχω ανεβάσει ελάχιστα πράγματα.

Πως προσέγγισες τον ρόλο;

Τον ρόλο τον προσέγγισα σε πρώτη φάση με κοινή λογική και τη βοήθεια του σκηνοθέτη. Μετά γίνεται πιο δύσκολο, όπου ακολουθεί μία ψυχική διαδικασία κατά την οποία αυθυποβάλλεσαι την κατάσταση του ρόλου.

Σε βρήκαν μετά την παράσταση μανάδες να σου εκμυστηρευτούν φόβους τους;

Ναι, με βρήκαν, και μάλιστα από διάφορες ηλικίες, ακόμα και μανάδες πολύ μικρών παιδιών. Και πατεράδες, αλλά κυρίως μητέρες. Δεν μου μίλησαν ανοιχτά για φόβους, αλλά υποστήριζαν έντονα πόσο χρήσιμο θα ήταν να δίνονταν παραστάσεις του έργου σε μαθητές.

Γιώργος Γελαλής (Ντέιβιντ)

Ποιες ήταν οι πρώτες σου σκέψεις όταν πήρες στα χέρια σου το κείμενο;

Μου άρεσε το θέμα του έργου που είναι σύγχρονο και επίκαιρο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα μόλις το διάβασα, αφορούσε στην ίδια τη σχέση του ζευγαριού. Μέχρι που συνέβη αυτό το γεγονός στη ζωή τους, πίστευαν πως είναι ένα ταιριαστό ζευγάρι. Στην πραγματικότητα όμως ήταν μόνο η αφορμή για να φανεί η ‘’γύμνια’’ της σχέσης τους και πόσο λίγο γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Ακριβώς αυτό που συμβαίνει και πολλές φορές στην καθημερινότητά μας: μόνο όταν παρουσιαστεί ένα σοβαρό πρόβλημα, για το οποίο καλούμαστε να πάρουμε θέση, φανερώνουμε και τον πραγματικό μας εαυτό!

Θεωρείς ότι στο ίντερνετ οι χρήστες λειτουργούν όπως οι οπαδοί των ομάδων;

Σε κάποιες συμπεριφορές νομίζω πως ναι! Όταν κάποιος νιώθει πως είναι κι αυτός μέλος μιας μεγάλης παρέας, πιθανόν η ομπρέλα της ανωνυμίας να ‘’απορροφά’’ τον φόβο για πιθανές συνέπειες όσων λέει, ή όσων κάνει και έτσι να ‘’νομιμοποιούνται’’ συμπεριφορές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από προσβλητικές έως και ακραίες.

Τι «γεύση» σου άφησε η παράσταση;

Αν και δοκίμασα τις αντοχές μου – προσπαθώντας να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της παράστασης, νιώθω πολύ ευτυχής που ο Μιχάλης Βιρβιδάκης μου έδωσε τη δυνατότητα να παίξω στο θέατρό του και με την καθοδήγησή του να ανεβάσουμε αυτό το έργο. Εκτιμώ πως ήταν μια ιδιαίτερα πετυχημένη δουλειά, κρίνοντας και από τα σχόλια όσων την παρακολούθησαν. Αυτή είναι άλλωστε και η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν ηθοποιό: να σου δίνουν συγχαρητήρια και να νιώθεις πως το εννοούν!

Κατερίνα Μαντίλ (Κάρα)

Ο ρόλος σου είναι ιδιαίτερα φορτισμένος… Θεωρείς πως η Κάρα είχε μερίδιο ευθύνης για αυτό που της συνέβη; Έστω και ελάχιστο;

Αυτό που την κάνει να ξενυχτά, φαντάζομαι, είναι η προσωπική της ευθύνη. Αν κάτι που έκανε έδωσε λάθος εντυπώσεις. Είναι νομίζω σύνηθες, τα θύματα σε τέτοιες περιπτώσεις να αναλογίζονται το αν και κατά πόσο θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί μια τέτοια κατάληξη. Αλλά είναι και σημείο του καιρού να νιώθουν οι γυναίκες ένοχες για το σώμα τους και τη σεξουαλικότητα τους. Ακόμα και η επιλογή αυτού του συντρόφου θα μπορούσε να τη βασανίζει. Πως δηλαδή δεν “είδε” ότι αυτός ο άνθρωπος θα έφτανε εκεί.

Παρά την οργή ωστόσο, η Κάρα ήταν πολύ πιο ώριμη από την μάνα του Τζακ. Στην πραγματικότητα πόσο δύσκολο είναι για ένα θύμα να διατηρήσει αξιοπρέπεια και ηρεμία σκέψης;

Νομίζω πως το να έχεις δίκιο σε γεμίζει με δύναμη και διαύγεια. Είναι αξιοθαύμαστη η Κάρα. Θα μπορούσε να έχει πάρει εκδίκηση. Κι όμως εκείνη συνειδητοποιεί, παρά το νεαρό της ηλικίας της, πως ότι συνέβη χαρακτηρίζει εκείνον που το έκανε κι όχι αυτήν που το υπέστη.

Μιχάλης Τακτικάκης (Νικ)

Μπορεί ο ρόλος σου να είναι μικρός, αλλά είχες μια εκπληκτική αθωότητα και ειλικρίνεια. Έχεις παραδείγματα παρόμοια με αυτά της παράστασης στην καθημερινότητά σου; Φίλους σου, η γνωστούς σου που έμπλεξαν ή που εσκεμμένα χρησιμοποίησαν την δύναμη του Ιστού για να «προωθήσουν» κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας βίντεο ή φωτογραφίες;

Χαίρομαι για τα καλά σας λόγια, στόχοι μου από την αρχή στην παράσταση ήταν η επίτευξη σκηνικής αλήθειας, αμεσότητας, επικοινωνία στο ‘’εδώ και τώρα’’. Αισθάνομαι ευλογημένος που οι στόχοι μου έγιναν πράξη και δεν το οφείλω μόνο σε εμένα αλλά σε εσάς ως θεατή, στον σκηνοθέτη μου, στους δασκάλους μου στην “Πράξη Επτά”. Η αλήθεια νομίζω πως πάντα λάμπει μέσα από την συνεργασία και την αλληλεγγύη των ανθρώπων. Προσπαθώ η καθημερινότητα μου να μην μένει μόνο στον στενό κύκλο. Ως ηθοποιός καλούμαι να σπάω τα όρια των σχέσεων, να ενημερώνομαι για τον τρόπο ζωής σε άλλα μέρη. Για παράδειγμα το έργο διαδραματίζεται στο Croydon, κάπως έπρεπε να γνωρίσω τους ανθρώπους εκεί, το ίντερνετ με βοήθησε. Πάντως, όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει τα πάντα, από εκεί που δεν το περιμένεις ίσως βρεθείς σε μία κατάσταση τραγική.

Πόσο εύκολο είναι να μπλέξει κανείς σε τέτοιες «σκοτεινές» ιστορίες;

Η σύγχρονη κοινωνία είναι η κοινωνία, νομίζω προς το παρόν, με τα περισσότερα δεσμά στην ιστορία είτε υλικά είτε ηθικά. Γεννιέσαι στο σκοτάδι, πρέπει να παλέψεις με νύχια και με δόντια να απελευθερωθεί ο νους σου και το σώμα σου ! Οπότε, νομίζω ότι είναι πανεύκολο να μπλεχτείς σε σκοτεινές ιστορίες όταν ήδη κολυμπάς μέσα στο σκοτάδι. Πρέπει να βρούμε τον δρόμο προς το φως.

Λίγα λόγια για την υπόθεση

Ο δεκαεφτάχρονος Τζακ είναι το καμάρι της μάνας του. Η Ντάι κι ο Ντέιβιντ, οι γονείς του, του έχουν αφιερώσει όλη τη ζωή τους για να του προσφέρουν όλες εκείνες τις ευκαιρίες που οι ίδιοι δεν είχαν ποτέ – και τώρα ο Τζακ έχει εξελιχθεί σε ένα έξυπνο κοινωνικό άτομο και όλα δείχνουν πως θα καταφέρει να συγκεντρώσει τα μόρια που απαιτούνται για να μπει στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου στο Ντάραμ.

Όμως ένα περιστατικό που συμβαίνει κοντά στο σχολείο του απειλεί να καταστρέψει ό,τι είχαν καταφέρει μέχρι τώρα, ένα περιστατικό που δείχνει πως κάποιοι μισούν το γιο τους θανάσιμα. Με την εξέλιξη των γεγονότων η Ντάι κι ο Ντέιβιντ αρχίζουν να υποψιάζονται τους φίλους του Τζακ, τον Τζακ τον ίδιο, ακόμα και ο ένας τον άλλον.

Σε μια εποχή που τα smart phones βρίσκονται παντού το θεατρικό ντεμπούτο του Τζέιμς Φριτς συνιστά ένα προκλητικό και επίκαιρο δράμα που ρίχνει φως στις αμφιλεγόμενες πολλές φορές διευκολύνσεις που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, και σ’ ένα διαδίκτυο όπου τίποτα δεν πεθαίνει εκτός από την υπόληψη των ατόμων.

Το έργο έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Hampstead του Λονδίνου το 2014 και προτάθηκε αμέσως για ένα από τα βραβεία Olivier, ενώ την επόμενη χρονιά, λόγω της μεγάλης ανταπόκρισης του κοινού, μεταφέρθηκε στο θέατρο Trafalgar Studios χαρίζοντας στον συγγραφέα του το βραβείο «Ο πιο πολλά υποσχόμενος θεατρικός συγγραφέας» από το Σύλλογο Θεατρικών Κριτικών του Λονδίνου. Η αγγλίδα κριτικός Victoria Sadler σχολιάζοντας το εξαιρετικό αυτό έργο έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό Theatre Review «Το γράψιμο είναι τόσο καλό που καταφέρνει να αγγίξει με δεξιοτεχνία πάρα πολλά σημαντικά, ζωτικά θέματα της σύγχρονης κοινωνίας – γονική υπευθυνότητα, υποχρέωση λογοδοσίας, τιμιότητα μέσα στη σχέση, διαμόρφωση χαρακτήρα, εικονική πραγματικότητα… Ακόμη και το πώς ένα περιστατικό στο διαδίκτυο μπορεί να σου σημαδέψει τη ζωή για πάντα».

Τέσσερα λεπτά και δώδεκα δευτερόλεπτα  – Τζέιμς Φριτς (2015)

Μετάφραση: Δημήτρης Κιούσης

Σκηνοθεσία και αισθητική της παράστασης: Μιχάλης Βιρβιδάκης, Μαρία Μπατάνα

Σύνθεση ήχων: Δημήτρης Ιατρόπουλος

Φωτισμοί: Γαλάτεια Σαραντάκου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Εμμανουήλ Στεφανουδάκης, Αιμίλιος Καλογερής

Ετικέτες

Documento Newsletter