30 χρόνια χωρίς τον Χατζιδάκι- Το χρονικό του δίσκου-gay anthem «Τα τραγούδια της αμαρτίας»

Με αφορμή την συμπλήρωση των τριάντα ετών από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι (23 Οκτωβρίου 1925 – 15 Ιουνίου 1994) ο Αντώνης Μποσκοΐτης γράφει και επιμελείται μια σειρά άρθρων για το έργο του μεγάλου συνθέτη

Τα «Τραγούδια της αμαρτίας» ήταν το τελευταίο δισκογραφικό σχέδιο του Μάνου Χατζιδάκι που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, τουλάχιστον στη μορφή που το’χε ονειρευτεί. Κυκλοφόρησαν το 1996, αφού δουλεύονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του ’95 από τους συνεργάτες του, τον Νίκο Κυπουργό, την πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου και, βέβαια, τον ερμηνευτή Ανδρέα Καρακότα. Επρόκειτο δηλαδή για το πρώτο μεταθανάτιο έργο του συνθέτη στην προσωπική του δισκογραφία που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας με εκδόσεις ανέκδοτου υλικού του και με επανεκτελέσεις παλαιότερων έργων του. Το έργο εκδόθηκε από τον «Σείριο» με την τότε καλλιτεχνική επιμέλεια του Κυπουργού και τη διεύθυνση του Γιώργου Χατζιδάκι, του γιου του συνθέτη, που εξακολουθεί να διευθύνει την εταιρεία. Λόγω κόστους παραγωγής – μπορεί να υποθέσει κανείς – η τελική μορφή του ήταν για πιάνο – φωνή, εξ ου και ορθότατα επιλέχθηκε (από τον Γιώργο Χατζιδάκι) η κορυφαία Ντόρα Μπακοπούλου στην πιανιστική απόδοση των τραγουδιών. Μόνο το 1999, λίγο πριν την είσοδο στο millennium, με αφορμή την έκδοση του CD «Μάνος Χατζιδάκις 2000 ΜΧ» από τον «Σείριο», μάθαμε για πρώτη φορά πως ο συνθέτης είχε οραματιστεί για «Τα τραγούδια της αμαρτίας» μία διαφορετική και σαφώς πιο πλούσια ενορχήστρωση. Δανείζομαι απ’ την εν λόγω δισκογραφική έκδοση το εισαγωγικό σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι:

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ (Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος, 1992) στους φίλους μου Μ.Ρ. και Β.Δ.

Ένας κύκλος τραγουδιών για νεανική λαϊκή φωνή, ανδρική χορωδία και στρατιωτική μπάντα, πάνω σε ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γιώργου Χρονά. Η μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη του ’50, μεσ’ στη γοητεία των δρόμων και των περιοχών της, όπου ανθούσε η μεθυστική έλξη των σωμάτων, η ανεύρεση συντρόφων, το πάθος της ενοχής και του εξευτελισμού και τέλος η απελπισμένη μελαγχολία της επιστροφής στο σπίτι κατά τις πρώτες πρωινές ώρες.
Τραγουδιστής, χορωδία και στρατιωτική μπάντα, λοιπόν, ένα σχέδιο που παρέπεμπε σε ένα άλλο έργο του Χατζιδάκι, την «Εποχή της Μελισσάνθης», το οποίο κατάφερε να ολοκληρώσει έτσι όπως το’χε σχεδιάσει. Βρισκόμαστε, όμως, στο 1996 και όχι στο 1980. Ο ίδιος έχει φύγει απ’ τη ζωή και έχει σημασία να πούμε πως λίγο πριν το τέλος, ακόμα και ο Χατζιδάκις έπαψε να έχει την εύνοια των εταιρειών. Δεν είναι τυχαίο πως οι «Αντικατοπτρισμοί», ο τελευταίος εν ζωή δίσκος του, εξελληνισμός από τον Νίκο Γκάτσο των «Reflections» με ερμηνεύτρια την Αλίκη Καγιαλόγλου, πιθανώς να μην κυκλοφορούσαν ποτέ αν δεν εξασφαλιζόταν μια γενναία χορηγία προς τον συνθέτη και τον «Σείριο» του για το εν λόγω έργο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή:

Ο Μάνος Χατζιδάκις αγαπούσε ιδιαιτέρως τη Θεσσαλονίκη, όπως και τους ποιητές της. Είναι σίγουρο πως γνώριζε και εκτιμούσε την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μολονότι οι δρόμοι τους έσμιξαν πολύ αργά, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, πιθανώς και μέσα στη δεκαετία του ’80. Η μοναδική απόπειρα του Χατζιδάκι να μελοποιήσει έναν αμιγώς Θεσσαλονικιό ποιητή είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με τον «Επιτάφιο» του Τάκη Βαρβιτσιώτη (1916 – 2011).

Επρόκειτο για έναν κύκλο λυρικών τραγουδιών προορισμένο για τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου, στενού συνεργάτη τότε του συνθέτη, που έμεινε μόνο στις παρτιτούρες και δεν ηχογραφήθηκε ποτέ στην τελική του μορφή. Λέγεται πως ένας λόγος που ο «Επιτάφιος» των Χατζιδάκι – Βαρβιτσιώτη δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας οφειλόταν στο ότι την ίδια ακριβώς περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης δούλευε τον δικό του «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Ο Χατζιδάκις ευφυώς εγκατέλειψε το δικό του «project», αφού όλοι γνωρίζουμε πια τη θέση που κατέλαβε ο «Επιτάφιος» των Θεοδωράκη – Ρίτσου μέσα στην ιστορία του ελληνικού έντεχνου – λαϊκού τραγουδιού. Πόσο μάλλον, όταν ο Χατζιδάκις αυτοπροσώπως εκλήθη από τον Θεοδωράκη να ενορχηστρώσει το έργο με πρώτη ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, πάλι, όντας συνθέτης και ο ίδιος, δεν χαριζόταν εύκολα σε κανέναν άλλο συνθέτη. Σύμφωνα με τη συνέντευξη που μου’χε δώσει ο Χριστιανόπουλος, το «φλερτ» του με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει με τον δεύτερο να του λέει σε μία συνάντηση τους στην Αθήνα πως από τότε που τον «γνώρισε», ξέχασε τον Γκάτσο και «είναι μόνο Χριστιανόπουλος»! Διότι, η αλήθεια είναι επίσης πως ο Χριστιανόπουλος δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον ποιητή της «Αμοργού», όπως και πολλούς άλλους κορυφαίους ποιητές. Τον ενοχλούσε η εντονότατη ενασχόληση του Γκάτσου με τον στίχο και με τα τραγούδια, τα οποία θεωρούσε υποδεέστερα των ποιημάτων. Ενδεχομένως- κατά μία υποκειμενική εκτίμηση- ο Χριστιανόπουλος να αισθανόταν και μία ζήλια που ο ομότεχνος του, ο Γκάτσος, είχε λύσει κάπως το βιοποριστικό θέμα του, τόσο μέσα από την παραγωγή τραγουδιών, όσο και μέσα από τη σχέση ζωής που’χε αναπτύξει με τον Χατζιδάκι. Δεν θα περιμέναμε, βέβαια, ο Χριστιανόπουλος να γνώριζε πως οι Χατζιδάκις – Γκάτσος συχνά έμεναν άφραγκοι στην κυριολεξία, εφόσον φρόντιζαν να καλοπερνούν οι ίδιοι, μαζί και όσοι τους περιστοίχιζαν. Δανείζομαι τώρα τα λόγια του ποιητή από μία συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Πόθος», ένα από τα πρώτα gay free press στην Ελλάδα (Οκτώβριος 1996):

«Ο Γκάτσος ήταν μεγάλο όνομα, αλλά ενώ ξεκίνησε από καλός ποιητής, στο τέλος έγινε επαγγελματίας στιχουργός. Ζούσε δηλαδή από τα λεφτά που έπαιρνε από τα στιχάκια. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τα στιχάκια ενός επαγγελματία στιχουργού με ποίηση ζωντανή και με κάποια ποιότητα. Έτσι ο Χατζιδάκις πλήρωσε ως ένα σημείο τα επίχειρα του να ζει στην Αθήνα, την ελεεινή Αθήνα που καταστρέφει ταλέντα στο πι και φι».

Κατά τη γνώμη μου, στην πραγματικότητα δεν πρέπει να τον «χάλασε» καθόλου τον Χριστιανόπουλο που ο Χατζιδάκις προθυμοποιήθηκε να τον μελοποιήσει, εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – αρχές του ’90. Από τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του, αντιλαμβανόμαστε πως είχε αφήσει ελεύθερο τον συνθέτη να έκανε ότι ήθελε με τα ποιήματα του. Κι αν είχε ενστάσεις για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα – αναφέρομαι στη συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2013 – ίσως όλο το απώτερο νόημα να συνοψίζεται σε δυο λόγια του: «Πρώτα απ’ όλα τον αγαπώ και τον σέβομαι (σ.σ. τον Μάνο Χατζιδάκι) και για μένα ήταν μια μεγάλη τιμή».

Τα «προβλήματα» που πήραν στη συνέχεια τη μορφή μιας άτυπης κόντρας μεταξύ των δύο ανδρών ξεκίνησαν αμέσως μετά την έκδοση του δίσκου με «Τα τραγούδια της αμαρτίας», μετά το θάνατο του Χατζιδάκι, ερήμην του δηλαδή, και αιτία ήταν κάποιες δηλώσεις των συντελεστών στον Τύπο. Είχε, βέβαια, προηγηθεί μία απ’ τις τελευταίες εν ζωή συνεντεύξεις του Χατζιδάκι στο περιοδικό «ΗΧΟΣ», περί ομοφυλοφιλίας, μια και – κακά τα ψέματα – τα «Τραγούδια της αμαρτίας» αποτέλεσαν το πρώτο και φανερό «coming out» του συνθέτη μέσα απ’ τη συνεργασία του με τον Χριστιανόπουλο, έναν open gay ποιητή από εποχές ήδη πολύ δύσκολες στη χώρα μας για κάτι τέτοιο. Σε εκείνη τη συνέντευξη του ο Χατζιδάκις έλεγε πως επέλεξε ως ερμηνευτή τον Ανδρέα Καρακότα, έναν που δεν ήταν ομοφυλόφιλος, για να αποδώσει τα «ομοφυλοφιλικά» σε περιεχόμενο μελοποιημένα ποιήματα. Στον Χριστιανόπουλο δεν άρεσε η δήλωση αυτή, γι’ αυτό και στη συνέντευξη του στο περιοδικό «Πόθος», τοποθετήθηκε ως εξής:

«Υποψιάζομαι πως σημαίνει κάποια φοβία για τις πιέσεις και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Φοβούμαι δηλαδή ότι ο Χατζιδάκις κατά κάποιο τρόπο ήθελε να φανεί ότι αυτά προσπαθεί να τα ξεπεράσει και να αγκαλιάσει όλο το κοινωνικό σύνολο. Πάντως, αυτή τη φράση του τη βρίσκω για μένα προσβλητική».

Να ήξερε άραγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ότι την ίδια στιγμή που ο ίδιος τριγύρναγε στα πάρκα του Βαρδάρι, ως νέος, ο Μάνος Χατζιδάκις έβαζε πέτρες μεσ’ στα παπούτσια του για να μην «κουνιέται» στο δρόμο και να μην τρώει bullying; Να ήξερε, ακόμη, πως – όπως μου’χε εκμυστηρευθεί ο Νίκος Κούνδουρος – ο Χατζιδάκις περπατούσε έξω και όλο και κάποιος κακοήθης θα του φώναζε ένα κοροϊδευτικό «Έι, ψιτ, καλέ»; Ή μήπως αυτά ήταν ψιλά γράμματα για έναν gay καλλιτέχνη που πήρε τα ρίσκα του και τελικά δικαιώθηκε αναφορικά με τη φύση του έργου του; Σήμερα, πάντως, μπορώ να δώσω άφεση αμαρτιών και στους δύο, εφόσον μιλάμε για τα «Τραγούδια της αμαρτίας» κιόλας.

Η κατάσταση «επιδεινώθηκε» με τις δηλώσεις, όπως είπαμε, των υπόλοιπων συντελεστών του δίσκου, όταν ο Χατζιδάκις είχε φύγει απ’ τη ζωή. Κυρίως με μία δήλωση της Ντόρας Μπακοπούλου στον Τύπο, ότι η ίδια και ο τραγουδιστής Ανδρέας Καρακότας, αν και «ετεροφυλόφιλοι που δεν έχουν σχέση μ’ αυτά, από λατρεία στον Χατζιδάκι δέχτηκαν να ”υποχωρήσουν” και να ερμηνεύσουν τα τραγούδια». Δεν έχω διαβάσει μέχρι σήμερα τη δήλωση της Μπακοπούλου, όπως δημοσιεύθηκε στον Τύπο (πιθανώς στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»), εδώ όμως μπορώ να καταλάβω τον Χριστιανόπουλο, που πέρασε γενεές δεκατέσσερις στη συνέντευξη του στον «Πόθο», τόσο τη Ντόρα Μπακοπούλου, όσο και τον Ανδρέα Καρακότα, κατηγορώντας τους ουσιαστικά για ομοφοβία. Μεταξύ μας τώρα, έχοντας γνωρίσει και τους δύο και μην προσπαθώντας αυτή τη στιγμή να τους δικαιολογήσω, δεν πιστεύω πως πρόκειται για ομοφοβικούς ανθρώπους – το αντίθετο, θα έλεγα. Για τον Καρακότα ειδικά, ο Χριστιανόπουλος είχε πει τα εξής:

«Είναι άτομο χωρίς προσωπική γνώμη και αντίληψη, απλούστατα κάτι πήρε το αυτί του περί ομοφυλοφιλίας και είπε κι αυτός λογάκια που κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνουν τα λόγια της Μπακοπούλου». Ο γνωστός «καλός» πικρόχολος Χριστιανόπουλος, λέω εγώ τώρα, αν και- όπως είπα πριν- εν προκειμένω είχε το δίκιο με το μέρος του. Στο σημείο αυτό, επισυνάπτω ένα μεγάλο απόσπασμα από τη συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο τραγουδιστής Ανδρέας Καρακότας τον Απρίλιο του 2019 για το koutipandoras.gr:

Φαίνεται σαν τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» να προέκυψαν από ένα πείσμα του Χατζιδάκι. Τι γινόταν, όμως, με τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου; Τα είχε ήδη δουλέψει;

Θα σας πω πώς δούλευε ο Χατζιδάκις. Του άρεζε κάτι, ένα μικρό λογοτεχνικό έργο, ένας στίχος. Το έπαιρνε και το διάβαζε. Το μάθαινε και άφηνε μετά μέσα του να δημιουργηθεί η ανάγκη της σύνθεσης, της μελοποίησης. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και έναν ολόκληρο χρόνο! Μου είπε κάποια στιγμή: «Αυτό το πράγμα με τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου αρχίζει και βράζει τόσο πολύ μέσα μου που δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ. Ξυπνάω μες τη νύχτα κι αρχίζω και γράφω»! Ίσαμε τότε είχε απλά αποφασίσει ότι θα μελοποιήσει τον Χριστιανόπουλο, δεν είχε αρχίσει όμως να συνθέτει. Έχει, λοιπόν, μπροστά του ο Χατζιδάκις λευκή παρτιτούρα και γράφει, εγώ τραγουδάω, αυτός γράφει και στο τέλος μού παραδίδει το ντεμάκι, ας το πούμε έτσι.

Τις έχετε, αλήθεια, αυτές τις δύο πρώιμες ηχογραφήσεις;

Τις έχω, βέβαια, σωσμένες σε όλα τα ηχητικά formats. Έκτοτε, το υπόλοιπο υλικό γράφτηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια. Με φώναζε, κατέβαινα απ’ τη Θεσσαλονίκη, καθόμασταν δίπλα – δίπλα στο πιάνο και συνέθετε εκείνη τη στιγμή. Δέκα δηλαδή απ’ αυτά τα τραγούδια τα έγραψε μπροστά μου. Μεταξύ αυτών, και την «Ωδή (Νεαρέ γιε του μπακάλη)» που ήταν ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά.

Πείτε μου κάτι άλλο: Πως ήταν για έναν ετεροφυλόφιλο, όπως εσείς, να ερμηνεύει κατ’ εξοχήν γκέι μελοποιημένη ποίηση;

Καθόλου δεν μ’ ενοχλούσε. Είχα αρχίσει πια να καταλαβαίνω με ποιον είχα να κάνω και τη μουσική του την ίδια. Τον θαύμαζα τον Χατζιδάκι, τον είχα εξιδανικεύσει και μάλιστα αυτή την εικόνα δεν την έχω χάσει. Δεν το πήρα ως «γκέι έργο». Μόνο δυο – τρία τραγούδια, νομίζω, έχουν ξεκάθαρα τέτοια θεματική. Αν εξαιρέσεις δηλαδή το «Μη βάζεις σε παρακαλώ αρώματα» και το «Σονέτο», όπου εκεί μιλάει καθαρά για ομοφυλοφιλικό έρωτα, τα άλλα μπορούν να απευθύνονται και σε στρέιτ ερωτευμένους ή πικραμένους. Δεν είχα ποτέ, ούτως ή άλλως, ομοφοβικές τάσεις. Και στο περιβάλλον του Μάνου, αλλά και εδώ στη Θεσσαλονίκη είχα πολλούς φίλους γκέι. Τι πρόβλημα νά’χω με τους ανθρώπους;

Πάντως, σύμφωνα με συνέντευξη του ίδιου του Χατζιδάκι στο περιοδικό ΗΧΟΣ εκείνων των χρόνων, ήθελε έναν τραγουδιστή που να μην είναι ομοφυλόφιλος για να αποδώσει τα ομοφυλοφιλικά του τραγούδια.

Μα ακριβώς! Όπως έλεγε κι ο ίδιος, δεν έκανε τραγούδια για ομοφυλόφιλους. Ήθελε να κάνει ερωτικά τραγούδια, όπως τα πίστευε αυτός. Βρήκε κάποια καταπληκτικά, πραγματικά, ποιήματα του Χριστιανόπουλου, λιτά και απέριττα, με πανέμορφες εικόνες και νοήματα. Ήταν ένα έργο που το ετοιμάζαμε τέσσερα χρόνια, από το ’90 έως το ’94 που πέθανε. Μάλιστα, μου είχε πει: «Μην ανησυχείς, και να ”φύγω” εγώ, έχω δώσει εντολή και τα πράγματα θα γίνουν όπως τα θέλουμε»…Όταν πέθανε ο Μάνος, έγινε τόσο γρήγορα η κηδεία που δεν πρόλαβα καν να παραστώ. Έφτασα απόγευμα στην Αθήνα και πέρασα από το σπίτι να συλλυπηθώ τον Γιώργο. Την ώρα που με ξεπροβόδιζε στην πόρτα, μου είπε το ίδιο: «Μην ανησυχείς, τα τραγούδια αυτά είναι κληρονομιά σου και θα γίνουν έτσι όπως τό’θελε ο Μάνος». Το λέω αυτό για να καταλάβετε πόσο «εντός» μου αισθανόμουν το έργο που το έζησα εν τη γενέσει του και που ψιθύριζα τα τραγούδια στη σκοπιά ως φαντάρος.

Θα ήθελα να μου μιλήσετε τώρα για τη σχέση Χριστιανόπουλου – Χατζιδάκι, όπως εσείς τη ζήσατε.

Ο Χατζιδάκις έκανε ένα έργο ερήμην του Χριστιανόπουλου. Πήρε ποιήματα από’ να βιβλίο του και τα έκοψε – τα έραψε, έκανε ένα κολάζ. Ο Χριστιανόπουλος φυσικά εξοργίστηκε! Με πάει ο Κουγιουμτζής, που ήταν παιδικοί φίλοι, να τον συναντήσω πρώτη φορά…Με είχε προϊδεάσει κιόλας, «Είναι λίγο ευερέθιστος, απότομος, αλλά να μην εκπλαγείς»…Πήγαμε απ’ τη θρυλική «Διαγώνιο», στην Εγνατία. Αυτό πρέπει νά’γινε το ’91 – ΄92 που δούλευα με τον Κουγιουμτζή σε συναυλίες (σ.σ. μιμείται τη φωνή του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Με πήρε τηλέφωνο ο Μάνος Χατζιδάκις και μου είπε ότι θα μελοποιήσει έναν ποιητή από τη Θεσσαλονίκη και ότι θα τραγουδήσει τα τραγούδια ένας νεαρός όμορφος τραγουδιστής από τη Θεσσαλονίκη. Δεν μου είπε βέβαια ποιος ειν’ αυτός ο ποιητής κι εσείς δεν είστε καθόλου όμορφος»…) Δεν με πείραξε καθόλου αυτό που είπε, αφού ο τρόπος που χειριζόταν το λόγο, τη γλώσσα, ήταν κάτι το συγκλονιστικό! Ένιωσα εξαιρετικά αμήχανα, αλλά είχα απέναντι μου ένα τέρας των γραμμάτων και έναν πανέξυπνο άνθρωπο. Φαινόταν ότι κρατούσε σε απόσταση έναν πιτσιρικά. Μάλιστα η πρώτη παρουσίαση κάποιων από τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» έγινε εδώ, στην «Αίγλη», το 1992, με μένα και με τον Καζάκη στις ενορχηστρώσεις με την έγκριση φυσικά του Χατζιδάκι. Τό’χα ζητήσει εγώ του Μάνου, «κάντε τα» μου είπε κι έτσι είχαν παρουσιαστεί τέσσερα τραγούδια. Εκεί κάλεσα τον Χριστιανόπουλο και την ώρα που φεύγει, τρέχω ξοπίσω του, αλλά μου λέει ένας: «Μην πας να τον δεις καλύτερα» (γέλια). Πήγα τελικά, τι τό’θελα; «Δεν μου άρεσε ο τρόπος που ο Χατζιδάκις μελοποίησε τους στίχους μου κι εσύ δεν είσαι καλός τραγουδιστής, να πας να κάνεις μαθήματα»! Μετά από δυο μέρες, όμως, μου τηλεφώνησε: «Ξέρεις, Ανδρέα, ήμουν σκληρός μαζί σου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πλήρη εικόνα και δεν την ξέρω τη μουσική» – μαλακίες, ήξερε πολύ καλά, ήθελε απλά να μειώσει τη μεταξύ μας απόσταση. Μου ζήτησε τα τραγούδια να τα ξανακούσει, του έστειλα την κασέτα και μετά μου ξανατηλεφώνησε: «Όχι, είναι καλά, μου αρέσουν»…Από τότε μιλούσαμε πιο τακτικά και συναντιόμασταν περιστασιακά.

Μεταφέρατε στον Χατζιδάκι όλη αυτή τη φάση με τον Χριστιανόπουλο;

Όχι, δεν του είπα ποτέ τίποτα.

Από συστολή;

Ε ναι, τι να τού’λεγα, ότι δεν άρεσαν στον ποιητή οι μελοποιήσεις του; Αφού για μένα, από τότε, ήταν συγκλονιστικά τα τραγούδια αυτά.

Από την παραπάνω καταγεγραμμένη συνομιλία με τον Καρακότα, γίνεται σαφές πως ο Χριστιανόπουλος ήταν εξ αρχής αρνητικός με τη μελοποίηση των ποιημάτων του από τον Χατζιδάκι, αν και μετά τα «μάζευε», όπως συνήθιζε και με όλες τις εμπρηστικές απόψεις – δηλώσεις του. Ένα άλλο σημαντικότατο στοιχείο που εξώθησε τον Χατζιδάκι στην ολοκλήρωση του έργου αυτού ήταν και η εμπλοκή του σκηνοθέτη – χορογράφου Δημήτρη Παπαϊωάννου με την παράσταση «Ενός λεπτού σιγή» με την Ομάδα Εδάφους. Στο σημείο αυτό δανείζομαι τα λόγια του ίδιου του Παπαϊωάννου από συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει τον Δεκέμβριο του 2010 για το περιοδικό «Δίφωνο»:

Σας είχε προτείνει ο ίδιος ο συνθέτης τη δημιουργία της παράστασης που τελικά ανέβηκε ένα χρόνο μετά το θάνατο του;

Ναι, φυσικά. Ο Χατζιδάκις είχε έρθει κι είχε δει μια παράσταση που λεγόταν «Φεγγάρια». Την είχαμε ανεβάσει με την Ομάδα Εδάφους στην κατάληψη και, όπως μου εξομολογήθηκε εκ των υστέρων, είχε έρθει διότι του’χαν πει πως εκεί χόρευε ένας χορευτής, ο οποίος θα ήταν ο κατάλληλος για την πρώτη παρουσίαση των «Τραγουδιών της αμαρτίας». Μετά την παράσταση, λοιπόν, ο Χατζιδάκις πέρασε από τα καμαρίνια για συγχαρητήρια και ζήτησε το τηλέφωνο μου. Με κάλεσε σπίτι του και μου εκμυστηρεύθηκε ότι σας είπα. Προς μεγάλη μου συγκίνηση, χαρακτηριστικά είχε πει: «Ήρθα γι’ αυτό το σκοπό, αλλά τώρα θέλω να δώσω σε σένα αυτά τα τραγούδια και να κάνεις ότι θέλεις. Αν χρειάζεσαι να γράψεις κι άλλη μουσική, πες μου και θα το κάνω». Έτσι αρχίσαμε να ετοιμάζουμε το project. Όλα έγιναν στις αρχές του 1990. Μετά ο Χατζιδάκις αρρώστησε, «έφυγε» και το θεώρησα ασέβεια ν’ ανέβει η παράσταση. Αφού πέρασε ένας χρόνος, σε συνεννόηση με τον γιο του, η ιδέα αναθερμάνθηκε. Δεν μπορούσα όμως να μη συμπεριλάβω κι ένα κομμάτι σαν θρήνο για την έξαρση θανάτων εκείνη την περίοδο από τον ιό HIV. Το είχα πει και στον ίδιο τον Χατζιδάκι, αφού δεν θα μπορούσα διαφορετικά να φέρω στο σήμερα την ερωτική, συχνά κλειστοφοβική αυτή ατμόσφαιρα. Είχε συμφωνήσει απόλυτα. Πρότεινα στον πολύ στενό τότε συνεργάτη μου, τον Γιώργο Κουμεντάκη, να συνθέσει το πρώτο μέρος της παράστασης, το «Ενός λεπτού σιγή». Διαχωρίσαμε τελείως τα δύο μέρη: Η παράσταση ξεκινούσε με το θάνατο, το requiem για «το τέλος του έρωτα» και κατέληγε στη ζωή, δηλαδή τα «Τραγούδια της αμαρτίας».

Για την ιστορία να πούμε ότι και πάλι ο Μάνος Χατζιδάκις δεν αξιώθηκε να δει την παράσταση του Παπαϊωάννου και της Ομάδας Εδάφους με το έργο του. Η παράσταση ανέβηκε το 1995 μεσ’ στο παλιό εργοστάσιο της ΔΕΗ με πιανίστα τον Κώστα Παπαδάκη και με τραγουδιστή τον, νεοφερμένο από την Κύπρο Δώρο Δημοσθένους, εξ αιτίας του ότι ο Ανδρέας Καρακότας, ο αρχικός ερμηνευτής, έκανε εκείνο τον καιρό τη στρατιωτική του θητεία. Ήταν ακριβώς η ίδια περίοδος που ο Γιώργος Χατζιδάκις κάλεσε τη Ντόρα Μπακοπούλου, βάζοντας μπροστά στην ουσία τη δισκογράφηση των «Τραγουδιών της αμαρτίας». Να τι μου είχε πει η πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου σε συνέντευξη της, τον Σεπτέμβριο του 2013:

Για τα «Τραγούδια της αμαρτίας» μου ‘χε πρωτομιλήσει ο ίδιος ο Μάνος, ότι έγραψε ένα έργο που του άρεσε πολύ, σε ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μετά άκουσα έναν εξαιρετικό πιανίστα, τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη, να παίζει αυτά τα τραγούδια με την Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Όταν μου τηλεφώνησε ο Γιώργος Χατζιδάκις, έχοντας πια φύγει απ’ τη ζωή ο Μάνος, και μου ζήτησε να αναλάβω τη δουλειά, του εξήγησα πως είχα ακούσει αυτό το παιδί να παίζει ωραιότατα τα τραγούδια. «Ναι, αλλά ήταν επιθυμία του Μάνου να τα παίξεις εσύ». Ανέλαβα τη δουλειά με μεγάλη χαρά και συγκίνηση και σήμερα δηλώνω ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα της δισκογράφησης. Αρχικά, ο Μάνος το φανταζόταν αλλιώς ενορχηστρωτικά το έργο, αλλά μετά υιοθέτησε την εκδοχή πιάνο-φωνή που κάναμε με τον εξαίρετο Ανδρέα Καρακότα. Τα περισσότερα κομμάτια είχαν παρτιτούρες από τα χεράκια του Χατζιδάκι και μόνο σε δύο παρενέβη δημιουργικά ο Νίκος Κυπουργός.

Κάπως έτσι τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και η Μπακοπούλου με τον Καρακότα, απόντος πια του Χατζιδάκι και με την αρωγή του μαθητή του, Νίκου Κυπουργού, μπήκαν στο στούντιο και έγραψαν τα «Τραγούδια της αμαρτίας». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καρακότα, ο Γιώργος Χατζιδάκις λίγο μετά του έδωσε μία επιταγή ύψους ενάμισι εκατομμύριο δραχμές να την παραδώσει ως αμοιβή στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο ποιητής τη δέχτηκε, αφού ήταν «ένα θεϊκό ποσό για την εποχή, ενόσω ο ίδιος ζούσε με μια ψωροσύνταξη». Από τον Καρακότα, αντλούμε και κάποια επιπλέον σημαντικά στοιχεία για την ηχογράφηση του έργου. Δανείζομαι και πάλι δικά του λόγια από τη συνέντευξη μας για το koutipandoras.gr:

Στην αρχή ήταν να τα ενορχηστρώσει ο Κυπουργός. Ο Χατζιδάκις είχε κάποιες ενορχηστρωτικές ιδέες που τις είχε πει και σε μένα, τα ήθελε με στρατιωτική μπάντα, ένα κουαρτέτο, μια χάλκινη μπάντα, ένα μπουζούκι, μια φυσαρμόνικα, όπως και το «Ειδύλλιο» του Ζίγκφριντ να πηγαίνει και νά’ρχεται μες τα κομμάτια. Νομίζω είχε προλάβει να ενορχηστρώσει το «Γαϊδουράκι» που κάποια στιγμή τραγούδησε ο Βασίλης Γισδάκης σε μία εκδήλωση για τον Μάνο στο Μέγαρο. Ο Κυπουργός δεν πίστευε ότι μπορεί να το φέρει εις πέρας και το παράτησε κι έτσι κινηθήκαμε βάσει των ηχογραφήσεων από τις κασέτες για πιάνο – φωνή. Με τη Ντόρα Μπακοπούλου δέσαμε πάρα πολύ, γιατί είμαστε κι οι δυο χατζιδακικοί κι αγαπούσε πολύ τον Μάνο. Το γράψαμε σχεδόν μια κι έξω το έργο, είχαμε απόλυτη σύμπνοια.

Μαζί με τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αποφασίσει να συμπεριλάβει κι ένα μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Χρονά, ενός νεότερου ποιητή που εκτιμούσε πολύ και που είχε μελοποιήσει ξανά στο παρελθόν. Ακολουθεί καταγραφή μιας τηλεφωνικής συνομιλίας που είχα με τον Χρονά την Τετάρτη 12 Αυγούστου του 2020:

Εγώ μπήκα «σφήνα» στο δίσκο. Ο Χατζιδάκις είχε διαβάσει μια ποιητική συλλογή μου, που του άρεσε, και αποφάσισε να μελοποιήσει την «Ωδή», που έγινε γνωστή ως «Νεαρέ γιε του μπακάλη». Βέβαια, στον Χριστιανόπουλο δεν πολυάρεσε η ιδέα να βάλει έναν άλλο ποιητή δίπλα του ο Χατζιδάκις. Μου το’χε πει και μένα δηλαδή εφόσον κάναμε στενή παρέα. Κάποια στιγμή, μου τηλεφώνησε ο Χατζιδάκις ρωτώντας με αν μπορούσε να αλλάξει κάποιες λέξεις, εφόσον δεν του «έβγαινε» καλά η μελοποίηση. «Εσείς ξέρετε όλη την ποίηση, κύριε Χατζιδάκι! Ρωτάτε εμένα; Κάντε ότι θέλετε» ήταν η απάντηση μου. Δεν θεωρώ ότι ο Χατζιδάκις έβαλε το δικό μου ποίημα ως «gay» δίπλα στα ποιήματα του Χριστιανόπουλου. Αυτές είναι αμερικανιές, «gay» κλπ. και δε θέλω να έχω καμία σχέση με Αμερικές και Ολλανδίες. Στο δικό μου ποίημα δεν μιλάω για τον έρωτα, όπως κάποιοι εννοούν, αλλά για τον έρωτα των αγαλμάτων! Εγώ η δήλωση που είχα κάνει είναι πως «δεν είμαστε ομοφυλόφιλοι, αλλά άνθρωποι κανονικοί, όπως όλοι, που χαίρονται τον έρωτα». Η Μπακοπούλου, πάλι, είχε δηλώσει πως «εμείς είμαστε ετεροφυλόφιλοι». Ούτε αυτό μου’χε αρέσει και το’χα πει δημοσίως, συμφωνώντας με τον Χριστιανόπουλο. Σε εσάς διάβασα πως ο Χριστιανόπουλος πληρώθηκε για το δίσκο, όπως σας το εξομολογήθηκε ο Καρακότας, σε μένα πάντως ο Χριστιανόπουλος είχε εκμυστηρευθεί πως ουδέποτε πήρε πεντάρα τσακιστή από τις μελοποιήσεις που του γίνονταν! «Δεν πήρα ποτέ λεφτά ούτε απ’ το ποίημα μου που μελοποίησε ο Σαββόπουλος το ’60» τον θυμάμαι να μου λέει! Και, να ξέρετε, ο Χριστιανόπουλος ήταν πολύ δεκτικός στις μελοποιήσεις, όσο κι αν γκρίνιαζε, όπως και με τα «Τραγούδια της αμαρτίας». Όποιος του τηλεφωνούσε για να του έλεγε πως θα βάλουν κάποιο τραγούδι του σε μια συλλογή, λόγου χάριν, απαντούσε «Κάντε ότι θέλετε»…

Αυτό ήταν το ιστορικό των «Τραγουδιών της αμαρτίας» που σηματοδότησαν τη μοναδική καλλιτεχνική συνεύρεση του Μάνου Χατζιδάκι με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο υπότιτλος που τους δόθηκε από τον συνθέτη ήταν «Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος», φράση την οποία ο ποιητής θεώρησε όχι ιδιαίτερα πετυχημένη ώστε να έμπαινε τίτλος στις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την Ομάδα Εδάφους, απόντος του Χατζιδάκι. Πέρα απ’ όσα γράφτηκαν και «ακούστηκαν» στο μεγάλο αυτό αφιέρωμα, δεν παύουν ν’ αποτελούν ένα απ’ τα πιο λυρικά και ευαίσθητα έργα μέσα στη χατζιδακική εργογραφία με τον ακροατή να ανατριχιάζει από συγκίνηση σε κομμάτια σαν το «Ενός λεπτού σιγή» και το «Σαν τους αριστερούς (Κατατρεγμένοι)». Η Ντόρα Μπακοπούλου έβαλε τη σφραγίδα της στην πιανιστική απόδοση τους – το ίδιο και ο Ανδρέας Καρακότας, που δούλεψε για μία τετραετία με τον συνθέτη και αναδείχτηκε στον ιδανικό λυρικό και λαϊκό ταυτόχρονα ερμηνευτή των τραγουδιών. Τελικά, ερήμην μάλλον των συντελεστών, ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, ο δίσκος αυτός αποτελεί ένα «gay anthem» της νεοελληνικής αντίστοιχης κουλτούρας και παραμένει σημείο αναφοράς στη μοναδική επίσης συνεργασία του συνθέτη με έναν άλλο ποιητή – στιχουργό πέραν του Νίκου Γκάτσου.

 

Ετικέτες