Το καλαίσθητο λεύκωµα «Αθήνα. ∆ιακόσια χρόνια. ∆ιακόσια κτίρια» και η οµότιτλη αρχιτεκτονική έκθεση στο Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος (9-12/12) στάθηκαν οι αφορµές για να συναντήσουµε τον αρχιτέκτονα Μανώλη Αναστασάκη, επιµελητή της έκδοσης, για να µιλήσουµε για την οικιστική ιστορία της πόλης που άλλοτε µας φαντάζει αποκρουστικά τερατώδης και άλλοτε συναρπαστικά οµοιογενής.
Με ποιον τρόπο µια ιστορικής βαρύτητας πολίχνη µετά την απελευθέρωση εξελίχτηκε οικιστικά για να αναδειχτεί σε διοικητικό κέντρο του ελληνικού κράτους;
∆ιαθέτουµε πληροφορίες για την Αθήνα προς το τέλος της Τουρκοκρατίας κυρίως από κείµενα και απεικονίσεις περιηγητών. Ο πληθυσµός της υπολογίζεται περίπου σε 10.000, µέγεθος που για την εποχή κατατάσσει την πόλη ως την κυριότερη της Στερεάς Ελλάδας αλλά και ως σηµαντική πόλη των Βαλκανίων. Η οικιστική της οργάνωση, η οποία εκτεινόταν στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, χαρακτηριζόταν από στενά και ακανόνιστα δροµάκια µε φτωχικά σπίτια. Οι πολεµικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της επανάστασης άφησαν την πόλη σε ερειπιώδη κατάσταση.
Η ανοικοδόµηση ξεκινά ουσιαστικά το 1830 µε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους στο Λονδίνο. Ηδη το 1831 εγκαθίστανται σε αυτήν οι αρχιτέκτονες Σταµάτης Κλεάνθης και Εντουαρντ Σάουµπερτ, στους οποίους το 1832 ανατίθεται η εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών. Σηµαντικός σταθµός για την ιστορία της πόλης είναι η ανακήρυξή της το 1834 σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Με αναθεωρηµένο το πολεοδοµικό σχέδιο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε ξεκινάει πλέον το 1834 η ταχύρρυθµη ανοικοδόµησή της. Η Αθήνα οικοδοµείται πλέον ως νέα πόλη µε νέα ταυτότητα και πολεοδοµικό σχέδιο του οποίου οι χαράξεις αντανακλούν την επικρατούσα για την εποχή νεοκλασική – ροµαντική πολεοδοµία. Από τη ρυµοτοµία τού προ της απελευθέρωσης οικισµού διασώζονται µεγάλα τµήµατα στην περιοχή της Πλάκας και µικρότερα τµήµατα σε παραπλήσιες γειτονιές όπως του Μοναστηρακίου.
Για ποιους λόγους εξακολουθούµε να θεωρούµε την αρχιτεκτονική υλοποίηση του κλασικισµού στην Αθήνα ανυπέρβλητου κάλλους;
Η Αθήνα οικοδοµείται ως πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους την περίοδο κατά την οποία είναι ώριµο στην Ευρώπη το αρχιτεκτονικό ρεύµα του κλασικισµού. Είναι λοιπόν αναµενόµενο η αρχιτεκτονική των νέων κτιρίων να ακολουθεί το διεθνές ρεύµα της εποχής, πόσο µάλλον όταν πρόκειται για αναβίωση προτύπων από το ιστορικό παρελθόν της χώρας. Τα πρώτα µεγάλα δηµόσια κτίρια καθίστανται αµέσως υποδείγµατα όχι µόνο για τα επόµενα σηµαντικά κτίρια της πόλης αλλά και για τα σπίτια των µεσαίων και των λαϊκών στρωµάτων. Η αναβάπτιση στα κλασικά πρότυπα από εξέχοντες αρχιτέκτονες οδηγεί στην εµφάνιση ενός ιδιαίτερου αθηναϊκού κλασικισµού υψηλής αρχιτεκτονικής ποιότητας.
Υπάρχει η αίσθηση ότι µε την πάροδο των χρόνων τα αθηναϊκά κτίρια –και γενικώς αυτά του ελλαδικού χώρου– πάσχουν από έλλειψη αισθητικής. Θεωρείτε ότι έχει βάση η παραπάνω διαπίστωση;
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα τα διάφορα αρχιτεκτονικά ρεύµατα περιλάµβαναν στη διαµόρφωση των όψεων των κτιρίων στοιχεία διάκοσµου, είτε αυτός αναφερόταν στην ιστορία είτε όχι. Το µοντέρνο κίνηµα, το οποίο εκφράζεται στην Αθήνα από τον µεσοπόλεµο και µετά, απορρίπτει τους ιστορικούς δεσµούς µε το παρελθόν αφαιρώντας τον διάκοσµο και προτάσσοντας τις καθαρές γεωµετρικές φόρµες. Είναι πιο εύκολο να χαρακτηρίσουµε ένα κτίριο «ωραίο» όταν εµπεριέχει οικείες µορφολογικές αναφορές. Είναι δε πολύ πιο εύκολο ένα κτίριο χωρίς διάκοσµο αλλά και χωρίς συνθετική ποιότητα να το χαρακτηρίσουµε «άσχηµο». Η µοντέρνα αρχιτεκτονική έχει να επιδείξει εξαίρετα δείγµατα κτιρίων.
Για την Αθήνα αναφέρω ενδεικτικά το Χίλτον και την αµερικανική πρεσβεία. Η αχίλλειος πτέρνα της µοντέρνας αρχιτεκτονικής είναι η λιτότητα στη µορφολογική επεξεργασία των όψεων, η οποία όταν δεν συνοδεύεται από συνθετική ποιότητα καταλήγει σε ένα πολύ φτωχό αισθητικά αποτέλεσµα. Η µεταπολεµική, µοντέρνου ύφους ανοικοδόµηση των ελληνικών πόλεων συνέπεσε µε µια οµοιόµορφη και εργολαβική κατασκευή του τύπου της πολυκατοικίας. Τα τελευταία όµως χρόνια ο τύπος της πολυκατοικίας επανεξετάζεται µε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσµατα.
Η ανάγκη στέγασης του πληθυσµού της πρωτεύουσας µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η ταχύτατη πολυκατοικιοποίηση µετά τον Εµφύλιο λειτούργησαν σε βάρος της αστικής αισθητικής;
Σε περιόδους ταχείας ανάπτυξης µιας πόλης είναι αναµενόµενο να διαπιστώνουµε µια τυποποίηση στην κατασκευή. Στην περίπτωση της Αθήνας αλλά και των άλλων ελληνικών πόλεων η αστικοποίηση πραγµατοποιήθηκε µε περιορισµένο κεφάλαιο και στο πλαίσιο της µικρής ιδιοκτησίας. Αυτό ήταν το σύστηµα της αντιπαροχής, το χαρακτηριστικό στοιχείο της µεταπολεµικής αστικής ανάπτυξης. Εξετάζοντας µεµονωµένα την κάθε πολυκατοικία, η πλειονότητά τους δεν διεκδικεί δάφνες αρχιτεκτονικής ποιότητας.
Εξετάζοντάς τες όµως ως ένα σύνολο κατασκευών οι οποίες συνθέτουν εν πολλοίς το αστικό περιβάλλον, τότε ανάγονται σε χαρακτηριστικό στοιχείο µιας πόλης, συγκροτούν δηλαδή την αστική ταυτότητά της. Η Αθήνα από αυτή την άποψη έχει πολύ ισχυρή αστική ταυτότητα, η οποία δηµιουργήθηκε µεταπολεµικά. Οι ξένοι αρχιτέκτονες που επισκέπτονται την Αθήνα εντυπωσιάζονται από την οµοιογένεια του αστικού της περιβάλλοντος και από το ότι είναι µια πόλη φιλική και εξωστρεφής.
Η περίοδος που διανύουµε δεν χαρακτηρίζεται από την επικράτηση ενός δόγµατος ή ενός µορφολογικού ύφους στην αρχιτεκτονική. Πολλαπλές ευαισθησίες και πολλαπλές εκφραστικές δυνατότητες συνυπάρχουν και οι αρχιτέκτονες δοκιµάζονται περισσότερο στη βάση της συνθετικής τους ικανότητας. Μπορούµε να αναφέρουµε κάποιες γενικές κατευθύνσεις, τις οποίες όµως ο κάθε αρχιτέκτονας µπορεί να επιλέξει και να εκφράσει µε τον δικό του τρόπο. Εχει αναχθεί πλέον σε απαίτηση ο σχεδιασµός πράσινων κτιρίων και το οπλοστάσιο του αρχιτέκτονα είναι µακράν ισχυρότερο από την απλή τοποθέτηση φωτοβολταϊκών πάνελ. Οι πράσινες όψεις και τα φυτεµένα δώµατα είναι κάποιες από τις δυνατότητες. Οι κατασκευές από µεταλλικό σκελετό έρχονται ξανά στο προσκήνιο µε νέες δυνατότητες οι οποίες ενσωµατώνουν βιοκλιµατικές παραµέτρους. Οι δυναµικές όψεις επιτρέπουν τόσο τον συνθετικό χειρισµό της επιδερµίδας του κτιρίου όσο και τον έλεγχο των περιβαλλοντικών συνθηκών.
Στις πόλεις οι επεµβάσεις τύπου «αστικού βελονισµού» µεγιστοποιούν το κοινωνικό κέρδος. Ο δηµόσιος χώρος επανεξετάζεται και προσφέρεται σε όλους. Οι παραπάνω τάσεις ακολουθούνται και στη χώρα µας και πολλές από τις εφαρµογές τους είναι δίπλα µας. Το µεγάλο πάντως εργοτάξιο προκύπτει να είναι λόγω µεγέθους και σηµασίας το Ελληνικό. Από όσα έχουν δηµοσιευτεί διαφαίνεται ότι στον γενικό του σχεδιασµό έχει περγαµηνές ποιότητας. Το µεγάλο στοίχηµα είναι ο δηµόσιος χώρος να είναι δηµόσιος για όλους, πράγµα το οποίο αποτελεί κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας. Να µη δηµιουργηθούν δηλαδή περιοχές κατοικίας για ένα ορισµένο κοινό µε φρούρηση σεκιουριτάδων όπου η πρόσβαση είναι ελεγχόµενη και ο χώρος καθίσταται ηµιδηµόσιος.
Εν κατακλείδι, η Αθήνα σήµερα είναι όµορφη πόλη ως προς την κτιριακή της διαµόρφωση;
Η Αθήνα, εννοώντας το αστικό συγκρότηµα, έχει δηµιουργήσει µια διακριτή αστική ταυτότητα και αυτή είναι η οµορφιά της. Μπορεί δε να καταστεί πολύ πιο όµορφη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες εάν επενδύσει στην ανάπτυξη πράσινων περιοχών (είναι η πόλη µε το λιγότερο αναλογικά πράσινο ανά επιφάνεια στην Ευρώπη), την αναβάθµιση του δηµόσιου χώρου (πλατείες, πεζόδροµοι, ποιότητα αστικού εξοπλισµού), την ακτογραµµή της και τη σύνδεσή της µε τη θάλασσα, καθώς και σε στοχευµένες µικρές επεµβάσεις «αστικού βελονισµού» στις γειτονιές της.
Ποια κτίρια ξεχωρίζετε εσείς προσωπικά από αυτά που καταγράφονται στο βιβλίο και γιατί;
Στο βιβλίο δεν καταγράφονται τα 200 κτίρια στη βάση κάποιας βαθµολογικής κλίµακας αξιολόγησης. Θα επιλέξω όµως ένα κτίριο από καθεµία από τις πέντε χρονικές περιόδους παρουσίασης των κτιρίων στο βιβλίο. Για την περίοδο της συγκρότησης του αθηναϊκού κλασικισµού (1830-67) το κτίριο του Πανεπιστηµίου αποτελεί παράδειγµα ωραίων αναλογιών σε µια ήπια έκφραση του κλασικισµού. Για την περίοδο του όψιµου κλασικισµού (1868-1922) το ∆ηµοτικό Θέατρο Πειραιά µε ξαφνιάζει συνεχώς µε τον ρυθµό ανάπτυξης της κύριας όψης του. Η περίοδος του µεσοπολέµου (1923-45) αποτυπώνεται στην πολυκατοικία Τσιµπούκη µε τη λιτότητα και την έντονη οριζοντιότητα των ανοιγµάτων της. Η πρώτη µεταπολεµική περίοδος (1946-79) εκφράζεται µε τον καλύτερο τρόπο στην κατοικία Λαναρά διότι εναρµονίζει τη λειτουργικότητα µε την αισθητική και την προηγµένη τεχνολογία. Τέλος, για την τελευταία περίοδο (1980-2021) επιλέγω το Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος, διότι πέτυχε µε την ήπια ανοδική κλίση του εδάφους να διαµορφώσει έναν δηµόσιο χώρο πάρκου για όλους.
Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των 200 κτιρίων της Αθήνας;
Το βασικό κριτήριο ήταν η δηµόσια όψη του κτιρίου να έχει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία αλλά και να συνεχίζει να κοσµεί την πόλη έως σήµερα. Βέβαια δεν έχουν συµπεριληφθεί πολύ αξιόλογα και επώνυµα κτίρια. Βασική αιτία είναι το «εορταστικό» όριο που τέθηκε µε τον αριθµό 200. Αυτό δεν σηµαίνει ότι όσα σηµαντικά κτίρια από αρχιτεκτονικής άποψης είναι εκτός λευκώµατος δεν θα άξιζαν να περιλαµβάνονται σε αυτό. Η παρουσία ενός κτιρίου σε αυτές τις σελίδες σχετίζεται και µε δευτερεύοντα κριτήρια.
Όπως για παράδειγµα την προσπάθεια για σχετική ισοκατανοµή του αριθµού των επιλεγµένων κτιρίων ανάµεσα στις χρονικές περιόδους. Με την προσπάθεια επίσης για αντιπροσώπευση όλων των σηµαντικών αρχιτεκτονικών ρευµάτων και των ισχυρών προσωπικοτήτων που διέτρεξαν τους δύο αυτούς αιώνες – µε ισχυρή παρουσία στην Αθήνα πάντα. Άλλα, δευτερεύοντα κριτήρια επιλογής ήταν η χρήση του κτιρίου (παρουσίαση τόσο των δηµόσιων κτιρίων όσο και των µεγάρων, των κατοικιών κ.λπ.), η θέση (εντός λεκανοπεδίου, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) και η ιστορική αξία κάποιων επιπλέον της αρχιτεκτονικής τους ποιότητας.
INFO
To λεύκωμα «Αθήνα. Διακόσια χρόνια. Διακόσια κτίρια» κυκλοφορεί από την Grad Review.
Κείμενα: Γιάννης Α. Αίσωπος, Στέλιος Γιαμαρέλος, Μαρία Δανιήλ, Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, François Loyer, Μάνος Μπίρης, Κώστας Τσιαμπάος, Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ.
Επιμέλεια: Μανώλης Αναστασάκης.
Η ομότιτλη αρχιτεκτονική έκθεση διοργανώνεται στο ΚΠΙΣΝ στις 9-12/12