18.700 επιχειρήσεις κινδυνεύουν με λουκέτο

18.700 επιχειρήσεις κινδυνεύουν με λουκέτο

Στις 18.700 θα φθάσουν οι επιχειρήσεις που θα βάλουν λουκέτο το α’ εξάμηνο του 2017, σύμφωνα με την εξαμηνία έρευνα που έκανε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ για την αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις (0-49 άτομα προσωπικό οι οποίες αποτελούν το 99,6% των ελληνικών επιχειρήσεων).

Όπως αναφέρεται στην έρευνα, τα «λουκέτα» θα συγκεντρωθούν σε επιχειρήσεις της Αττικής και στον κλάδο της μεταποίησης, ενώ κινδυνεύουν να χαθούν 34.000 θέσεις συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Παράλληλα, από τα ευρήματα προκύπτει ότι περίπου 10,100 συμβοηθούντα μέλη θα βρεθούν εκτεθειμένα σε συνθήκες πραγματικής ανεργίας. Αντίθετα, οι νέες επιχειρήσεις που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση (έως 5 έτη λειτουργίας) εμφανίζονται περισσότερο ανθεκτικές.

Το υψηλό αυτό ποσοστό αποτελεί ένδειξη για περαιτέρω διεύρυνση της αδήλωτης επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς πολλοί αυτοαπασχολούμενοι μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, θα λειτουργούν παρανόμως.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΜΗ, το προηγούμενο εξάμηνο (Αύγουστος 2016- Ιανουάριος 2017) διέκοψαν τη λειτουργία τους 18,410 επιχειρήσεις (300 περισσότερες από όσες εκτιμήθηκε ότι θα κλείσουν στην έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ Ιουλίου 2016, 18,100), στην πλειοψηφία τους ατομικές.

Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το α’ εξάμηνο εφέτος παραμένουν αρνητικές- αν και οριακά βελτιούμενες- , καθώς το 58,8% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση (από 59,5%), και μόλις το 11% βελτίωση (από 8,5%). «Οι αρνητικές προσδοκίες είναι αποτέλεσμα της αίσθησης ότι το νέο μίγμα συσταλτικών μέτρων που θα ψηφιστεί, θα αυξήσει τη φορολογία (μείωση του αφορολόγητου) και θα επιδράσει αρνητικά στα εισοδήματα και την κατανάλωση, και συνακόλουθα στα κέρδη των μικρών επιχειρήσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων δραστηριοποιούνται εγχωρίως και σε τοπικές αγορές» αναφέρεται στην έρευνα.

Σε όλους τους δείκτες οικονομικών προσδοκιών καταγράφονται αρνητικές επιδόσεις και απαισιοδοξία για ποσοστό άνω του 55% του συνόλου των επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι ο βαθμός απαισιοδοξίας είναι μεγαλύτερος στους αυτοαπασχολούμενους και στον κλάδο του εμπορίου. Μεγαλύτερο βαθμό αισιοδοξίας παρουσιάζουν οι νεότερες και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις (ως 5 έτη λειτουργίας, με πάνω από 5 άτομα προσωπικό).

Συγκεκριμένα, στους ειδικότερους δείκτες, το ισοζύγιο θετικών- αρνητικών προσδοκιών που προβλέπεται για το επόμενο εξάμηνο εμφανίζεται επιδεινούμενο στον κύκλο εργασιών και τη ρευστότητα, και παραμένει εξαιρετικά στάσιμο στο δείκτη ζήτησης και επενδύσεων:

– στον κύκλο εργασιών, ο δείκτης είναι στο –48,4 από -47,7 στο προηγούμενο εξάμηνο

– στη ζήτηση, -46,4 από -46,5 στο προηγούμενο εξάμηνο

– στη ρευστότητα, -52,6 από -51,7 στο προηγούμενο εξάμηνο

– στις παραγγελίες, -48,5 από -51,0 στο προηγούμενο εξάμηνο

– στις επενδύσεις: αύξηση προβλέπει μόλις το 3,6% (από 2,1% τον Ιούλιο 2016), μείωση το 31,4% και καμιά μεταβολή το 55,7%

Η πρόβλεψη για το επίπεδο των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών είναι σταθεροποιητική καθώς το 7,4% των επιχειρήσεων αναμένει να μειώσει τις τιμές, το 5,1% να τις αυξήσει, ενώ πάνω από 8 στις 10 δεν αναμένουν καμιά μεταβολή.

Η τάση αποεπένδυσης και η μειωμένη ρευστότητα διατηρείται ως ένα διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές ανάκαμψης. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ (Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας), ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού στα κεφαλαιακά αγαθά βρίσκεται στο 65,5%, γεγονός που σημαίνει αδρανείς παραγωγικοί πόροι αφορούν το 1/3 του σχηματισμένου παγίου κεφαλαίου. Οι περιορισμένες προοπτικές για ανάληψη νέων επενδύσεων αντανακλώνται και στο χαμηλό ποσοστό των επιχειρήσεων (6,4%) που έχουν υπαχθεί στα πρόσφατα προγράμματα επενδύσεων (κατά κύριο λόγο ΕΣΠΑ), ενώ η ζήτηση για επενδυτική ενίσχυση αφορά πάνω από το 19% των επιχειρήσεων.

https://www.documentonews.gr/filegrid/2017/03/23/58d3b1f1cd3a1854d3268522.pdf

Μειωμένη ρευστότητα, επενδυτικό κενό και ασθενική χρηματοδοτική ικανότητα

Η αποτίμηση του β’ εξαμήνου 2016 ακολουθεί με συνέπεια τα πορίσματα της αντίστοιχης έρευνας του προηγούμενου εξαμήνου, ένδειξη καθήλωσης της αγοράς σε πολύ χαμηλά επίπεδα ισορροπίας.

Το χάσμα μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και ενός μικρού σταθερού ποσοστού (που κυμαίνεται στο 7-8%) που φαίνεται να ενισχύεται μέσα την κρίση, διευρύνεται. Ο λόγος θετικών – αρνητικών αποτιμήσεων τείνει στο 1:9, ενώ 1 στις 4 επιχειρήσεις δηλώνουν σταθεροποίηση της οικονομικής τους κατάστασης. Τα διαρθρωτικά προβλήματα των μικρών επιχειρήσεων που αφορούν τη χρηματοδότηση και τη μειωμένη κατανάλωση αντικατοπτρίζονται έκδηλα στους δείκτες κύκλου εργασιών, ρευστότητας και ζήτησης. Ειδικότερα, ο δείκτης ρευστότητας διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων, και σε συνδυασμό με το χαμηλό 7,7% που δηλώνει αύξηση επενδύσεων το προηγούμενο εξάμηνο, ουσιαστικά σκιαγραφεί το θεμελιώδες πρόβλημα έλλειψης κεφαλαίων που έχουν οι επιχειρήσεις.

Συγκεκριμένα, στους επί μέρους δείκτες σημειώνεται κάμψη:

– στον κύκλο εργασιών για το 59,8% των επιχειρήσεων (οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επιχειρήσεις του εμπορίου παρουσιάζουν τις υψηλότερες απώλειες (69,3% και 62,5% αντίστοιχα)

– στη ζήτηση για το 62,4%

– στη ρευστότητα το 70,1%

– στις παραγγελίες το 65,9%

– στις επενδύσεις: αύξηση καταγράφει το 7,7%, μείωση το 34,7% και στασιμότητα το 51,1%.

Αναφορικά με το επίπεδο τιμών αγαθών/ υπηρεσιών της επιχείρησης, το 8,7% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές, το 46,4% τις μείωσε, ενώ για το 44,6% δεν υπήρξε καμιά μεταβολή.

Ως προς το δείκτη κερδοφορίας, το 43,7% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη στο 2016, ενώ το 43,4% σημείωσε ζημίες. Αν λάβουμε υπόψη ότι το 24,3% καταγράφει κέρδη κάτω των 10,000€, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι μόνο το 15-17% των επιχειρήσεων διατηρεί ένα ισχυρό προφίλ βιωσιμότητας και κερδοφορίας.

Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών κυμάνθηκε στο 17,8% (από 17,6% στην προηγούμενη έρευνα). Τη μεγαλύτερη συρρίκνωση καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ακόμη μια ένδειξη συγκέντρωσης μεριδίων στην αγορά. Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση από την έναρξη της κρίσης και μετά το 2010 υπερβαίνει το 80% (την τελευταία τριετία 2014-2016 η πτώση υπερβαίνει το 40%).

Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της ΕΤΕ (2016H2), οι κεφαλαιακοί περιορισμοί οδήγησαν τις πολύ μικρές επιχειρήσεις σε μεγαλύτερες απώλειες σε τζίρο και σε απασχόληση. Άλλωστε, και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα στην ετήσια ΓΣ των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (Νοέμβριος 2016) ενισχύουν την υπόθεση για υποχώρηση της συνεισφοράς των μικρών επιχειρήσεων στην προστιθέμενη αξία και την απασχόληση μέσα στα έτη 2016-2017.

Documento Newsletter