13άρι κάθειρξης στον «αγαπημένο φίλο» του Κυριάκου

Πώς το σκεπτικό της νέας καταδίκης του Πέτρου Μαντούβαλου δημιουργεί δεδικασμένο για την υπόθεση Novartis. Δεν είναι ένα ούτε δύο αλλά τουλάχιστον πέντε τα ποινικά δικαστήρια (ανώτερου και ανώτατου βαθμού) που έχουν ασχοληθεί μέχρι στιγμής με τον πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Πέτρο Μαντούβαλο.

Και ενώ οι ποινικές του –και όχι μόνον– εκκρεμότητες παραμένουν, ο εν λόγω κύριος έχει εισπράξει ήδη μια καταδίκη για κακούργημα που έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη (από τον Αρειο Πάγο) και του κόστισε τη δικηγορική ιδιότητα αλλά και μια ακόμη πρωτόδικη, και μάλιστα σε βαριά κάθειρξη δεκατριών ετών. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η εμπλοκή του αφορά δικογραφίες για παραδικαστική δραστηριότητα.

Παρά τις δικαστικές του περιπέτειες, όμως, ο Π. Μαντούβαλος δεν φαίνεται να το βάζει κάτω. Αρωγούς στα μεγαλεπήβολα δικηγορικά αλλά και πολιτικά σχέδιά του έχει αφενός μέσα ενημέρωσης που δεν παραλείπουν να τον καλούν να εκφράσει την άποψή του για θέματα της επικαιρότητας, όπως π.χ. τα κακώς κείμενα στη… δημόσια ασφάλεια της χώρας, αφετέρου σωματεία όπως των ειδικών φρουρών Αττικής που τον εμπιστεύονται για να υπερασπιστεί τα μέλη τους, όπως έγινε πρόσφατα με την υπόθεση δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου. Επίσης και πολιτικά πρόσωπα πρώτης γραμμής που αγκαλιάζονται και φιλιούνται μαζί του χωρίς να ανησυχούν από τις ποινικές εκκρεμότητες του «αυτοκράτορα Μαντούβαλου», όπως τον αποκάλεσε πρόσφατα στην τελευταία του δίκη.

Εχει ήδη μια αμετάκλητη καταδίκη, η οποία του κόστισε τη δικηγορική ιδιότητα, αλλά και ακόμη μια πρωτόδικη βαριά κάθειρξη για παραδικαστική δραστηριότητα ο άνθρωπος που τον είχε καταγγείλει για δωροδοκία δικαστή.

Οι βλέψεις του Π. Μαντούβαλου, τουλάχιστον οι πολιτικές, παρέμεναν πάντα ζωντανές και ξεκάθαρες. Το είχε δηλώσει ακόμη και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας που τον καταδίκασε πριν από λίγες ημέρες σε κάθειρξη 13 ετών, με αναστολή όμως –για άλλη μία φορά– στην εκτέλεση της ποινής του μέχρι το εφετείο.

Τον περασμένο Οκτώβριο λοιπόν ο πρώην βουλευτής της ΝΔ και δικηγόρος, διακόπτοντας την απολογία του συγκατηγορουμένου του και καταγγέλλοντος Γιάννη Μπολέτση, είπε στο δικαστήριο: «Εγώ έχω χίλιους λόγους, και πολιτικούς, να θέλω να τελειώσει γρήγορα αυτή η δίκη. (Direct News)». Και γιατί να μην έχει άλλωστε; Ο Γενάρης του 2015, όταν η ΝΔ εξέδιδε δελτίο Τύπου για να ανακοινώσει την προσχώρηση του πρώην βουλευτή της στο κόμμα, δεν είναι πολύ μακρινός. Ούτε οι εικόνες των έξαλλων πανηγυρισμών του, οι χειραψίες και οι αγκαλιές έναν χρόνο αργότερα με ανθρώπους από τον στενό κύκλο του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και με τον ίδιο, το βράδυ της εκλογής του στην προεδρία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ηδη από τότε ο Π. Μαντούβαλος είχε μια πρωτόδικη καταδίκη επτά ετών με αναστολή και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για άμεση συνέργεια σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ξέπλυμα βρόμικου χρήματος) για την εμπλοκή του στο αποκαλούμενο «παραδικαστικό κύκλωμα» και ακόμη μία ανοιχτή σοβαρή ποινική υπόθεση, για την οποία καταδικάστηκε την περασμένη Τετάρτη.

Τον έπαυσαν από δικηγόρο

Τον περασμένο Δεκέμβρη και ενώ είχε ανακοινωθεί ότι ο Π. Μαντούβαλος θα υπερασπιζόταν τους αστυνομικούς που εμπλέκονται στην υπόθεση του Ζακ, τα ΜΜΕ έλαβαν επιστολή από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά το περιεχόμενο της οποίας δεν είχε προηγούμενο. Το επίσημο συνδικαλιστικό σωματείο των δικηγόρων γνωστοποιούσε για το καλό των πολιτών – όπως ανέφερε– ότι ο Π. Μαντούβαλος έχει απολέσει τη δικηγορική ιδιότητα οριστικά και διά βίου μετά την αμετάκλητη καταδίκη του για κακούργημα. Τόνιζε μάλιστα ότι η εμφάνισή του ως δικηγόρου «συνιστά αντιποίηση του δικηγορικού λειτουργήματος κατά το άρθρο 175 παρ. 2 ΠΚ, αδικήματος αυτεπαγγέλτως διωκομένου».

Λίγους μήνες νωρίτερα ο Π. Μαντούβαλος απασχολούσε την επικαιρότητα με αρνητικό τρόπο για ακόμη μία φορά. Τον Ιούνιο του 2018 το ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο οριστικοποίησε την προσωρινή παύση των έξι μηνών που του είχε επιβληθεί από την ολομέλεια των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά για παράβαση του Κώδικα Δικηγόρων, του Κώδικα Δεοντολογίας κ.λπ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της βαριάς πειθαρχικής ποινής ο Π. Μαντούβαλος «έθιξε το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος, χρησιμοποιώ- ντας τη δικηγορική του ιδιότητα για ιδιοτελείς σκοπούς κατά τον χειρισμό υπόθεσης».

Η ιστορία αφορούσε κληρονομικά ζητήματα. Φέρεται να είχε διαβεβαιώσει τη χήρα πελάτισσά του για τη θετική έκβασή τους καθώς είχε τον τρόπο και τις διασυνδέσεις να επιτύχει θετικό αποτέλεσμα σε χρονικό διάστημα μόλις… 20 ημερών. Ως αμοιβή ζήτησε 60.000 ευρώ και η χήρα άρχισε να αναζητά το ποσό προκειμένου να προχωρήσει την υπόθεσή της. Πράγματι πούλησε ένα ακίνητο που είχε αντί 60.000 ευρώ και σταδιακά έδωσε 55.000 ευρώ στο γραφείο του δικηγόρου. Ωστόσο επί δύο και πλέον χρόνια, σύμφωνα με τις καταγγελίες της πελάτισσας, ο Π. Μαντούβαλος δεν έκανε καμία εξωδικαστική ή δικαστική ενέργεια για την υπόθεση, ούτε καν ζήτησε τον φάκελό της από τη συνάδελφό του στην οποία είχε αρχικά ανατεθεί.

Στο μεσοδιάστημα, σύμφωνα με την πειθαρχική απόφαση, όταν η χήρα ρωτούσε για την πορεία της υπόθεσης ο Π. Μαντούβαλος της ανέφερε εν γνώσει του ψευδώς ανύπαρκτη δικάσιμο για την εκδίκαση ανύπαρκτου δικογράφου. Σε επίμονες ερωτήσεις της ο πρώην βουλευτής απαντούσε ότι έπαιρνε αναβολές εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου να πετύχει ευνοϊκή σύνθεση του δικαστηρίου.

Οταν η γυναίκα κατάλαβε τι συνέβαινε αξίωσε την επιστροφή του ποσού που είχε καταβάλει ως αμοιβή. Ο (τότε) δικηγόρος την αντιμετώπισε με απρέπεια και αυτή κατέφυγε στον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά. Τελικά της επιστράφηκε διαδοχικά μόνο το ποσό των 32.000 ευρώ, μεγάλο μέρος του οποίου πριν από την εκδίκασης της πειθαρχικής αγωγής. Ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ο Π. Μαντούβαλος παραδέχτηκε ότι είχε λάβει 55.000 ευρώ αλλά για το εναπομείναν ποσόν των 23.000 ευρώ που όφειλε δήλωσε οικονομική αδυναμία επιστροφής του.

Κατά της απόφασης αυτής προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας υποστηρίζοντας ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με το αδίκημα, ότι έχει μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις προς το δημόσιο και το δικηγορικό γραφείο του αλλά και οικογενειακές υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα η εξάμηνη αποχή να συνιστά δυσβάστακτο μέτρο σε βάρος του. Ακόμη στην προσφυγή του διέψευδε τους ισχυρισμούς της πελάτισσας ότι της είπε πως έχει διασυνδέσεις στο δικαστικό σώμα που μπορούν να επιτύχουν ευνοϊκό αποτέλεσμα για εκείνη…

Οι ποινικές εμπλοκές και η ΝΔ

Λίγους μήνες μετά, τον Γενάρη του 2015, όταν προσχώρησε (εκ νέου) στο παλιό του κόμμα, τη ΝΔ, δηλώνοντας –κατά τη σχετική ανακοίνωση– «παρών στη μάχη για την εκλογική νίκη στις 25 Ιανουαρίου», η καταδίκη του για το παραδικαστικό έγινε τελεσίδικη. Τον Ιούνιο του 2015 του επιβλήθηκε από το εφετείο ποινή τεσσάρων ετών με αναστολή για την υπόθεση δωροδοκίας του περιβόητου πρώην «δικαστή με τη μεζούρα» Ευάγγελου Καλούση.

Εξι μήνες αργότερα, τον Γενάρη του 2016, σε συνέντευξή του (Newpost) δήλωνε έτοιμος να επανέλθει στην πρώτη γραμμή της πολιτικής στο πλευρό του Κυρ. Μη-

τσοτάκη, τον οποίο στήριξε σε όλο τον προεκλογικό του αγώνα και για τον οποίο υποστήριζε ότι «θα είναι ο νέος πρωθυπουργός». Εκανε μάλιστα ιδιαίτερη μνεία στις μάχες που είχε δώσει όλο το προηγούμενο διάστημα για να εκλεγεί ο νέος πρόεδρος της ΝΔ, τον οποίο χαρακτήριζε «αγαπημένο φίλο» και «χρήσιμο για τη χώρα», ενώ προανήγγειλε ότι θα είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές σημειώνοντας ότι είχε κάνει συζητήσεις με τη ΝΔ. Βέβαια ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2017, φίλα προσκείμενα στη ΝΔ έντυπα ανέφεραν ότι ο «αγαπημένος φίλος» έκοψε τον Π. Μαντούβαλο από τα «γαλάζια» ψηφοδέλτια.

Η καμπάνα χτύπησε 13 φορές

H νεότερη δυσάρεστη εξέλιξη για τον Π. Μαντούβαλο ήρθε την περασμένη Τετάρτη. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθήνας ύστερα από μακρά ακροαματική διαδικασία τον καταδίκασε σε κάθειρξη 13 ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ (όπως και τον δικαστή

Γιώργο Ευσταθίου) κρίνοντάς τον ένοχο –χωρίς ελαφρυντικά– πάλι για υπόθεση που αφορά δράση παραδικαστικού κυκλώματος. Η απόφαση για το αδίκημα της δωροδοκίας ήταν ομόφωνη, ενώ αυτή για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα πάρθηκε κατά πλειοψηφία (2-1).

Οι δικαστές έδωσαν ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεση –με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα– με απόφαση που έλαβαν κατά πλειοψηφία. Η πρόεδρος του δικαστηρίου Ασημίνα Υφαντή είχε την άποψη ότι Μαντούβαλος και Ευσταθίου έπρεπε να οδηγηθούν στη φυλακή.

Η δικογραφία για την οποία ο Π. Μαντούβαλος κηρύχτηκε ένοχος αφορά σοβαρή ποινική υπόθεση, το κουβάρι της οποίας άρχισε να ξετυλίγεται πριν από πολλά χρόνια, το 2010, αν και ανάγεται στο ακόμη πιο μακρινό παρελθόν. Τότε ο επιχειρηματίας Γ. Μπολέτσης που δικαζόταν μαζί με τον Π. Μαντούβαλο και άλλους εμπλεκόμενους –πάλι για υπόθεση παραδικαστικού κυκλώματος– εξαγριωμένος από το αποτέλεσμα της δίκης, την αθώωση δηλαδή του δικηγόρου και την καταδίκη του ίδιου, επιτέθηκε στον πρόεδρο του δικαστηρίου Γ. Ευσταθίου φωνάζοντας ότι πλήρωσε την άρνησή του να τον δωροδοκήσει! «Αλήτη, εκβιαστή, θα σε βάλω φυλακή!» φώναζε ο Μπολέτσης. «Εσύ πας να λύσεις το παραδικαστικό; Με καταδικάσατε επειδή δεν σας έδωσα όσα μου ζητήσατε. Ενώπιόν μου ο Ιάκωβος Γιοσάκης τηλεφώνησε τέσσερις φορές στον πρόεδρο της έδρας και εκβιαστικά μου ζητούσαν χρήματα. Θέλατε να μου τα πάρετε! Θα πάτε φυλακή…».

Οι εξελίξεις από εκεί και πέρα ήταν ραγδαίες. Ο Γ. Μπολέτσης εξαφανίστηκε προτού εκδοθεί η απόφαση επί της ποινής και ήταν από τότε μέχρι και πρόσφατα φυγόδικος, η δε δίκη για την οποία έγινε ο χαμός επαναλήφθηκε και είναι αυτή για την οποία επιβλήθηκε τελικά από το εφετείο στον Π. Μαντούβαλο η ποινή των τεσσάρων ετών. Παράλληλα όμως είχε διαταχθεί έρευνα για τις καταγγελίες Μπολέτση και η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο. Σύμφωνα με όσα δέχτηκε τελικά το δικαστήριο, ο Π. Μαντούβαλος κατά το διάστημα Μάιος 2009 – Φεβρουάριος 2010 δωροδόκησε τον τότε πρόεδρο του δικαστηρίου προκειμένου να αθωωθεί ο ίδιος και δύο συνεργάτες του που δικάζονταν για το αποκαλούμενο «παραδικαστικό κύκλωμα Νο1».

Η δωροδοκία Καλούση

Η ιστορία που έχει ακόμη πιο μακρινές ρίζες συνδέεται με τις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις που είχαν γίνει το 2005 και έφεραν στην επιφάνεια την ύπαρξη κυκλωμάτων που λυμαίνονταν τον χώρο της Δικαιοσύνης. Ενας από τους πρωταγωνιστές φερόταν και ο αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Γιοσάκης.

Από τις πολλές καταγγελίες που διερευνήθηκαν τότε ήταν και εκείνη που έφερε τον Π. Μαντούβαλο να έχει δωροδοκήσει το 2000 με 30 εκατ. δραχμές τον ανακριτή Ευάγ. Καλούση προκειμένου να μην προφυλακίσει τον επιχειρηματία Γ. Μπολέτση, ο οποίος είχε συλληφθεί για αδικήματα κακουργηματικής μορφής. Φέρεται μάλιστα ότι ποσό 7 εκατ. δραχμών είχε κατατεθεί από συνεργάτη του Μαντούβαλου στον τραπεζικό λογαριασμό του ανακριτή. Μετά το πέρας της έρευνας παραπέμφθηκαν όλοι σε δίκη με τις κατηγορίες της κατάχρησης εξουσίας, της ηθικής αυτουργίας και του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος.

Η δίκη ξεκίνησε τον Μάιο του 2009 και διήρκεσε περίπου εννέα μήνες. Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέρρευσαν οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί ότι δήθεν τα χρήματα είχαν δοθεί από συνεργάτιδα του Π. Μαντούβαλου (η οποία στο μεταξύ είχε αποβιώσει) προκειμένου να αγοράσει ο ανιψιός της το αυτοκίνητο του Ευάγ. Καλούση! Μάλιστα, ο δικηγόρος που τα κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό του ανακριτή είπε στην απολογία του: «Τα χρήματα που μου δόθηκαν να καταθέσω μου δόθηκαν με εντολή του κ. Μαντούβαλου…».

Το δικαστήριο όμως με πρόεδρο τον Γ. Ευσταθίου έκρινε στις 26 Φεβρουαρίου 2010 ομόφωνα αθώο τον Π. Μαντούβαλο και ενόχους χωρίς κανένα ελαφρυντικό τους Ευάγ. Καλούση και Γ. Μπολέτση. Αμέσως μετά εκτυλίχθηκαν στη δικαστική αίθουσα οι πρωτοφανείς σκηνές που περιγράφηκαν…

Στη συνέχεια ο τότε εισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες – ύστερα από αναφορά που υπέβαλε ο Γ. Μπολέτσης με δικηγόρο τον Γιάγκο Λαμπίρη– άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης για τον Π. Μαντούβαλο και τελικά το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθήνας τον Ιούνιο του 2015 του επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών με τριετή αναστολή.

Λίγο καιρό μετά τις καταγγελίες Μπολέτση αποκαλύφθηκε ότι για την ίδια υπόθεση η ΕΥΠ είχε καταγράψει –έπειτα από άρση του απορρήτου που διατάχθηκε με βουλεύματα– εκατοντάδες συνομιλίες των πρωταγωνιστών του λεγόμενου «παραδικαστικού κυκλώματος Νο2». Ανάμεσα σε αυτές ήταν και συνομιλίες που αφορούσαν το στήσιμο δικαστικών υποθέσεων αντί χρηματικής αμοιβής αλλά και παράνομες ενέργειες σε υφαρπαγές ξένων ακινήτων με μεγάλο οικονομικό όφελος. Σε κάποιες από αυτές φέρεται να μιλούσε ο Γιοσάκης για χρηματισμό δικαστών στη δίκη Μαντούβαλου, Καλούση και Μπολέτση. Μάλιστα μάρτυρας κατέθεσε ότι τα μέλη της σπείρας γνώριζαν την απόφαση του δικαστηρίου προτού εκδοθεί, ότι δηλαδή ο Γ. Μπολέτσης θα καταδικαστεί επειδή δεν είχε καταβάλει όλα τα χρήματα που του είχαν ζητηθεί ενώ ο Π. Μαντούβαλος θα αθωωνόταν, αφού είχε καταβάλει το ποσό των 600.000 ευρώ.

Η βομβιστική επίθεση σε βάρος του Βασίλη Μιχαλολιάκου

Το όνομα του Π. Μαντούβαλου είχε εμπλακεί στο παρελθόν και σε μια άλλη σκοτεινή υπόθεση, για την οποία τελικά απαλλάχθηκε με βούλευμα. Πρόκειται για την υπόθεση της βομβιστικής επίθεσης σε βάρος του πρώην δημάρχου Πειραιά Βασίλη Μιχαλολιάκου τον Ιανουάριο του 2001. Από βόμβα που είχε τοποθετηθεί έξω από το σπίτι του τραυματίστηκαν σοβαρά ο ίδιος, η κόρη του και ο αδερφός του, ενώ μια γειτόνισσα πέθανε από ανακοπή.

Αρχικά η ενέργεια αποδόθηκε στη 17Ν, μετά την εξάρθρωσή της αποδείχτηκε ότι δεν επρόκειτο για δική της επίθεση και η σχετική δικογραφία αρχειοθετήθηκε. Το 2010 ο φάκελος άνοιξε ξανά ύστερα από τις καταγγελίες Μπολέτση ότι με αφορμή τη δίκη που γινόταν τότε ο συγκατηγορούμενός του Π. Μαντούβαλος του είχε συστήσει να προσέξει τη συμπεριφορά του λέγοντάς του: «Ο Μιχαλολιάκος τη γλίτωσε τότε, εσένα θα σε σκοτώσουμε». «Υπονοώντας σαφώς» υποστήριζε σε αναφορά του προς τον εισαγγελέα Αρείου Πάγου ο Μπολέτσης «ότι είχε δώσει την εντολή να δολοφονηθεί ο τότε βουλευτής της ΝΔ, βασικότερος πολιτικός του αντίπαλος στον Πειραιά, Β. Μιχαλολιάκος». Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, την ίδια απειλή του είχε εκτοξεύσει ο Μαντούβαλος και παλαιότερα. Τότε λήφθηκε κατάθεση και από τον Β. Μιχαλολιάκο, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι είχε πληροφορίες ότι «ηθικός αυτουργός της σε βάρος του απόπειρας δολοφονίας ήταν ο Π. Μαντούβαλος».

Το 2014 ο Π. Μαντούβαλος κλήθηκε σε απολογία για ηθική αυτουργία στους άγνωστους δράστες των διαπραχθέντων εγκλημάτων και μετά την ολοκλήρωσή της, αφού αρνήθηκε τα πάντα, αφέθηκε ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους από τον εφέτη ειδικό ανακριτή που χειριζόταν την υπόθεση. Σε δηλώσεις του τότε («Espresso») είχε πει: «Επιτέλους, ήρθε η δικαίωση. Αν και ήθελαν κάποιοι να με “σκοτώσουν”, δεν τα κατάφεραν».

Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς έπαυσε προσωρινά με βούλευμα η ποινική δίωξη σε βάρος του. Σύμφωνα με το σκεπτικό του εισηγητή εισαγγελέα, το οποίο υιοθετήθηκε από το δικαστικό συμβούλιο, «σαφέστατα συνάγεται ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής κατά του κατηγορούμενου για την τέλεση των πράξεων που του αποδίδονται, πλην όμως αυτές οι ενδείξεις δεν είναι επαρκείς σε βαθμό τέτοιο που να μπορούν να οδηγήσουν (κατά την παρούσα διαδικαστική φάση) στην παραπομπή του στο ακροατήριο». Ενας από τους λόγους που επικαλούνταν ο εισαγγελέας ήταν ότι ο «ουσιώδης μάρτυρας» Μπολέτσης, που «γνωρίζει πολλά», δεν είχε εξεταστεί διά ζώσης καθώς τότε ήταν καταζητούμενος. Μετά την απαλλαγή αυτή ο Π. Μαντούβαλος κατέθεσε μήνυση και αγωγή σε βάρος του Β. Μιχαλολιάκου, κερδίζοντας εντέλει την καταδίκη του για ψευδή κατάθεση… Η υπόθεση είναι στον Αρειο Πάγο έπειτα από αίτηση αναίρεσης του Β. Μιχαλολιάκου.

Πιλότος και για τη Novartis η υπόθεση Μαντούβαλου

Tο δικαστήριο δεν θεώρησε απαραίτητη την αποκάλυψη της διαδρομής του μαύρου χρήματος για να μοιράσει βαριές καταδίκες για δωροδοκία και ξέπλυμα.

Πρόκριμα για παρόμοιες περιπτώσεις δωροδοκίας και ξεπλύματος μαύρου χρήματος μπορεί να χαρακτηριστεί η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση στην αποκαλούμενη «υπόθεση Μαντούβαλου» σε βάρος του δικαστή που κατά την κρίση του δικαστηρίου δωροδοκήθηκε από τον πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας προκειμένου να διαμορφώσει αθωωτική κρίση στη δίκη του για αδικήματα που συνδέονταν με δράση παραδικαστικού κυκλώματος.

Το δικαστήριο, δεχόμενο προφανώς ως ορθό και το σκεπτικό του σχετικού παραπεμπτικού βουλεύματος (υπ. αριθμόν 939/2015) του Συμβουλίου Εφετών Αθήνας που δεν θεώρησε απαραίτητη την αποκάλυψη της διαδρομής του χρήματος για να στείλει στο εδώλιο τους εμπλεκόμενους, προχώρησε σε βαριές καταδίκες με βάση άλλα αποδεικτικά στοιχεία-μαρτυρίες, σύμφωνα με τα οποία υπήρξε παθητική δωροδοκία και ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.

Το σκεπτικό του επίμαχου βουλεύματος, το οποίο εκδόθηκε πολύ προτού ξεκινήσει η διερεύνηση του σκανδάλου της Novartis, και βεβαίως η πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου που το υιοθέτησε είναι η απάντηση –η οποία στηρίζεται στη νομική κρίση ανώτερων δικαστών– σε όσους σήμερα υποστηρίζουν, με αφορμή την υπόθεση Novartis, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας απαιτείται να εντοπιστεί η διαδρομή του μαύρου χρήματος… Οπως μάλιστα τονίζεται στο επίμαχο βούλευμα (σε ελεύθερη μετάφραση), το προϊόν της δωροδοκίας δεν μπαίνει σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ώστε να μπορεί εύκολα να εντοπιστεί, ούτε βέβαια αξιοποιείται άμεσα από αυτόν που το έχει εισπράξει…

Αναφέρεται επί λέξει στο εν λόγω βούλευμα: «…Με πρόθεση απέκτησε και κατέχει περιουσία, εν γνώσει, κατά τον χρόνο κτήσης της, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα και δη από το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, ενώ απέκρυψε και την αλήθεια όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση, χρήση αυτής και τον τόπο που βρίσκεται, εν γνώσει, ομοίως, του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ….».

Κι επιπρόσθετα: «…με τις ενέργειές του αυτές επεδίωκε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στα προερχόμενα από την εγκληματική δραστηριότητά του έσοδα και συγκεκριμένα επεδίωκε την απόκρυψη της αλήθειας, όσον αφορά την προέλευσή τους και τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης από το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, με την αποφυγή: α) χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οπότε, ενόψει και του σημαντικού ύψους αυτής της περιουσίας θα ήταν ευχερέστερη η διαπίστωση της ύπαρξής της και η προέλευσή της από αξιόποινη δραστηριότητα, καθώς και από τους συγκεκριμένους συγκατηγορουμένους του ως δωροδότες και β) της άμεσης αξιοποίησής της, για να μην είναι δυνατή η διαπίστωση της χρήσης παράνομων εσόδων…».

Πλήθος στοιχείων

Η εξέλιξη λοιπόν που είχε η υπόθεση Μαντούβαλου είναι ισχυρή ένδειξη ότι οι τυχόν επερχόμενες διώξεις στο σκάνδαλο της Novartis για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, που φαίνεται πως αφορά και κάποια από τα ελεγχόμενα πολιτικά πρόσωπα, καλώς θα ασκηθούν εφόσον επαρκούν τα στοιχεία και ανεξάρτητα από το εάν δεν έχει αποκαλυφθεί, ακόμη

Οι τυχόν επερχόμενες διώξεις στο σκάνδαλο της Novartis για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας μπορούν να ασκηθούν με το πλήθος των λοιπών στοιχείων που υπάρχουν, χωρίς να αποκαλύπτεται η πορεία του μαύρου χρήματος

τουλάχιστον, η πορεία του μαύρου χρήματος, του προϊόντος δηλαδή της δωροδοκίας. Τα οποία στοιχεία εν προκειμένω είναι ένα πλήθος εγγράφων όπως υπουργικές αποφάσεις, mails, προσωπικές σημειώσεις αλλά και «καυτές» μαρτυρίες.

Αρχίζουν οι κλήσεις

Πάντως το σίγουρο είναι ότι τις επόμενες ημέρες, με το που θα αποσταλεί στην Eισαγγελία κατά της Διαφθοράς το πόρισμα της επιτροπής, την οποία έχει συγκροτήσει η γενική επιθεωρήτρια δημόσιας διοίκησης Μαρία Παπασπύρου, για την τιμολόγηση των φαρμάκων και τις ευθύνες κρατικών αξιωματούχων, ο χρόνος θα αρχίσει να μετρά αντίστροφα για όλους τους εμπλεκόμενους στο μεγάλο σκάνδαλο.

Για όσους υπάρχουν πλέον ικανές ενδείξεις θα αποσταλούν κλήσεις σε ανωμοτί εξηγήσεις, θα κληθούν δηλαδή ως ύποπτοι για την τέλεση του αδικήματος της παθητικής δωροδοκίας. Σε ό,τι αφορά πάντως τα πολιτικά πρόσωπα, όπως έχει ήδη καταδειχτεί, πέραν των όποιων νομικών αιτιάσεων που αναμένεται να προβληθούν, το «αφήγημα» θα αφορά όχι την ουσία αλλά το επιχείρημα της παραγραφής. Το δείγμα γραφής έχει ήδη δοθεί, με πρόσφατο παράδειγμα τη σχετική τοποθέτηση του δικηγόρου Μιχάλη Δημητρακόπουλου (νομικού συμβούλου, μεταξύ άλλων, και του ζεύγους Μητσοτάκη), ο οποίος επικαλούμενος νομολογία του Αρείου Πάγου έχει μιλήσει για παραγραφή του αδικήματος της παθητικής δωροδοκίας.

Βάλλοντας μάλιστα ευθέως κατά της επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, υποστήριξε απειλητικά σε τηλεοπτική του εμφάνιση (Σκάι) ότι «η Ελένη Τουλουπάκη έχει ορκιστεί να τηρεί το σύνταγμα και να εφαρμόζει τους νόμους. Αν ασκήσει ποινική δίωξη για παθητική δωροδοκία για τα έτη 2011, 2012, 2013, 2014 παραβιάζει τη νομολογία του Αρείου Πάγου».