H Νατάσα Παπαδοπούλου-Τζαβέλλα μοιράζεται μαζί μας μνήμες, εικόνες και συναισθήματα για τον επί 38 χρόνια σύντροφό της στη ζωή και στο πάλκο, Πάνο Τζαβέλλα.
Στις 27 Ιανουαρίου κλείνουν δώδεκα χρόνια από την ημέρα που έγινε αυτό που δεν κατάφεραν ο πόλεμος, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια: κόπηκε το νήμα της ζωής του Πάνου Τζαβέλλα. Δίπλα του έως την τελευταία στιγμή στάθηκε η γυναίκα της ζωής του Νατάσα Παπαδοπούλου. Συναντήθηκα μαζί της και μιλήσαμε για τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο πίσω από τα αντάρτικα τραγούδια και το τραγούδι-σύμβολο ενάντια στον μικροαστισμό, τον «Κυρ Παντελή». Εναν άνθρωπο βαθιά καλλιεργημένο, αυτοδίδακτο, έναν αυθεντικό αγωνιστή. Ενα αφιέρωμα στον άνθρωπο που έφτυσε στα μούτρα τον φασισμό, την κρατική καταστολή, τις εξορίες, που αν και βρέθηκε πολλές φορές ένα βήμα πριν από τον θάνατο, του έκλεινε το μάτι και του έλεγε «μια άλλη φορά».
Από το βουνό στην ΕΣΣΔ και στην μπουάτ στην Πλάκα
Ο Πάνος Τζαβέλλας γεννήθηκε στην Κοζάνη. Τον «Μπανανή», όπως τον αποκαλούσαν, ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει στα 15 του χρόνια να οργανώνεται στην ΕΠΟΝ και από εκεί να ανεβαίνει στο βουνό και να εντάσσεται στον ΕΛΑΣ. «Παρατήσαμε τις κιθάρες και τα τραγούδια και αδράξαμε τα όπλα και τους τηλεβόες» έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού, το καλοκαίρι του 1949 σε ανταλλαγή πυρών με τον στρατό τραυματίζεται στο πόδι. Ενώ γλιτώνει την εκτέλεση, τον ακρωτηριάζουν (κάτι που πιθανότητα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί). Από εκεί και πέρα ξεκινά ο μακρύς δρόμος των φυλακών.
Τα «παράσημα» που κουβαλούσε το Τζαβέλας ήταν η καταδίκη του τρεις φορές σε θάνατο και ο εγκλεισμός του σε όλες σχεδόν τις φυλακές της χώρας. Το 1958 αρρώστησε βαριά. «Τον πετάξανε έξω από τον “Αγιο Παύλο”, το νοσοκομείο των κρατουμένων, για να μην τους πεθάνει στη φυλακή. Ενας άνθρωπος πεταμένος που κανείς δεν πήγαινε να τον πάρει» μου λέει η Νατάσα ενθυμούμενη τις εξιστορήσεις του Πάνου Τζαβέλλα. Τότε ήταν που το ΚΚΕ τον φιλοξένησε στο ξενοδοχείο Ατλας στην Αθήνα. «Εκεί έβρισκαν θαλπωρή για δυο τρεις μήνες αγωνιστές που έβγαιναν από τις φυλακές και ήταν άποροι ή μακριά από την οικογένειά τους. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να γίνει μουσείο».
Στη συνέχεια διέμεινε για κάποιους μήνες σε μια σπηλιά στα Τουρκοβούνια. «Είχε μια κιθάρα μαζί του, ένιωθε ελεύθερος». Το 1961 με τη βοήθεια πάλι του ΚΚΕ πηγαίνει στη Σοβιετική Ενώση για θεραπεία. Τα χρόνια αυτά ήταν δημιουργικά και καθοριστικά για εκείνον. Εκεί εξέλιξε περισσότερο τις δεξιότητές του στη μουσική, εκεί τελειοποίησε τα ρωσικά που είχε μάθει στη φυλακή (σε σημείο να μπορεί να μεταφράζει ακόμη και ποίηση). Εκεί έγινε και η θρυλική συνάντηση με τον συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς. «Δυστυχώς το σπίτι μας στην Πειραϊκή κάηκε το 2008 και χάθηκαν τα πάντα, όλες οι παρτιτούρες του, ρωσικά βιβλία που είχε φέρει, τα μουσικά του όργανα και οι επιστολές του με τον Σοστακόβιτς» μου λέει με πικρία.
Το 1965 ο Τζαβέλλας επιστρέφει στην Ελλάδα και ξεκινά να παίζει με την κιθάρα του σε ταβέρνες «για να βγάλει μεροκάματο, να ζήσει». Πιάνει δουλειά σε μπουάτ αλλά όχι για πολύ, μιας και η δικτατορία του 1967 τις έκλεισε και ο ίδιος πήρε τον γνώριμο δρόμο της φυλακής, κατηγορούμενος για παράνομη δράση ενάντια στη χούντα. «Εγώ δούλευα από δώδεκα χρόνων στον φούρνο του πατέρα μου. Ξεκίνησα να σπουδάζω αλλά γενικώς ήθελα να ξεφύγω, ήθελα να τραγουδάω, να κάνω θέατρο. Και τότε έπεσα πάνω στον Πάνο». Τα 25 χρόνια διαφοράς στην ηλικία τους έκαναν αυτήν τη σχέση όχι εύκολα αποδεκτή από το περιβάλλον τους. «Οι φίλοι μάς γύρισαν την πλάτη. Μόνο η μητέρα μου, επειδή είχε δυο εκτελεσμένους αδερφούς αντάρτες, τον αγαπούσε και τον πόναγε».
Διαβάστε επίσης: Η τελευταία συνέντευξη του Θάνου Μικρούτσικου στο Documento
Το 1971 αποφυλακίζεται οριστικά με τον νόμο περί «μη θεραπεύσιμης ασθένειας» και αρχίζει να εμφανίζεται σε μπουάτ, συντηρητικά όμως καθώς η λογοκρισία της χούντας ήταν «διακριτικά» παρούσα. «Κάποια φορά ήταν ένας ασφαλίτης, νεαρός, που άκουγε τα τραγούδια του Φώτη Αγγουλέ που είχε μελοποιήσει ο Πάνος και είχε συγκινηθεί γιατί ήταν Χιώτης. Του είπε τότε: “Ελα πάνω να ακούσεις, μην κάθεσαι έξω, δεν πειράζει”». H μεταπολίτευση φέρνει μαζί της και την αποθέωση του πολιτικού τραγουδιού κι έτσι ο Τζαβέλλας εφοδιασμένος με τα αντάρτικα και τις δικές του συνθέσεις στήνει το «αντάρτικο λημέρι» στην Πλάκα. «Το 1974 άρχισε η καλύτερη περίοδος για εμάς, στην ιστορική μπουάτ Λήδρα στην Πλάκα» θυμάται η Νατάσα.
«Γινόταν χαμός! Δίναμε δυο παραστάσεις καθημερινά. Από τις 8.30 το βράδυ έως τη 1. Ακόμη θυμάμαι εκείνη την εικόνα, κόσμο να κάθεται μες στο χιόνι και να περιμένει να μας ακούσει. Έρχονταν όλες οι νεολαίες: του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, αναρχικοί και φώναζαν τα συνθήματά τους. Ο Πάνος συνήθιζε να τους λέει: “Μη φανατίζεστε, ο φανατισμός είναι τύφλωση”. Από εκεί πέρασαν καλλιτέχνες όπως ο Γιώργος Ζωγράφος, ο ηθοποιός Ηλίας Λογοθέτης, ο Νικόλας Άσιμος, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, η Ισιδώρα Σιδέρη, ο Σάκης Μπουλάς, ο Γιώργος Μεράντζας και πολλοί άλλοι. Τότε άρχισε και η δισκογραφική δραστηριότητά του με τον ζωντανά γραμμένο δίσκο «Τα τραγούδια από το ανταρτικό λημέρι» στη Minos. Η πορεία του απογειώνεται, με τη Νατάσα πάντα δίπλα του. Συναυλίες σε μεγάλα στάδια, αγάπη από τη νεολαία, διεθνής αναγνώριση, συναυλίες στο εξωτερικό.
Ένας ευαίσθητος, σεμνός και ηθικός άνθρωπος
O Πάνος Τζαβέλλας αναβίωσε το αντάρτικο τραγούδι και ταυτίστηκε μαζί του. Ο ίδιος έγραφε ότι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης «είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, η ψυχή του αγώνα». «Πολλά από τα αντάρτικα τα ήξερε γιατί τα έλεγε κι ο ίδιος στο βουνό. Άλλα τα κατέγραψε από συγκρατούμενούς του στα μπλε τετραδιάκια του όπου κράταγε σημειώσεις. Κάποια από αυτά δεν έχουν δημιουργούς, ήταν λαϊκά τραγούδια» μου λέει η Νατάσα εξηγώντας πώς έγινε η καταγραφή και η διάσωση των αντάρτικων τραγουδιών.
Ωστόσο ο Τζαβέλλας δεν ήταν μόνο τα αντάρτικα. Στις συνθέσεις των προσωπικών του τραγουδιών φαίνεται η γνώση του πάνω σε διάφορα μουσικά είδη, από τη δημοτική μουσική μέχρι τα ρεμπέτικα και από το ροκ μέχρι το λαϊκό. Η μεγάλη του αδυναμία ωστόσο ήταν το ρεμπέτικο. Επί χούντας στις φυλακές Κορυδαλλού έκανε μελέτες στο ρεμπέτικο και το δημοτικό τραγούδι. Του άρεσε επίσης πολύ η τζαζ. Το αξιοθαύμαστο με την περίπτωσή του είναι ότι παρόλο που ήταν αυτοδίδακτος, έγραφε ο ίδιος τις παρτιτούρες και έκανε τις ενορχηστρώσεις, πάντα με εξαίρετους μουσικούς στην ομάδα του. Οι στίχοι των τραγουδιών του μαρτυρούν έναν καλλιτέχνη με εσωτερική καλλιέργεια, βαθιά πίστη στην ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Η καλλιτεχνική του πορεία συνεχίστηκε έως και το 1995 σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας και του Πειραιά.
Μιλώντας με τη Νατάσα νιώθω ότι αν και πέρασαν δώδεκα χρόνια από τον θάνατο του Πάνου Τζαβέλλα, η παρουσία του δεν έχει σβηστεί από τις σκέψεις της. Μιλάει για εκείνον με θαυμασμό και τρυφερότητα. «Ήταν ένας άνθρωπος ευαίσθητος και ηθικός. Δεν ξεπουλήθηκε ποτέ. Όχι μόνο στην πολιτική αλλά ούτε στις δισκογραφικές εταιρείες παρακάλεσε ποτέ. Ήταν σεμνός, δεν τσακωνόταν. Ο Πάνος ήταν πάντα περιθώριο και δεν ήθελε να φαίνεται. Του έλεγα να εμφανιστεί στην ΕΡΤ για να τον δει ο κόσμος. Μου έλεγε: “Δεν θα παρακαλέσω. Εάν θέλουν, ας έρθουν”. Και στο πάλκο τον παρότρυνα να πει τα δικά του τραγούδια, να τον ακούσουν σαν συνθέτη, τραγουδοποιό». Αλλά και στην πολιτική δεν εξαργύρωσε τα τόσα χρόνια αγώνα. «Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να τον κάνει βουλευτή Κοζάνης. Εκείνος όμως απαντούσε: “Δεν πήγα φυλακές για να πάρω αξιώματα. Με τιμάτε, αλλά είμαι ένας απλός αγωνιστής και καλλιτέχνης”». Με τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 ο Τζαβέλλας ακολούθησε –πιστά για το υπόλοιπο της ζωής του– το ΚΚΕ εσωτερικού. Παρά ταύτα ήταν πάντα ενωτικός. «Και τώρα να ζούσε θα ήθελε την ενότητα, “να γίνει το καινούργιο ΕΑΜ”. Και τότε ένας κοινός εχθρός υπήρχε, ο φασισμός, όπως και σήμερα με τη φασίζουσα Δεξιά που μας κυβερνά» λέει η Νατάσα.
Η σχέση του με τα χρήματα ανύπαρκτη. «Δεν ασχολούνταν καθόλου με το πόσα θα του δώσουν, τον ένοιαζε μόνο να τραγουδάει. Ο,τι του έβαζαν τα έπαιρνε. Το μόνο που αγοράσαμε είναι το δώμα στην Πειραϊκή – ήθελε να είναι κοντά στη θάλασσα. Μας έλεγαν “πάρτε κι άλλο”. Τι να το κάναμε; Δεν κάναμε και παιδιά από επιλογή». Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους το αξιοποίησαν σε ταξίδια. «Από νέος στον αγώνα, ακρωτηριάστηκε, βασανίστηκε κι όμως άντεχε, ήταν σκληραγωγημένος. Ανέβηκε στο Θιβέτ, το Σινικό Τείχος, πήγαμε στην Ινδία, την Μπανγκόκ, στο Μαρόκο». Μου περιγράφει έναν άνθρωπο γεμάτο πάθος για ζωή. «Αυτό ήταν που θαύμαζα σε αυτόν. Εάν έβλεπες πώς κολύμπαγε, έπεφτε από βράχους! Έγινα κι εγώ χειμερινή κολυμβήτρια μαζί του. Κοιμόταν στη βεράντα χειμώνα καλοκαίρι, δεν ήθελε να νιώθει φυλακισμένος. Φόραγε πάντα μια πετσέτα στα μάτια γιατί στη φυλακή τούς έχουν πάντα ανοιχτό το φως· του είχε μείνει η συνήθεια». Ένας άνθρωπος που έσφηζε από ζωή, που αγαπούσε την νεότητα και τον αγαπούσαν οι νέοι. «Τον αγαπούσαν γιατί δεν ήταν ο άκαμπτος αγωνιστής. Συνήθιζε να λέει: “Οι παλιοί θέλουμε ασβεστόλακκο και να μας πετάξετε στα σκατά. Εσείς πάτε μπροστά, μην μας ακούτε, να έχετε τη δικιά σας φωνή”. Ακόμη και σήμερα μου κάνει εντύπωση πόσοι νέοι έρχονται στα αφιερώματα που κάνουμε και γνωρίζουν τα τραγούδια του».
Τόσα χρόνια συμβίωσης ωστόσο δεν μπορούν να περάσουν χωρίς διαφωνίες και συμβιβασμούς. «Μερικές φορές ήταν αυστηρός μαζί μου – θα μου πεις είχαμε 25 χρόνια διαφορά. Λίγο ζήλευε, κοριτσάκι ήμουν εγώ αλλά ταυτόχρονα πολύ σεμνή, δεν ήθελα να δίνω κανένα δικαίωμα. Το προσωπικό μου παράπονο ήταν ότι ενώ γνώριζε σημαντικούς ανθρώπους, όπως τον Λεοντή, τον Λοΐζο, τον Μίκη, δεν τους μίλησε ποτέ για εμένα. Θα ήθελα να τραγουδήσω και με άλλους γιατί είχα ταυτιστεί πλήρως μαζί του. Όχι ότι ήταν υποτιμητικό, αλλά ήθελα να ξεφύγω λίγο. Ήμουν νέα, ήθελα να πω κι άλλα τραγούδια. Αλλά δεν πειράζει, δεν μετανιώνω».
Ο Πάνος Τζαβέλλας ήταν ένας άνθρωπος που νιώθω ότι θα ήθελα να έχω γνωρίσει. Πιστός στα πιστεύω του μέχρι τέλους. «Ηταν στον Ερυθρό Σταυρό άρρωστος όταν του είπα για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Μου απάντησε: “Τα κτήνη ακόμη σκοτώνουν το μέλλον μας;”» θυμάται η Νατάσα.