Αναμφίβολο πρόκριμα της Μικρασιατικής συμφοράς, οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 συνετέλεσαν στην ραγδαία αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως αποτελούν και το κορυφαίο επεισόδιο της διένεξης του Εθνικού Διχασμού αλλά και ταυτόχρονα σημείο καμπής. Ο Διχασμός, μετά την αντιβενιζελική κυβερνητική εμπειρία του 1920-22, θα λάβει άλλα χαρακτηριστικά και θα ενσωματώσει άλλες πρακτικές και λογικές την περίοδο 1922-1936, από εκείνη του 1915-1922. Οι φυσικοί και ηθικοί εκφραστές των δύο παρατάξεων με την πάροδο του χρόνου θα υποστούν οβιδιακές μεταμορφώσεις ενώ άλλοι θα εκλείψουν από την ζωή.
Η συνθήκη των Σεβρών ως «απόγειο της διπλωματικής ευφυίας του Βενιζέλου» εξέφρασε την απαρχή των εξελίξεων του τριμήνου Αυγούστου-Νοεμβρίου του 1920. Οι Φιλελεύθεροι ,συνεπηρμένοι από την μέθη της ευτυχίας που απέπνεε ο συγκριτικός χάρτης της δεκαετίας 1910-1920 ευελπιστούσαν σε μια μεγάλη νίκη που θα επιβεβαίωνε τη βενιζελική αντίληψη για την Μεγάλη Ιδέα. Μάλιστα θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί πως το έργο που είχαν να επιδείξουν κατά την τριετία του 1917-1920 ήταν αξιοσημείωτο. Η «μετάφραση του «Αγροτικού νόμου» του Δεκεμβρίου του 1917(28/2/1920), ο νόμος 2112 της 11/3/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων»(δικαίωμα αποζημίωσης) καθώς και άλλοι εφαρμοστικοί νόμοι που ρύθμιζαν τα ζητήματα της νυχτερινής αλλά και παιδικής εργασίας, επέδωσαν στην διακυβέρνηση του 1917-1920 έναν χαρακτήρα «ζηλωτή», που εργαζόταν ακατάπαυστά παρά τα εκρηκτικά προβλήματα που προκαλούσαν οι εσωτερικοί και εξωτερικοί για εκείνην εχθροί.
Ταυτόχρονα όμως, με την άρση του στρατιωτικού νόμου και την απονομή χάριτος στους πολιτικούς εξόριστους, που αποτελούσαν σημαίνουσες προσωπικότητες του αντιβενιζελισμού, ο Κρητικός ηγέτης απελευθέρωνε δυνάμεις που πολύ δύσκολα πλέον θα μπορούσε να ελέγξει στο κοντινό μέλλον. Μάλιστα, σε συνδυασμό με την επιστροφή στην «ομαλή» και ακώλυτη πολιτική αντιπαράθεση, ξεκίνησε εκείνη την περίοδο να αναδίνεται μια πολύ διαφορετική οπτική γωνία των πραγμάτων, καθώς οι φυσικοί εκφραστές της «αντίπερα όχθης», ήταν πια ελεύθεροι. Η έντονη κόπωση λαού και στρατού από τις συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις και τις κατά καιρούς μερικές ή γενικές επιστρατεύσεις, ο συμμαχικός αποκλεισμός, η «τρομοκρατία» των «Γυπαραίων» Κρητικών χωροφυλάκων, σχεδίασαν το μίγμα της κυβερνητικής αντιπάθειας. Ένα μίγμα που τα κεντρικά στελέχη των Φιλελευθέρων έδειχναν να μην έχουν αντιληφθεί την σοβαρότητα και την έντασή του, καθώς τις πρώτες ώρες της ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων επικράτησε αμηχανία, αν όχι πανικός. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η συνεχής απουσία του πρωθυπουργού στο εξωτερικό εκείνη την περίοδο, γεγονός που απέπνεε την εικόνα ενός «ακυβέρνητου καραβιού» που οι επιτελείς του Βενιζέλου δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν.
Οι συγκυρίες και εδώ όμως, έπαιξαν τον ρόλο τους. Ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου έδωσε στα πράγματα απροσδόκητη τροπή. Επανέφερε το καθεστωτικό στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης την στιγμή που οι Φιλελεύθεροι είχαν ήδη διατυπώσει προτάσεις για τον ρόλο της δυναστείας στο μέλλον, παρόλο που σκόπιμα υποβάθμιζαν την σημασία του καθώς δεν τους ευνοούσε πολιτικά. Η χηρεία όμως του θρόνου περνούσε ως «όπλο» στους αντιπάλους πια. Η εκλογική αναμέτρηση πλέον μετατρεπόταν σε ένα άτυπο δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου στον θρόνο. Η αποδοχή του Βενιζέλου για ρύθμιση της εκκρεμότητας, μετά την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας συνιστούσε μιας πρώτης τάξεως αυτοπαγίδευση.
Έτσι εκείνο το βράδυ, ο Βενιζέλος, οι ξένοι εμπειρογνώμονες αλλά και η Αντάντ δοκίμασαν μια πικρή έκπληξη. Η ήττα, αποτέλεσμα και του εκλογικού νόμου, καθώς η λαϊκή ψήφος ήταν υπέρ των Φιλελευθέρων(μελετητές αμφισβητούν αυτήν την πρωτοκαθεδρία προσθέτοντας και την νοθεία της στρατιωτικής ψήφου καθώς κάθε στρατιώτης ψήφιζε ότι του υπεδείκνυε ο Βενιζελικός διοικητής του) έδωσε διέξοδο στα ένστικτα που υπέφεραν κατά την διάρκεια της «Βενιζελικής τυραννίας», μια περιόδου αναμφίβολα αυταρχικής. Οι σκηνές εκείνης της νύχτας όπου φιλοκωνσταντινικοί υποχρέωναν βενιζελικούς να ψάλλουν όρθιοι το λαϊκό άσμα «Του Αητού ο Γιός»-παρέπεμπε στον Κωνσταντίνο-, ήταν ενδεικτικές ανθρώπων και διαθέσεων που σκόπευαν μόνο να αντεπιτεθούν. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που στις συγκεντρώσεις της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσις» κραύγαζαν για τα Μικρασιατικά εδάφη: «Δεν τα θέλομε»…
Οι συνέπειες εκείνης της κάλπης, είχαν ως ξεκάθαρο επιμύθιο την Μικρασιατική συμφορά. Οι αντιβενιζελικοί, ακολούθησαν παρελκυστική πολιτική που με μαθηματική ακρίβεια τους οδήγησε στην ρήξη με την Αντάντ. Από την μια δεν πρωθυπουργοποίησαν τον Γούναρη, αλλά τον γηραιό και φιλο-ανταντικό Ράλλη, από την άλλη επανέφεραν στον θρόνο τον Κωνσταντίνο με ένα εξόφθαλμα νόθο δημοψήφισμα. Ο γυναικάδελφος του Κάιζερ παρέμενε «κόκκινο πανί» για τους Αγγλογάλλους. Η εκκωφαντικά ουδέτερη στάση των Άγγλων και ο εναγκαλισμός Γάλλων και Σοβιετικών με τους Τούρκους έβαλαν το θλιβερό υστερόγραφο της διπλωματικής απομόνωσης το 1921. Οι θεωρίες συνωμοσίας που αναπτύχθηκαν για αυτήν την εκλογική αναμέτρηση όπως και σε άλλες περιπτώσεις υπήρξαν και εδώ ανθεκτικότατες στο χρόνο κερδίζοντας πολλούς οπαδούς και θιασώτες. Η ανθρωπιστική τραγωδία όμως της Μικρασιατικής παραλίας κάθε άλλο παρά φαντασιακή υπήρξε.
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι Ιστορικός και εργάζεται στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση