Ανθρωποι που έζησαν τον μεγάλο συνθέτη γράφουν και μιλούν για εκείνον.
Τα τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα (1922-1990) είναι βαθιά ριζωµένα µέσα µας. Στην πραγµατικότητα δεν νοείται να σκεφτούµε τη συλλογική µας ταυτότητα χωρίς αυτά. Σήμερα, 7 Απριλίου, συµπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του στα Τρίκαλα. Με αυτή την αφορµή άνθρωποι δικοί του και συνεργάτες του γράφουν και µιλούν για τον συνθέτη στο Documento. Ο Κώστας Καλδάρας αναφέρεται στην καθηµερινότητα του πατέρα του µε την οικογένειά του, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης στα µυστικά της λαϊκής µουσικής που έµαθε κοντά του, ο Γιώργος Νταλάρας στη σχέση εκτίµησης και εµπιστοσύνης που είχαν µεταξύ τους, ο Σταµάτης Κόκοτας στη συνεργασία τους που ξεκίνησε µε το «Ονειρο απατηλό», ο Λάκης Χαλκιάς στη γνωριμία τους, ενώ η Χαρούλα Λαµπράκη περιγράφει την πρώτη φορά που πήγε στο σπίτι του για να προβάρουν ένα από τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια, το οποίο κρύβει από πίσω µια τραγική ιστορία.
Στην καθημερινότητα της οικογένειας
Του Κώστα Καλδάρα
Συνθέτη – στιχουργού
Μόνο κάποιες σκόρπιες νότες από μια κιθάρα έσπαγαν τη σιωπή μες στο σπίτι. Η μητέρα μου είχε τελειώσει με το φαγητό και ο πατέρας μου ξεκινούσε ένα καινούργιο τραγούδι. Εγώ κρυφάκουγα κάνοντας όσο περισσότερη ησυχία μπορούσα. Υστερα από λίγες ώρες, καμιά φορά και μέρες, το πρόσωπο του πατέρα μου άλλαζε όψη και εμφανιζόταν ένα κρυφό χαμόγελο, αλλά και κάποια αγωνία στο βλέμμα του. Το τραγούδι φαίνεται ότι είχε ολοκληρωθεί και είχε έρθει η στιγμή για να δώσει τις εξετάσεις του. Μαζευόμασταν λοιπόν η οικογένεια στο καθιστικό και ξεκινούσε η διαδικασία της έγκρισης ή της απόρριψης. Στη θέση του μεγάλου κριτή ήταν η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ξεκινούσε την εισαγωγή, έμπαινε στο πρώτο κουπλέ, μετά στο ρεφρέν και φινάλε.
– Λούλα, πώς σου φάνηκε;
– Ανατρίχιασα! Μπράβο, Τόλιο μου!
Ενα γελάκι ικανοποίησης διαγραφόταν στο πρόσωπο του πατέρα μου, αλλά κάποιες φορές δεν διαρκούσε για πολύ.
– Ξέρεις, Απόστολε, ίσως στο ρεφρέν αυτή η φράση να μην είναι η καλύτερη.
Το σκηνικό άλλαζε, ο μεγάλος κριτής είχε μιλήσει και ο Απόστολος επέστρεφε στο δωμάτιο με την κιθάρα του για μια δεύτερη προσπάθεια.
Η εμπιστοσύνη που έδειχνε ο πατέρας μου στο έμπειρο αυτί της μητέρας μου έφερνε πραγματικά όμορφα αποτελέσματα. Επειτα από λίγο ένα υπέροχο τραγούδι ήταν έτοιμο να δισκογραφηθεί. Αυτή ήταν η καθημερινότητα για την οικογένειά μας.
Κάποιες φορές άλλαζε ο τρόπος. Μπροστά στο γραφείο του υπήρχε μια κόλα χαρτί με γραμμένους κάποιους στίχους. Τις περισσότερες φορές ο πατέρας μου έκανε κάποιες προσθήκες ή διορθώσεις ή συμπλήρωνε τους στίχους έτσι ώστε να παντρεύονται, όπως έλεγε, με τη μουσική. Ετσι η παρέα της ακρόασης συμπληρωνόταν και με την παρουσία του στιχουργού. Τότε ξεκινούσε και το τραγούδισμα του καινούργιου έργου με πρώτες φωνές, δεύτερες φωνές, ιδέες για μουσικές γέφυρες και κατέληγε στην επιλογή του ερμηνευτή ή της ερμηνεύτριας.
Η διαδικασία της πρόβας με τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ερχόταν στο σπίτι μας, η μητέρα μου ετοίμαζε καφέ ή μεζέδες, ο πατέρας μου ξεκινούσε να διδάσκει το τραγούδι με πολύ αυστηρό τρόπο, αφού δεν ήθελε να ξεφύγει από τον μουσικό δρόμο ούτε νότα. Σε αυτό ο πατέρας μου ήταν απόλυτος· όπως είχε εμπνευστεί το τραγούδι έτσι ακριβώς έπρεπε να αποδοθεί από τον ερμηνευτή του. Πολλές φορές ήταν τα τραγούδια δύσκολα και γι’ αυτό οι περισσότεροι τραγουδιστές καθόντουσαν δίπλα του και νότα νότα τα μάθαιναν. Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία είχαμε ακούσει πάρα πολλές φορές το τραγούδι και φυσικά το είχαμε μάθει απέξω. Ακόμη όμως τίποτε δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο πατέρας μου κλεινόταν πάλι στο γραφείο, μπροστά του είχε το πεντάγραμμο και ξεκινούσε η ενορχήστρωση. Σκόρπιες νότες και πάλι αγκάλιαζαν τη βασική μελωδία, στόλιζαν το τραγούδι και αυτό έπαιρνε τον δρόμο για την ηχογράφηση στο στούντιο.
Ο πατέρας μου ετοιμαζόταν, φρόντιζε να είναι καλοντυμένος και πήγαινε στο στούντιο όπου ξεκινούσε η τελική διαδρομή της δημιουργίας. Οταν γυρνούσε σπίτι –προτού ακόμη περάσει καλά καλά την πόρτα– ξέραμε πώς είχε πάει το στούντιο· η έκφρασή του τα έλεγε όλα. Εάν φαινόταν χαρούμενος, ξέραμε ότι όλα πήγαν καλά, ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια τα είχε καταφέρει και υπήρχε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Οταν όμως έμπαινε λίγο σκεπτικός ή στενοχωρημένος ξέραμε ότι κάποιο πρόβλημα είχε παρουσιαστεί. Μια βραχνάδα, ένα γρέζι, μια κουρασμένη ίσως φωνή είχε αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί η ηχογράφηση. Αυτό όμως δεν κρατούσε πολύ και σε λίγες μέρες, ίσως και εβδομάδες μερικές φορές, ολοκληρωνόταν το τραγούδι και ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει στον κόσμο.
Τότε ξεκινούσε το επόμενο στάδιο της αγωνίας. Συνήθως ήταν μεσημέρι, καθόμασταν στο τραπέζι όλοι μαζί για να φάμε, την ώρα που οι δισκογραφικές εταιρείες είχαν στο ραδιόφωνο τις διαφημιστικές τους εκπομπές. Θα παιχτεί το τραγούδι μας, δεν θα παιχτεί; Θα αρέσει στον κόσμο; Θα έχει πωλήσεις; Μέχρι να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα η αγωνία μάς έκανε παρέα. Οταν μαθαίναμε ότι πήγαινε καλά το τραγούδι –και αυτό συνέβαινε τις περισσότερες φορές– στο σπίτι επικρατούσε πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα και ο Απόστολος Καλδάρας ετοιμαζόταν για να γράψει το επόμενο τραγούδι συνεχίζοντας αυτό τον κύκλο της υπέροχης δημιουργίας.
Ανυπέρβλητος λαϊκός συνθέτης
Του Γιώργου Νταλάρα
Ερμηνευτή
Ο Απόστολος Καλδάρας, πέρα από το αυτονόητο ότι είναι ένας πολύ μεγάλος, ανυπέρβλητος λαϊκός συνθέτης, διακρίθηκε για το εύρος των συνθέσεών του και τα πολυάριθμα τραγούδια του με μεγάλη μουσική αξία και διαφορετικότητα. Χρωστάω πολλά στον Καλδάρα. Ηταν μες στην πεντάδα των ανθρώπων που με εμπιστεύτηκαν στο ξεκίνημά μου και αυτό το ενδιαφέρον του εξελίχθηκε γρήγορα σε μια βαθιά και αμετάκλητη σχέση εκτίμησης, αγάπης και εμπιστοσύνης. Τον έλεγα «θείο» – έγινα φίλος με τον Κώστα, τον γιο του, και αγαπούσα την κυρία Λούλα σαν μάνα μου. Εχει σημασία να κατανοήσουμε ότι ο Απόστολος Καλδάρας μπήκε βαθιά στο λαϊκό τραγούδι από αγάπη και αγωνία. Δεν ήταν μέλος της ρεμπέτικης παρέας. Καταγόταν από αστική οικογένεια, ήταν μορφωμένος και είχε βαθύτατη γνώση της βυζαντινής μουσικής. Αυθεντικός και δημιουργικός μουσικός ο ίδιος, πηγαίο ταλέντο με μεγάλες δυνατότητες, εύστροφος, μας άφησε περιουσία ένα μεγάλο ρεπερτόριο που όχι μόνο κάλυψε ένα μεγάλο μέρος του λαϊκού τραγουδιού από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, αλλά έγινε ρεύμα με απόλυτη επιτυχία.
Είναι πολύ σημαντικό, ξέρετε, να ακούμε ένα καταπληκτικό τραγούδι που συγκινεί μικρούς και μεγάλους για πάνω από μισό αιώνα. Αυτό συνέβαινε και συμβαίνει διαρκώς με τα τραγούδια του Καλδάρα. Θα έφταναν γι’ αυτό μόνο μερικά τραγούδια όπως τα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο», «Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ», «Οποια και να ’σαι», «Ονειρο απατηλό», «Ας πάν’ στην ευχή τα παλιά», «Τέλος δεν έχει ο ουρανός» ή αργότερα τραγούδια από τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό εσπερινό». Ο Καλδάρας συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Ελληνες τραγουδιστές, αναδεικνύοντας και καταγράφοντας σπουδαίες ερμηνείες μέσα από τα τραγούδια του. Είναι μια ευτυχής συγκυρία ότι το αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα –συγκεκριμένα στη «Μικρά Ασία», στον «Βυζαντινό εσπερινό» και στα σπουδαία λαϊκά του τραγούδια– που γίνεται στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στις 18 Ιουνίου, συμπίπτει με τα 100 χρόνια από τη γέννησή του και τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Οπως τον γνώρισα, όπως τον έζησα
Του Θανάση Πολυκανδριώτη
Συνθέτη – δεξιοτέχνη του μπουζουκιού
Η πρώτη μου εμφάνιση είναι δίπλα στον Απόστολο Καλδάρα όπου παίρνω το βάπτισμα του επαγγελματία μουσικού. Ο Απόστολος Καλδάρας είναι ήδη συνδεδεμένος με τις μεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες. 1963-64 στην Κοκκινιά. Χειμερινή σεζόν στο κέντρο Κεφάλα στη Νίκαια, «λαϊκό σχολείο» το έλεγαν. Η ταυτότητα του Κεφάλα Κέντρον: ΚΕΦΑΛΑ Δ/ΝΣΙΣ ΑΦΟΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΤΗΛΕΦ. 492.415.
«Εγκαίνια σήμερον Σάββατον 3 Οκτωβρίου με το καλύτερο λαϊκό συγκρότημα της εφετινής σαιζόν. Μιχάλης Μενιδιάτης, η νέα μεγάλη φίρμα του λαϊκού τραγουδιού, Γεράσιμος Κλουβάτος, ένας από τους πιο γνωστούς συνθέτες. Επίσης Νίκος Γιουλάκης, Απ. Νικολαΐδης, η Φούλη Δημητρίου, η νέα αποκάλυψις του λαϊκού τραγουδιού, η Μαίρη Καλ, η Ρέτα Νήρου, Μανώλης Αμπελιώτης (Χιωτάκης) μπουζούκι – Θανάσης Πολυκανδριώτης μπουζούκι, Τάκης Σούκας ακορντεόν και η διεθνούς φήμης ακροβατική ατραξιόν Χριστίνα Ατλάντικ. Το πρόγραμμα θα παρουσιάζει ο γνωστός κομφερασιέ και τραγουδιστής Γιώργος Πάρης. Συμμετέχουν και η Σεβάς Χανούμ, ο Σπύρος Δημητρίου (ο μικρός Τσιγγάνος), η γυναίκα του Σούκα Θεανώ στο τραγούδι, ο Νίκος Μπουρλιάσκος στο πιάνο, ο Γιαννάκης Παπαντωνίου στην ντραμς ο Κώστας Καπετάνιος στη λαϊκή κιθάρα».
Ο Αμπελιώτης, φίλος του πατέρα μου και πολύ καλός τραγουδιστής, μου έμαθε πολλά. Μπουζούκι έπαιζαν και ο Καλδάρας και ο Κλουβάτος αλλά και ο Μενιδιάτης.
Λένε ότι οι εμπειρίες μεγαλώνουν και ανυψώνουν τον άνθρωπο. Πόσο τυχερός ήμουν που βρέθηκα δίπλα σε μεγαθήρια όταν ήμουν ένα δεκαπεντάχρονο αμούστακο παιδί και έμαθα από πρώτο χέρι τα μυστικά της λαϊκής μουσικής. Είναι υποχρέωσή μου και άξιο να το αναφέρω ότι το 1952 στην ίδια θέση, στο ίδιο πάλκο του Κεφάλα καθόταν ο πατέρας μου και καλός φίλος του, μαζί με τον θεό του μπουζουκιού, τον Μπέμπη (Δημήτρης Στεργίου), και τον Φώτη Μιχαλόπουλο.
Ενα βράδυ θυμάμαι και ενώ το πρόγραμμα δεν είχε αρχίσει ακόμη ο Καλδάρας είχε στα χέρια του ένα πακέτο τσιγάρα Sante –αυτό με την όμορφη κοπέλα απέξω–, το άνοιξε να καπνίσει ένα και έκανε την κίνηση να το πετάξει σε ένα καλάθι στην άκρη του πάλκου αφού ήταν το τελευταίο. Τότε με κοιτάει που τον παρακολουθούσα και μου λέει: «Θανασάκη, αυτός είναι ο φόρος της βλακείας».
Εκείνα τα χρόνια άρχισα να γράφω και εγώ τα πρώτα μου τραγούδια, επηρεασμένος από τον Απόστολο τον οποίο και θαύμαζα για την ευγένειά του· ήταν ήσυχος άνθρωπος παρόλο που δούλευε στο πάλκο. Και έγραψα 18 τραγούδια σε στίχους κάποιων στιχουργών φίλων του πατέρα μου, ο οποίος και με παρότρυνε να προσπαθήσω να γράψω. Τα πρώτα μου τα τραγούδησαν σε δισκάκια 45 στροφών ο Πάνος Γαβαλάς, ο Νίκος Γιουλάκης, η Α. Αλιφραγκή, ο Σ. Κύπριος και άλλοι.
Στη συνέχεια έμεινα με τον Απόστολο στη δισκογραφία, αφού στου Κεφάλα ήταν η τελευταία του εμφάνιση εξαιτίας του θανάτου της κόρης του Μαρίας που τον στιγμάτισε. Το έζησα
όλο αυτό από κοντά. Με έπαιρνε όμως στις ηχογραφήσεις για πολλά χρόνια. Εχω παίξει στη «Μικρά Ασία», στον «Βυζαντινό εσπερινό» και σε πάρα πολλά άλλα τραγούδια του, είτε στη δισκογραφία είτε στις ελληνικές ταινίες.
Αργότερα γύρω στα 1979 αρχίσαμε να κάνουμε οικογενειακή παρέα στους Θρακομακεδόνες, αφού ήμασταν γείτονες. Εκεί μείναμε μέχρι το τέλος του πολύ καλοί φίλοι – τον έζησα στις καθημερινές ώρες του πολύ καλά. Κάθε δυο μέρες ήμασταν με τη Μάγδα σπίτι του και παίζαμε μπιρίμπα – είχαμε κάνει και τουρνουά στο σπίτι μας με τη Μάγδα που μαζί με τη Λούλα του Απόστολου ήταν πολύ καλές. Αυτά τα χρόνια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ μου. Κάποια μέρα έγραψα μια εισαγωγή σε ένα τραγούδι μου και όλοι στο στούντιο μου είπαν ότι ήταν του Καλδάρα. Εγώ τρελάθηκα και πήγα να του το πω. Η απάντησή του αφού μου ζήτησε να παίξω την εισαγωγή αυτή ήταν: «Θανασάκη, ξέρεις πόσες φορές κι εγώ έπεσα πάνω σε άλλους συνθέτες; Μην έχεις πρόβλημα και άσ’ την έτσι γιατί γεννήθηκε από σένα». Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό γιατί έδειξε έτσι την ταπεινότητα που τον διέκρινε.
Ο Απόστολος είχε σταματήσει από τις πίστες από τότε που έχασε την κόρη του Μαρία. Τότε που κάναμε παρέα λέει στη Μάγδα που την αγαπούσε ιδιαίτερα: «Για πες μου, ρε Μαγδούλα, τι να κάνω; Μου έγινε πρόταση να παίξω με τον Κουγιουμτζή στο Μισέλ στο Σύνταγμα. Τι λες; Οτι πρέπει να πάω;». Του λέει η Μάγδα: «Και βέβαια να πας, Απόστολε. Είσαι νέος ακόμη και ο κόσμος σε αγαπάει και θέλει να σε δει στην πίστα». Και της λέει: «Για πες μου πώς είναι εκεί; Πώς διασκεδάζει ο κόσμος; Τι θα μου ζητάνε; Κι έχω μάθει ότι ρίχνουν λουλούδια. Τι να κάνω αν μου πετάξουν κι εμένα;». «Ναι» του λέει, «έτσι είναι. Αν σου πετάξουν, θα πεις ευχαριστώ και θα ανταποδώσεις και εσύ την κίνηση αυτή». «Αχ σε ευχαριστώ πολύ, Μάγδα μου» της είπε και έγινε αυτή η συνεργασία με τον Σταύρο τον οποίο εκτιμούσε πολύ. Για μένα αυτοί οι δυο γίγαντες της ελληνικής μουσικής ήταν η προσωποποίηση της ευγένειας, του ήθους και της ταπεινότητας.
Δίδαξα τον Καλδάρα στο πανεπιστήμιο ως μια προσωπικότητα ιδιαίτερη για την ελληνική μουσική. Αλλά και στους νέους στη σχολή μου τους έλεγα για τις στιγμές που ζήσαμε όταν έγραφε.
Ο συνθέτης που αγαπούσε τους τραγουδιστές του
Του Σταμάτη Κόκοτα
Ερμηνευτή
Με τον Απόστολο Καλδάρα γνωριστήκαμε πριν από πολλά χρόνια. Με διάλεξε από την Columbia για να πω το «Ονειρο απατηλό» σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Εκανα τεράστια επιτυχία τότε διότι ήταν πολύ μεγάλο τραγούδι. Με κάλεσε στο σπίτι και μου έπαιξε το τραγούδι, με ρώτησε αν μου αρέσει. Οχι μόνο μου άρεσε, είχα ενθουσιαστεί. Μου είπε ότι αυτό το τραγούδι θα έλεγα σε δύο μέρες. Και το τραγούδησα. Και στη συνέχεια είπα και πολλά άλλα δικά του. Του άρεσε η φωνή μου και πολύ σύντομα γίναμε ζευγάρι αχώριστο στο τραγούδι. Οταν έβρισκε τραγουδιστή τον αγαπούσε πολύ. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν κύριος με τα όλα του. Κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι του έκανε τα πάντα για να με περιποιηθεί. Θυμάμαι ότι έβαζε τη γυναίκα του να μου βράσει το τσάι και δεν τον θυμάμαι να λέει ποτέ κακιά κουβέντα για κανέναν. Ο Καλδάρας είχε το ταλέντο και την ικανότητα να γράφει τραγούδια που γίνονταν πολύ μεγάλες επιτυχίες. Κι αυτό είναι πολύ μεγάλο ταλέντο. Θα τον θυμάμαι όσο ζω γιατί ήταν εξαιρετικός κύριος και μου συμπεριφέρθηκε άψογα.
Η ιστορία ενός τραγουδιού
Της Χαρούλας Λαμπράκη
Ερμηνεύτριας
Τον Απόστολο τον γνώρισα όταν ήμουν πάρα πολύ μικρή, στα δεκαέξι μου, τότε που ξεκίνησα τη διαδρομή μου στο τραγούδι. Με ζήτησε και μου έδωσε ένα πολύ όμορφο τραγούδι που έγινε και η πρώτη μου μεγάλη επιτυχία. Είναι το «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά» που ο κόσμος το ξέρει και με τον τίτλο «Αν υπάρχουνε αγάπες». Με φώναξε να πάω στο σπίτι του στους Θρακομακεδόνες για να κάνουμε πρόβα. Οταν μπήκα μέσα τον είδα που ήταν δακρυσμένος και τον ρώτησα τι είχε. Δεν μου είπε τίποτε. Κοίταξα τότε σε ένα έπιπλο, μια κομότα λίγο παραπέρα που επάνω είχε ένα βαζάκι, τρία τέσσερα κεράκια, ένα καντηλάκι και τη φωτογραφία ενός κοριτσιού. Πήρε την κιθάρα του και άρχισε να παίζει: «Αν υπάρχουνε αγάπες και στην άλλη τη ζωή, η δική μου η αγάπη θα είσαι πάλι μόνο εσύ». Και μου λέει: «Το έχω γράψει για το παιδί μου». Δεν μου είχε πει ότι είχε πεθάνει το παιδί του. Ο κόσμος πίστευε ότι πρόκειται για ερωτικό τραγούδι. Αυτό με έβγαλε από την ανωνυμία. Είμαι τυχερή που ξεκίνησα την καριέρα μου με ένα τόσο καλό δικό του τραγούδι. Μετά μου έδωσε «Τα καλά όλου του κόσμου». Δεν έτυχε να πω άλλα δικά του. Ομως γνωριστήκαμε και με τη γυναίκα του, την κυρία Λούλα, γίναμε φίλοι. Ηταν εξαιρετικός άνθρωπος ο Καλδάρας – άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης.
Η γνωριμία μου με τον Απόστολο Καλδάρα
Του Λάκη Χαλκιά
Ερμηνευτή
Πρώτη μου γνωριμία με τον Απόστολο ήταν όταν πήρα το μπουζούκι στα χέρια μου, περίπου 14 χρόνων, αφού πριν έπαιζα κιθάρα από επτά χρόνων, και το πρώτο τραγούδι που έπαιξα ήταν το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν από τους πιο συμπαθείς ανθρώπους και τον ένιωθα πιο κοντά μου, γιατί είχα μάθει πως η οικογενειακή του ρίζα ήταν από την Ηπειρο (Μέτσοβο) – αυτό και μόνο με έκανε να τον συμπαθήσω ακόμη περισσότερο. Οταν αργότερα έτυχε να τον γνωρίσω στα γραφεία της Columbia και είδα τι άνθρωπος ήταν, ο θαυμασμός μου και η εκτίμησή μου προς το πρόσωπό του έγιναν πολύ μεγαλύτερα. Από τη γνωριμία μας αυτή μού γεννήθηκε και η επιθυμία να συνεργαστώ μαζί του και να τραγουδήσω με την πρώτη ευκαιρία που θα βρίσκαμε σε ένα δίσκο με τραγούδια του. Και γράφω με την πρώτη ευκαιρία γιατί εκείνο τον καιρό συνεργαζόμουν με τον Γιάννη Μαρκόπουλο.
Η ευκαιρία αυτή ήρθε περίπου το 1980. Ηταν η πρώτη φορά που πήρα το θάρρος για να πάω να χτυπήσω την πόρτα ενός συνθέτη και να ζητήσω συνεργασία. Αυτό έγινε με τον Απόστολο Καλδάρα και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που έκανα το μεγάλο αυτό βήμα, γιατί ενώ οι περισσότεροι συνθέτες με αγαπούσαν και με εκτιμούσαν ως τραγουδιστή και συνεργάστηκα μαζί τους στα διάφορα λαϊκά κέντρα, περίμενα πάντα να μου προτείνουν αυτοί, όπως π.χ. όταν συνεργάστηκα στο κέντρο Το Χάραμα το 1965-66 με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και ένα βράδυ καθώς τελειώσαμε μου λέει «ρε Χαλκιόπουλο, να έρθεις μαζί μου το πρωί στο στούντιο να γράψουμε δυο τραγούδια». Και πήγαμε ξενύχτες και τα γράψαμε. Από αυτούς με τους οποίους ήθελα να συνεργαστώ γιατί μου άρεσαν ντρεπόμουν να τους ζητήσω συνεργασία γιατί τους είχα πολύ ψηλά σε εκτίμηση, τους θαύμαζα αλλά δεν είχα το θάρρος να φτάσω μέχρι εκεί ή τύχαινε να είναι σε άλλη δισκογραφική εταιρεία οπότε πάλι ήταν αδύνατον να συνεργαστούμε. Για τον λόγο αυτό απέρριψα κάποιους μεγάλους συνθέτες εκείνης της εποχής και αυτό το πλήρωσα ακριβά, αφού αυτοί είχαν το πάνω χέρι στις δισκογραφικές εταιρείες.
Με τον Απόστολο, η πρώτη συνάντηση έγινε την άνοιξη του 1979, όταν τον πήρα τηλέφωνο και μου έκλεισε ραντεβού για να πάω να τον δω στο σπίτι του στους Θρακομακεδόνες. Εγώ του έλεγα πόσο θαυμάζω και εκτιμώ τη δουλειά του και αυτός μου έλεγε τα ίδια για τον πατέρα μου τον Τάσο Χαλκιά και πόσο του άρεσε το παίξιμό του, ιδίως στα μοιρολόγια.
Έτσι γνώρισα και την υπέροχη γυναίκα του, την κυρία Λούλα που ήταν μια γλυκύτατη και χαρισματική σύντροφος του Απόστολου.
Αυτή ήταν και η αρχή της συνεργασίας μας με την ολοκλήρωση του δίσκου με τον γενικό τίτλο: «Τα λαϊκά μονοπάτια», που ολοκληρώθηκε μέσα σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για την Columbia, αφού η εταιρεία είχε αρχίσει να χάνει την αγορά του δίσκου, να σταματάει την παραγωγή του Ελληνικού ρεπερτορίου και να δίνει περισσότερο βάρος και ενδιαφέρον στο να πλασάρει το ξένο ρεπερτόριο στην ελληνική αγορά.
Η δισκογραφική συνεργασία μου με το Απόστολο θα μου μείνει αξέχαστη γιατί ήξερε πώς να διδάξει το τραγούδι στον τραγουδιστή και κυρίως, τι ήθελε να πάρει από αυτόν, αφού γνώριζε πρώτα τις δυνατότητες που είχε ο καθένας μας. Στο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα γλυκό χαμόγελο, που σου έδινε κουράγιο και δύναμη να τραγουδήσεις και να βγάλεις τον καλύτερό σου εαυτό και ειδικά όταν άκουγε κάτι που τον ευχαριστούσε από τον συνεργάτη του, τότε έφεγγε ολόκληρος από ευχαρίστηση.
Οι κουβέντες του ήταν λίγες αλλά κατασταλαγμένες γεμάτες σοφία και γνώση, απαύγασμα όλων αυτών που είχε περάσει και που όταν έβλεπε ότι απέναντί του έχει καλό δέκτη που τον καταλάβαινε έλεγε τα πιο όμορφα και σοφά πράγματα που για μένα ήταν μάθημα και μου έγιναν κτήμα, αλλά και προσπάθεια πολλά από αυτά που μου είπε να τα μεταλαμπαδεύσω στους νεότερους τραγουδιστές και σ’ αυτούς που δεν βλέπουν μόνο βιοποριστικά αυτή τη δουλειά, για να μην την πω λειτούργημα, αλλά σε εκείνους που πρώτα την σέβονται, την αγαπούν και δεν την υποβιβάζουν και δεν την προσβάλουν.
Αυτός ήταν ο Απόστολος Καλδάρας ένας σπουδαίος δημιουργός, μουσικός, γνώστης αυτής της δουλειάς και κύρια σεβόμενος τον Άνθρωπο, έγραψε τραγούδια που μας συντροφεύουν και θα συντροφεύουν κάθε απλό άνθρωπο σε όλες τις καλές, αλλά και στις δύσκολες στιγμές μας, τραγούδια που εκφράζουν όλα τα ωραία συναισθήματα, έτσι όπως ακριβώς ήταν και ο ψυχικό κόσμος του συνθέτη. Τραγούδια να μπορούμε να αγωνιζόμαστε μέσα από αυτά για καλύτερες μέρες, σε όλα τα επίπεδα τις ζωής μας, για την Ειρήνη στον κόσμο και την πραγματική αγάπη, αυτή που το κάθε ζευγάρι ονειρεύεται να έχει, που δένει την οικογένεια, την κοινωνία και τελικά τον λαό μας. Το τραγούδι «Με γέρασε η ξενιτιά», ήταν από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια και ειδικά όταν πήγα στην Αμερική, ήταν το τραγούδι που τραγουδούσα σχεδόν κάθε βράδυ στα μαγαζιά που δούλευα.
Δεν το κρύβω ότι το τραγούδι αυτό, με συνέδεσε συναισθηματικά ακόμα περισσότερο με τον Απόστολο και αυτό ήταν η αρχή να ψάχνω και για άλλα τραγούδια του, έτσι που ένα μεγάλο μέρος από τα λαϊκά τραγούδια που τραγουδούσα να είναι δικά του, ώστε μετά από χρόνια όταν δημιούργησα το έργο «2.500 χρόνια ελληνική μουσική». Το τραγούδι αυτό ήταν από τα πρώτα που σκέφτηκα να βάλω στο έργο, ως από τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια που γράφτηκαν για την ξενιτιά στο Λαϊκό μας τραγούδι.
Ο Απόστολος Καλδάρας, καταχώρησε στην Ιστορία της Συλλογικής μνήμης των Ελλήνων ένα σπάνιο ενθύμημα, αφού μελέτησε την τέχνη των ήχων της βυζαντινής και ευρωπαϊκής μουσικής και έχοντας στη μνήμη του, τους ήχους της γενέθλιας γης, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, μας άφησε ένα ανυπέρβλητο μουσικό έργο, ως παρακαταθήκη, ώστε να τοποθετείται επάξια στο Αγιολόγιο των σπουδαίων μορφών του κόσμου της τέχνης Του.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΛΔΑΡΑΣ είναι ο δημιουργός που σφράγισε με την ζωή του και τα τραγούδια του όλη αυτή την περίοδο, πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την μετά, και που στη συνέχεια έδωσε μια άλλη αισθητική μουσική εικόνα, στο σύγχρονο ελληνικό λαϊκό μας τραγούδι. Με τις δημιουργίες του έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στους πρώτους του λαϊκού μας τραγουδιού, θέση που επάξια εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κρατάει και είναι ένας από αυτούς που η συμβολή τους στην πορεία του λαϊκού – ρεμπέτικου τραγουδιού μας δεν είναι απλώς σημαντική αλλά καθοριστική.
Όσο για μας όλους θεωρούμε ότι ποτέ δεν έχει φύγει από κοντά μας, μιας και κάθε βράδυ μας συντροφεύει με τα τραγούδια του και τον βλέπουμε με τα μάτια του μυαλού μας να μας ακούει και να μας χαμογελάει.