Εξοστράκισαν τα σωματεία από τις «φυτείες» της Amazon

Εξοστράκισαν τα σωματεία από τις «φυτείες» της Amazon

Ο Τζεφ Μπέζος δικαιώνει τη φήμη του σκληρού εργοδότη καταργώντας ουσιαστικά το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι.

Μεγάλη ήττα για το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ, με ευρύτερες επιπτώσεις, είναι η απόρριψη από τους εργαζόμενους της Amazon στην Αλαμπάμα της πρότασης για σύνδεση με το Σωματείο Εργαζομένων Καταστημάτων Λιανικού και Χονδρικού Εμπορίου (RWDSU).

Η απόφαση που υποστήριξαν 1.798 εργαζόμενοι έναντι μόλις 738 οι οποίοι υποστήριξαν τη συνδικαλιστική ένωση καταδεικνύει πόσο δυσμενές για τον κόσμο της εργασίας είναι το τοπίο στις ΗΠΑ, ειδικά στον χειμαζόμενο από την ανεργία αμερικανικό νότο.

Νομοθεσία-εμπόδιο

Στις ΗΠΑ παραδοσιακά οι εταιρείες έχουν πολλαπλούς μοχλούς πίεσης των εργαζομένων. Δεν είναι υποχρεωμένες να δέχονται εκπροσώπους σωματείων στις εγκαταστάσεις τους αν δεν είναι υπάλληλοί τους. Επίσης, η εργατική νομοθεσία ορίζει ότι χρειάζεται πάνω από το 50% των εργαζομένων να συμφωνεί ότι επιθυμεί την εκπροσώπηση από σωματείο.

Ο εργατικός νόμος ψηφίστηκε το 1935 όταν ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ δημιούργησε το Εθνικό Συμβούλιο Εργατικών Σχέσεων (National Labor Relations Board – NLRB) ώστε να λειτουργεί ως διαιτητής στις διαφορές εργοδοσίας και εργαζομένων. Αρχικός του σκοπός δεν ήταν να εμποδίζει την οργάνωση στον χώρο εργασίας αλλά με τον καιρό οι εργοδότες το μετέτρεψαν σε εμπόδιο για τα συνδικαλιστικά όργανα.

Πέρα όμως από το δύσβατο για τα εργατικά δικαιώματα νομικό πεδίο της χώρας, η Amazon έχει στη διάθεσή της και τις παραδοσιακές μορφές πίεσης, με μια νότα τεχνολογικής εξέλιξης για να ταιριάζει στο καινοτομικό προφίλ της. Πρόκειται για μια εταιρεία που φημίζεται για τις σκληρές συνθήκες εργασίας, με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για εργαζόμενους που ουρούν σε μπουκάλια για να μη φύγουν από το πόστο τους και οδηγούς να στερούνται τα φιλοδωρήματά τους.

Πριν από την ψηφοφορία η διοίκηση της αποθήκης δημιούργησε έναν αντι-συνδικαλιστικό ιστότοπο, ενώ έστελνε μηνύματα στα κινητά των εργαζομένων, οι οποίοι καταγγέλλουν ότι παρακολουθούνται σε κάθε τους κίνηση μέσα και έξω από τον χώρο εργασίας. Η Amazon σχεδόν τετραπλασίασε τον αριθμό των εργαζομένων στην αποθήκη έτσι ώστε να διαλύσει τη συσπείρωση.

Από τους 5.800 εργαζόμενους μόνο οι 2.000 αιτήθηκαν κάρτες έγκρισης από το NLRB, ήτοι περί το 35%. Ένα τέτοιο ποσοστό δεν άφηνε χώρο για αισιοδοξία. Έπειτα έκανε προσωπικά τετ-α-τετ με τους εργαζόμενους και τους ανάγκασε να παρακολουθήσουν ομαδικές συνελεύσεις όπου προπαγάνδιζε τις εργοδοτικές απόψεις. Η διοίκηση άφησε να εννοηθεί ότι αν οι υπάλληλοι οργανωθούν, οι μισθοί και τα προνόμιά τους θα κοπούν, ακόμη κι ότι η αποθήκη μπορεί να κλείσει.

Έτσι το σωματείο RWDSU καταγγέλλει ως άκυρη την ψηφοφορία, καθώς ισχυρίζεται ότι η εταιρεία άσκησε αθέμιτες πιέσεις στους εργαζόμενους, κάτι που βέβαια αρνείται η Amazon.

Η εργατική τάξη των ΗΠΑ

Πριν από πενήντα χρόνια ένας στους τρεις εργαζόμενους ήταν μέλος κάποιου σωματείου. Αυτό σήμαινε ότι ήταν ευκολότερες οι κινητοποιήσεις για υψηλότερους μισθούς και προνόμια, κάτι που επηρέαζε συνολικότερα την οικονομία καθώς σε επιχειρήσεις που δεν καλύπτονταν από τα σωματεία οι εργοδότες έπρεπε να προσφέρουν καλύτερες συνθήκες εργασίας για να δελεάσουν το εργατικό δυναμικό.

Τώρα το ομοσπονδιακό Γραφείο Εργατικών Στατιστικών (Bureau of Labour Statistics – BLS) εκτιμά ότι το ποσοστό των εργαζομένων που είναι μέλη σωματείων ήταν 10,8% για το 2020, σημειώνοντας μικρή αύξηση 0,5% από το προηγούμενο έτος. Αν και το ποσοστό φαίνεται μικρό, αποτελεί τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση συμμετοχής σε συνδικαλιστικά όργανα εδώ και 40 χρόνια.

Την ίδια στιγμή ο απόλυτος αριθμός των μελών μειώθηκε το 2020 κατά 321.000. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κομμάτι των εργαζομένων που δεν ήταν οργανωμένο σε σωματεία χτυπήθηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα.

Βάσει της ανάλυσης του κέντρου Ερευνών Pew στα στοιχεία του BLS, 7,3% των εργαζομένων που δεν ήταν σε κάποιο σωματείο έχασε τη δουλειά του, σε αντίθεση με το 2,2% των οργανωμένων. Ως αποτέλεσμα το συνολικό ποσοστό των οργανωμένων αυξήθηκε.

Περισσότερη δύναμη

Η προοδευτική πτέρυγα των Δημοκρατικών πίεζε κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το σχέδιο ανάκαμψης έτσι ώστε να συμπεριληφθεί και πρόβλεψη αύξησης του κατώτατου ημερομίσθιου στα 15 δολάρια την ώρα. Αυτό φυσικά δεν συνέβη, καθώς οι κομματικές ισορροπίες που έγερναν προς το κέντρο δεν επέτρεψαν την ευόδωση τέτοιου σχεδίου. Οι φωνές υπέρ των εργατικών δικαιωμάτων όμως μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα δεν έχουν σιγάσει εντελώς.

Ο Δημοκρατικός βουλευτής Ρόμπερτ Κορτέζ Σκοτ υποστηρίζει, μαζί με τη γερουσιαστή από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα Πάτι Μάρεϊ, το νομοσχέδιο για την Προστασία του Δικαιώματος στον Συνδικαλισμό, που έχει εισαχθεί προς ψήφιση στη Γερουσία. Το σχέδιο προβλέπει: α) να επιτρέπεται στα σωματεία να συλλέγουν συνδρομές και από μη μέλη, παρακάμπτοντας έτσι τον κανόνα του 50%, β) την απαγόρευση των συγκεντρώσεων από την εργοδοσία κατά της οργάνωσης των εργαζομένων, γ) την αποτροπή εκδικητικών απολύσεων λόγω συνδικαλιστικής δράσης.

Αν το νομοσχέδιο περάσει από τη Γερουσία, ο Μπάιντεν είπε ότι θα το υπογράψει για να γίνει νόμος. Ο Μπάιντεν έχει επίσης τη δυνατότητα να αλλάξει τους κανόνες εκλογών των σωματείων τώρα που επιτέλους ορίστηκε υπουργός Εργασίας ο Μάρτι Γουόλς στον τρίτο μήνα θητείας της τωρινής κυβέρνησης.

Επίσης, στην προεκλογική καμπάνια του ο Αμερικανός πρόεδρος υποσχέθηκε να θέσει σε πολύχρονο αποκλεισμό από κρατικά συμβόλαια όσους εργοδότες υπερβαίνουν τα εσκαμμένα στο να εμποδίσουν την οργάνωση σε σωματείο.

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter