Τράπεζα Ελλάδος: Το 37,5% της περιουσίας τους έχασαν οι Ελληνες την περίοδο 2000-2015

Τράπεζα Ελλάδος: Το 37,5% της περιουσίας τους έχασαν οι Ελληνες την περίοδο 2000-2015

Ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών υποχώρησε 37,5% την περίοδο 2008-2016 σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος την οποία υπογράφουν οι κυρίες Κωνσταντίνα Μάνου και Ευαγγελία Παπαπέτρου.

Από την μελέτη που φέρει τίτλο: “Η οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών στην Ελλάδα: Πρόσφατες εξελίξεις και προοπτικές”, προκύπτει ότι κατά την επιδείνωση της κρίσης, παρατηρείται αποστροφή προς τον κίνδυνο και αναδιάταξη του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών, με προτίμηση για τις πιο άμεσα ρευστοποιήσιμες μορφές χρηματοοικονομικού πλούτου, όπως οι καταθέσεις, ενώ το μερίδιο σε μετοχές, χρεόγραφα και αμοιβαία κεφάλαια μειώθηκε σημαντικά.

Η πρόσφατη εικόνα του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών (α’ τρίμηνο του 2016) αποτυπώνεται στην αύξηση του μεριδίου διακράτησης μετρητών στο 17,1% από 10,3% το α’ τρίμηνο του 2014 και στη μείωση του μεριδίου των μετοχών στο 18,1% από 26,7%. Το μερίδιο των καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο συγκριτικά με το α’ τρίμηνο του 2014.

Από την ανάλυση αναδεικνύονται τρεις υποπερίοδοι:

α) Η πρώτη αφορά το διάστημα από το α’ τρίμηνο του 2002 έως και το δ’ τρίμηνο 2007, όπου παρατηρείται αύξηση του καθαρού χρηματοοικονομικού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών κατά 30,4% (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 2,6%). Η αύξηση αυτή είναι απόρροια του συνδυαστικού αποτελέσματος της αύξησης τόσο της αξίας του συνόλου του ενεργητικού (αύξηση κατά 69,0% – μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 7,3%) όσο και της αξίας του συνόλου του παθητικού (των υποχρεώσεων) των νοικοκυριών (αύξηση κατά 254,1%3 – μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 24,8%). Έτσι, το δ’ τρίμηνο του 2007 ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος ανέρχεται στα 217,5 δισεκ. ευρώ.

β) Η δεύτερη υποπερίοδος εκτείνεται από το α’ τρίμηνο του 2008 έως και το β’ τρίμηνο του 2012, διάστημα κατά το οποίο οι συνολικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών συνέχισαν να αυξάνονται (21,7%, μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 5,9%), ενώ συγχρόνως μειωνόταν η αξία του συνόλου του ενεργητικού τους (-33,8%, μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου-7,6%), καθώς η ανοδική τάση που χαρακτήριζε τις τιμές των χρηματοοικονομικών στοιχείων τους είχε πλέον αντιστραφεί, εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης που αργότερα μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους. Ως αποτέλεσμα, το β’ τρίμηνο του 2012 ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος είχε υποστεί μείωση κατά 65,3% (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου – 18,4%) συγκριτικά με το α’ τρίμηνο του 2008 και διαμορφώθηκε σε 75,6 δισεκ. ευρώ.

γ) Τέλος, η τρίτη υποπερίοδος οριοθετείται από το γ’ τρίμηνο του 2012 έως και το α’ τρίμηνο του 2016, διάστημα κατά το οποίο οι συνολικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών περιορίζονταν (-20,9%, μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου -5,2%), ενώ παράλληλα αυξανόταν η αξία του συνολικού ενεργητικού τους (12,9%, μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 3,4%). Ο παραπάνω συνδυασμός έδρασε ενισχυτικά στον καθαρό χρηματοοικονομικό πλούτο των νοικοκυριών, ο οποίος αυξήθηκε κατά 79,8% (μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής περιόδου 16,4%) συγκριτικά με το γ’ τρίμηνο του 2012 και ανήλθε στα 135,9 δισεκ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2016. Συνολικά, την περίοδο α’ τρίμηνο 2008-α’ τρίμηνο 2016 ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος των νοικοκυριών υποχώρησε κατά 37,5%.

Σύνθεση χαρτοφυλακίου των ελληνικών νοικοκυριών

α) Πριν από την κρίση (συγκεκριμένα το δ’ τρίμηνο του 2007), οι μετοχές, τα χρεόγραφα και τα αμοιβαία κεφάλαια αποτελούσαν το 40,2% του συνόλου του ενεργητικού. Οι καταθέσεις αντιπροσώπευαν το 49%, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για ένα ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον, γεγονός που καταδεικνύει απροθυμία ανάληψης κινδύνου εκ μέρους των ελληνικών νοικοκυριών, η οποία ευνοεί ασφαλή επενδυτικά προϊόντα με δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης. Το μερίδιο του νομίσματος σε κυκλοφορία ήταν αμελητέο (3,2%).

β) Κατά την όξυνση της κρίσης με αποκορύφωμα το β’ τρίμηνο του 2012, η οικονομική αβεβαιότητα αύξησε τη ροπή των νοικοκυριών προς αποθησαυρισμό, με αποτέλεσμα το μεν μερίδιο των μετρητών να αυξηθεί σημαντικά, από 3,2% που ήταν πριν την έναρξη της κρίσης σε 17,6% του συνόλου του ενεργητικού των νοικοκυριών, το δε μερίδιο των καταθέσεων από 49,0% σε 59,7%, εις βάρος κυρίως του μεριδίου των μετοχών, που περιορίζεται σημαντικά στο 3,9% από 26,9%, και των χρεογράφων, που υποχωρεί στο 6,3% από 8,3%.

γ) Το α’ τρίμηνο του 2014 η εικόνα της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών μοιάζει με αυτήν προ της κρίσης αναφορικά με τις κατηγορίες των μετοχών (26,7% στο σύνολο του χαρτοφυλακίου) και των καταθέσεων (49,3%). Η διαφορά έγκειται κυρίως στο αυξημένο μερίδιο του νομίσματος σε κυκλοφορία (10,3% από 3,2%) και στο μειωμένο μερίδιο των χρεογράφων (1,4% από 8,3%) επί του συνόλου του χαρτοφυλακίου συγκριτικά με τα προ κρίσης μερίδια.

δ) Η πρόσφατη εικόνα του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών (α’ τρίμηνο του 2016) αποτυπώνεται στην εκ νέου αύξηση του μεριδίου διακράτησης μετρητών στο 17,1% από 10,3% το α’ τρίμηνο του 2014 και στη μείωση του μεριδίου των μετοχών στο 18,1% από 26,7%. Το μερίδιο των καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο συγκριτικά με το α’ τρίμηνο του 2014.

Documento Newsletter