Ειδικοί ψυχολόγοι-παιδοψυχολόγοι μιλούν στο Documento για τις μορφές του σχολικού εκφοβισμού, τα αίτια, τις συνέπειες και τον ρόλο της οικογένειας και των δημόσιων λειτουργών και υπηρεσιών
«Η αδελφή». «Ο ξένος». «Ο χοντρός». «Ο άσχημος». «Ο ψηλός». «Ο κοντός». «Αυτός που φοράει γυαλιά». «Αυτή που φοράει κοντές φούστες». «Αυτή που φλερτάρει με μεγαλύτερους». «Το φυτό». «Ο χαζός». Αυτά είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που ακούνε πολλά παιδιά από τους συμμαθητές τους. Χαρακτηρισμοί που τραυματίζουν την παιδική και εφηβική ψυχοσύνθεση περισσότερο από τα πραγματικά χτυπήματα που συχνά δέχονται από τους «ισχυρούς» του σχολείου. Παιδιά που δεν είναι υποχρεωτικά τα πιο ευαίσθητα. Θύμα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε.
Η σχολική κοινότητα είναι σκληρή. «Κοινωνία της ζούγκλας» την αποκαλούν άλλωστε συχνά οι μαθητές. Και πώς να μην είναι όταν η κοινωνία βρίθει από περιστατικά οικογενειακής έντασης. Τα παιδιά μιμούνται και προσπαθούν να τα επαναλάβουν στους συμμαθητές τους. Σε τέτοιες τραγικές στιγμές, όπως η αυτοκτονία του 15άχρονου μαθητή στην Αργυρούπολη ή παλιότερα του Βαγγέλη Γιακουμάκη, κάθε λέξη μοιάζει περιττή, αφού τα πάντα επισκιάζονται από τον βουβό πόνο για το παιδί που χάθηκε. Πόνο που δεν πρέπει να καλύψουν ο χρόνος και η λησμονιά επειδή το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού δεν καταλαγιάζει.
Υπολογίζεται ότι ένα στα τρία παιδιά παγκοσμίως υπήρξε θύμα bullying. Το ίδιο ποσοστό, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Σχολικού Εκβιασμού, απηχεί και την ελληνική πραγματικότητα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ποσοστό που έφερε την Ελλάδα στην τέταρτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στις περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού. Τέτοια οδυνηρά περιστατικά μπορεί να μη συμβαίνουν παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, εντούτοις όλη η κοινωνία οφείλει να αφουγκραστεί τις τελευταίες λέξεις που έγραψε το αδικοχαμένο παιδί, ώστε να μη βρεθεί άλλο στη θέση του. Αλλωστε τα τραύματα στα παιδιά- θύματα μπορεί να μη στάζουν αίμα, αλλά παραμένουν ανεξίτηλα και τα συντροφεύουν. Σαν θύμηση ότι στη ζωή τους θα υπάρχει πάντοτε κάποιος «ισχυρός». Σε δηλώσεις του ο υπουργός Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων ανέφερε μεταξύ άλλων ότι σημαντικός παράγοντας για την έκφραση του παιδικού εκφοβισμού αλλά και της βίας τα οποία επικρατούν στην κοινωνία είναι τα βιντεοπαιχνίδια: «Δεν μπορεί ένας γονιός να παίρνει βιντεοπαιχνίδι στο παιδί του, όπου σε δέκα λεπτά σκοτώνονται δέκα άτομα και μετά να κατηγορεί την κοινωνία ότι υπάρχει βία».
Βία όμως υπήρχε πριν από την ύπαρξη των βιντεοπαιχνιδιών. Και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο από την παιδική ήδη ηλικία μπολιάζονται νοοτροπίες ανταγωνισμού και επικράτησης και όχι αλληλεγγύης. Χρειάζεται επομένως ρηξικέλευθη αντιμετώπιση από την πολιτεία, η οποία ελπίζουμε ότι θα έρθει μέσω και της τεράστιας καμπάνιας ενάντια στις ποικίλες μορφές της βίας που εξήγγειλε ο υπουργός ότι θα ξεκινήσει στα σχολεία από το φθινόπωρο.
«Ο δυνατός θέλει να επιβληθεί»
«Για να θεωρηθεί ένα συμβάν ως bullying βάσει της βιβλιογραφίας θα πρέπει να γίνεται σε τακτικά διαστήματα μέσα στην εβδομάδα. Ομως ένα έντονο γεγονός και μια φορά να συμβεί μπορεί να πλήξει το θύμα» ανέφερε στο Documento ο ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος Γιώργος Τσανάκας. Ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να είναι άμεσος ή έμμεσος. «Αμεσος είναι όταν υπάρχει “πρόσωπο με πρόσωπο” επαφή, δηλαδή χτυπήματα και χαρακτηρισμοί. Πιο επικίνδυνος όμως είναι ο έμμεσος, αφού δεν γίνεται αντιληπτός και μπορεί να περιλαμβάνει την απομόνωση ενός παιδιού, την κοροϊδία του, ακόμη και τον διαδικτυακό εκφοβισμό».
«Ενας πιο δυνατός βρίσκει κάποιον θεωρητικά πιο αδύναμο προκειμένου να του επιβληθεί. Πρόκειται για διακρίσεις που δημιουργούνται από το πλαίσιο όπου ζει το παιδί, την κοινωνία που το περιβάλλει, τη σχολική κοινότητα, ακόμη και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν στιγματιστεί ένα παιδί ως ομοφυλόφιλος, ξένος, κοντός, χοντρός, άσχημος, αδύναμος, τότε γίνεται εύκολος στόχος και ο ισχυρός θα κερδίσει» συμπληρώνει ο ίδιος.
Καταπιεσμένα συναισθήματα και οικογενειακό περιβάλλον
Σχετικά με τις αιτίες που δύνανται να οδηγήσουν ένα παιδί στον ρόλο του θύτη, ο κ. Τσανάκας εξηγεί ότι αυτό μπορεί να συμβεί επειδή «έχει δεχτεί το ίδιο εκφοβισμό, όποτε είναι θύτης-θύμα. Μπορεί να δέχεται εκφοβισμό μέσα στην οικογένειά του. Η ένταση στο οικογενειακό περιβάλλον μεταφέρεται από τους γονείς στα παιδιά που αναζητούν τρόπο να ξεσπάσουν. Ακόμη μπορεί να οφείλεται στο χαμηλό μορφωτικό υπόβαθρο της οικογένειας, το ηλικιακό χάσμα με τους γονείς ή στην έλλειψη χρόνου που αυτοί διαθέτουν για τα παιδιά. Το παιδί συσσωρεύει εκνευρισμό και ξεσπάει, εκτοξεύοντας αυτά τα καταπιεσμένα συναισθήματα, αφού προσπαθεί να μιμηθεί συμπεριφορές που βιώνει στο οικογενειακό του περιβάλλον».
Η ανατροφή ενός παιδιού έχει καταλυτική σημασία: «Τελευταίες έρευνες συγκρίνουν το γονίδιο με το κοντινό περιβάλλον, αναφορικά με το ποιος από τους δύο τομείς επηρεάζει περισσότερο την εκδήλωση διάφορων συμπεριφορών. Στις περισσότερες περιπτώσεις σημαντικότερο ρόλο διαδραματίζει το κοντινό μας περιβάλλον. Η βιβλιογραφία έχει δείξει ότι ο θύτης είναι συνήθως μη δημοφιλές παιδί, πιθανόν καταπιεσμένο από το σπίτι του, το οποίο θέλει να τραβήξει την προσοχή, να δημιουργήσει φιλίες και αρκετά συχνά μπορεί να συνδεθεί με την παραβατικότητα στην ενήλικη ζωή του».
Οσον αφορά το θύμα σχολικού εκφοβισμού, «θα εμφανίσει χαμηλή αυτοπεποίθηση, αίσθημα απόρριψης και εκδήλωση αρνητικών συναισθημάτων όπως υπερβολικό άγχος και αγωνία μην ξανασυμβεί αντίστοιχο περιστατικό. Αυτό μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε τάσεις απομόνωσης». Ακόμη μπορεί να εκδηλωθούν ψυχοσωματικά προβλήματα «όπως δερματικά, αναπνευστικά, πονοκέφαλος, μειωμένη όρεξη και αϋπνίες. Δεν σημαίνει ότι αν εμφανιστούν τέτοια συμπτώματα το παιδί είναι θύμα σχολικού εκφοβισμού, εντούτοις οι γονείς θα πρέπει να προσέχουν για τυχόν νέες και “παράξενες” συμπεριφορές». Πρόκειται για μια κατάσταση που εμφιλοχωρεί κινδύνους για την ενήλικη ζωή του θύματος, «δηλαδή να εμπιστεύεται δύσκολα άλλους ανθρώπους, να έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση, να είναι παθητικός στις σχέσεις του, να μην εκφράζει εύκολα τη γνώμη του ή να δέχεται bullying στην εργασία του». Δυστυχώς όμως, όπως αποδεικνύει και το πρόσφατο τραγικό περιστατικό, μπορεί να εκδηλωθούν «καταθλιπτικά συναισθήματα και συμπεριφορές τα οποία σπάνια οδηγούν σε αυτοκτονίες».
Πολλές φορές τα θύματα δεν καταγγέλλουν τη βία που υφίστανται: «Το παιδί πρέπει να νιώθει άνετα για να μιλήσει. Συχνά οι θύτες απειλούν ότι αν μιλήσει θα το δείρουν. Είναι πολύ εύκολο να “παίξουν” με την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού με χαμηλή αυτοπεποίθηση –συνήθως ζει σε κλειστό και ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον– και να το φοβίσουν».
«Πιθανή συνέπεια ο αυτοκτονικός ιδεασμός»
«Εχουν υπάρξει πολλές περιπτώσεις παιδιών που βίωσαν εκφοβισμό και έχουν κάνει σκέψεις αυτοτραυματισμού, οι οποίες είναι μια αυτοκτονικά ισοδύναμη σκέψη» ανέφερε στο Documento ο Στέφανος Αλεβίζος, ψυχολόγος και υπεύθυνος του τμήματος Ενημέρωσης Παιδιών, Γονέων και Εκπαιδευτικών του Χαμόγελου του Παιδιού. Αυτά τα παιδιά σύμφωνα με τον κ. Αλεβίζο «δεν θέλουν να αυτοκτονήσουν, αλλά πρόκειται για έναν κίνδυνο που ενδέχεται να υπάρξει. Σε όλο τον κόσμο η εμφάνιση αντίστοιχων περιστατικών είναι μεγάλη. Ο σχολικός εκφοβισμός δυστυχώς υπάρχει σαν φαινόμενο και βάσει πληθώρας μελετών έχει φανεί ότι ο αυτοκτονικός ιδεασμός αποτελεί μια πιθανή συνέπειά του».
Αναφορικά με το εάν τέτοια περιστατικά αυξάνονται τα τελευταία χρόνια, ο κ. Αλεβίζος σχολίασε πως «η απουσία εθνικού συστήματος καταγραφής τέτοιων περιστατικών δεν μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε αύξηση και αλλαγή των ποιοτικών χαρακτηριστικών του φαινομένου. Τόσο όμως στην εθνική γραμμή SOS όσο και στο τμήμα Πρόληψης του Xαμόγελου του Παιδιού οι κλήσεις αυξάνονται. Δεν ξέρω αν υπάρχει αύξηση των περιστατικών, τα παιδιά όμως πλέον ξέρουν πού να καταγγείλουν τέτοια περιστατικά».
Οπως όλες οι εκφάνσεις βίας «έτσι κι αυτή υπακούει στην έκφραση της σωματικής αλλά και της λεκτικής βίας. Σε άλλες περιπτώσεις η ενδοσχολική βία λαμβάνει μια σεξουαλική έκφραση, για παράδειγμα εναντίον παιδιών που ανήκουν στην ομοφυλοφιλική κοινότητα. Αυτό υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο την ανάγκη για πρόληψη, αφού σε μια κοινωνία που επιζητά την ισότητα και την αποδοχή όλων των ανθρώπων δεν θέλουμε τέτοιες συμπεριφορές να ανατροφοδοτούνται και να γεννιούνται στο σχολείο».
«Διαμόρφωση κουλτούρας ενάντια στον εκφοβισμό»
Στο ερώτημα αν η σχετική κρατική βοήθεια είναι ελλιπής, ο κ. Αλεβίζος επισήμανε ότι «οι δημόσιοι λειτουργοί και οι δημόσιες υπηρεσίες δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν την εκπαιδευτική κοινότητα, αφού υπάρχει έλλειψη ανθρώπων. Οι σχετικές δομές είναι υποστελεχωμένες». Το Χαμόγελο του Παιδιού διεξάγει το πρόγραμμα πρόληψης και ευαισθητοποίησης Real Life Stories: «Χρησιμοποιούμε διάφορα εργαλεία προκειμένου να εκπαιδεύσουμε τους εκπαιδευτικούς για τον τρόπο που μπορούν να χειριστούν το ζήτημα». Το 2017 πραγματοποιήθηκαν από την οργάνωση σχετικές διαδραστικές παρεμβάσεις πρόληψης σε 14.502 μαθητές, 1.533 γονείς και 167 εκπαιδευτικούς σε σχολεία όλης της Ελλάδας, ενώ η Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης για παιδιά (116 111) παρείχε συμβουλευτική υποστήριξη σε 289 ανηλίκους που κάλεσαν για θέματα εκφοβισμού.
Το σημαντικότερο, σύμφωνα με τον κ. Αλεβίζο, είναι «η διαμόρφωση μιας κουλτούρας ενάντια στον εκφοβισμό. Θα πρέπει να ενισχυθεί η ετοιμότητα του σχολείου προκειμένου να υπάρξει πιο άμεση επέμβαση. Μπορεί η εύκολη απάντηση να είναι πως το σχολείο δεν αντιμετωπίζει καλά τέτοια περιστατικά, εντούτοις οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί με τα μέσα και τα εργαλεία που διαθέτουν κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Οι δράσεις που γίνονται δεν είναι εναρμονισμένες και ενταγμένες σε ένα συντονισμένο σχέδιο αντιμετώπισης, με αποτέλεσμα να μένουν αναξιοποίητες».
«Σημαντική η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών»
«Ο παιδικός εκφοβισμός είναι φαινόμενο που υπήρχε και θα υπάρχει, γι’ αυτό δεν μπορούμε να καλύψουμε τα μάτια μας» δήλωσε στο Documento ο αντιπρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος Σταύρος Πετράκης. «Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τέτοια περιστατικά είναι ελάχιστα έως ανύπαρκτα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να παρακολουθούμε τις συμπεριφορές των παιδιών στο σχολείο προκειμένου να παρέμβουμε».
Σημαντικό ρόλο προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο διαδραματίζει «η επιμόρφωση και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών επί του ζητήματος, ώστε να προσεγγίσουν αποτελεσματικά το παιδί και να το βοηθήσουν να “λυθεί”. Τα παιδιά που είναι θύματα σχολικού εκφοβισμού νιώθουν ένοχα και κλείνονται στον εαυτό τους. Είναι φαινόμενο που θα πρέπει να βρίσκεται μόνιμα στον πυρήνα σκέψης και παρέμβασής μας. Θα πρέπει να σπάσει η σιωπή και τα παιδιά να περιγράψουν αυτές τις καταστάσεις που τους δημιουργούν συναισθηματική φόρτιση, που δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν και μπορεί να οδηγήσουν σε δυσάρεστες έως και τραγικές εκπλήξεις».
Σχετικά με τις μορφές που λαμβάνει ο παιδικός εκφοβισμός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο κ. Πετράκης σχολίασε: «Τα παιδιά αρκετά συχνά τσακώνονται ή αναδεικνύουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός παιδιού και το λοιδορούν. Αυτά δεν μπορούμε να τα βαφτίσουμε εκφοβισμό, αφού είναι αναμενόμενο στην παιδικότητα. Αυτό που δεν πρέπει να συμβαίνει είναι χρονιότητα και κλιμάκωση τέτοιων συμπεριφορών, τα οποία θα οδηγήσουν σε μεγάλες συναισθηματικές διαταραχές». Αναφορικά με το αν υπάρχει έλλειψη εκπαιδευτικών εργαλείων και τεχνικών προκειμένου οι δάσκαλοι να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, ο κ. Πετράκης κρίνει ότι «όταν βρίσκεσαι σε έναν χώρο με ευαίσθητες παιδικές ψυχές και κανένα εφόδιο να μην έχεις είσαι υποχρεωμένος να ενημερωθείς λόγω επαγγελματισμού».