Υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστημίου οδηγείται στη φυλακή ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, επειδή διατηρούσε σχέσεις με νεαρό που είχε συλληφθεί ως εμπλεκόμενος με την οργάνωση “Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς”.
Και μπορεί ο σύντροφος της να αθωώθηκε από το πρωτόδικο κιόλας Δικαστήριο, η ίδια όμως, με αφορμή αυτή τη σχέση αλλά και ένα επισφαλές “εύρημα” των εργαστηρίων της αντιτρομοκρατικής, ενεπλάκη σε μια μακροχρόνια δικαστική περιπέτεια που είχε σαν κατάληξη την σημερινή της καταδίκη σε συνολική κάθειρξη 13 ετών και χωρίς να δοθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεσή της.
Στην καταδίκη της 29χρονης κοπέλας που βρέθηκε υπόλογη με ένα βαρύ κατηγορητήριο, το οποίο όπως τονίζουν από την πρώτη στιγμή της σύλληψης της οι συνήγοροι της είναι ο ορισμός της ποινικοποίησης των κοινωνικών συναναστροφών, προχώρησε μετά από πολυήμερη ακροαματική διαδικασία το Β’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας , με σύμφωνη εισήγηση και της εισαγγελέως της έδρας.
Το Δικαστήριο την έκρινε ένοχη χωρίς να της αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό και μετά την καταδίκη της προχώρησε και σε μια ακόμα πιο βαριά τιμωρία στέλνοντάς την στη φυλακή.
Στερώντας της την ελευθερία αλλά και την ακαδημαϊκή καριέρα την οποία “έχτιζε” όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις αντιξοότητες λόγω της δικαστικής της εμπλοκής.
Θ.Μαντάς: “Μεγάλη Απογοήτευση”
Ο συνήγορος της ,Θεόδωρο Μαντάς, δήλωσε στο Documentonews.gr για την επίμαχη απόφαση : «Για πρώτη φορά, μετά από 30 χρόνια πορείας στο χώρο της Δικαιοσύνης, αντιμετωπίσαμε το πιο σκληρό της πρόσωπο. Με συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών, στο πλαίσιο μίας ακατανόητης απόφασης, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικού, ακόμα και στην περίπτωση που μιλάμε για μία υποψήφια Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, η 29χρονη κατηγορουμένη οδηγείται αυτή την ώρα στη φυλακή. Μεγάλη αστοχία και απογοήτευση τόσο για το χώρο της Δικαιοσύνης όσο και για το μέλλον μίας νεαρής κοπέλας, η οποία μόλις ένιωσε τη ζωή της να κατακρημνίζεται και να ενταφιάζεται σε μία αδιέξοδη προοπτική.»
Η Στοχοποίηση
Η 29χρονη στοχοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2011 όταν συνελήφθη ο σύντροφός της, ο οποίος κατηγορήθηκε με το άρθρο 187Α για συγκρότηση, ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, για να αθωωθεί στη συνέχεια ομόφωνα και πλέον αμετάκλητα, από το πρωτόδικο κιόλας Δικαστήριο, με τη σύμφωνη γνώμη και του εισαγγελέα της έδρας, Σωτήριου Μπάγια.
Μάλιστα, η αθωωτική απόφαση για τον σύντροφό της ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξης της συγκρότησης – ένταξης (άρθρ. 187 Α ΄§ 4 ΠΚ) που του αποδίδεται, διότι δεν προέκυψε η παρουσία του σε κρησφύγετα της οργάνωσης και ιδίως σε αυτά που βρέθηκε οπλισμός και, όπως αποδείχθηκε, διατηρούσε κοινωνικές μόνο σχέσεις με τους συγκατηγορούμενούς του… (αναφέρονται ονόματα εμπλεκομένων με τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς) στα πλαίσια του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου, στον οποίο ανήκει».
Η ίδια η 29χρονη είχε τότε εξεταστεί από την Αντιτρομοκρατική, καθώς είχε την ατυχία να βρίσκεται στο σπίτι του συντρόφου της όταν έγινε η σύλληψη του, όπου είχε δώσει και δείγμα DNA και είχε αφεθεί ελεύθερη. Δύο χρόνια αργότερα, το 2013, με αφορμή ένα «εύρημα» των κρατικών εργαστηρίων, από αυτά που και τα ίδια τα Δικαστήρια και μάλιστα για υποθέσεις τρομοκρατίας έχουν αποφανθεί με αποφάσεις τους ότι είναι απολύτως επισφαλή, ενεπλάκη σε έναν δικαστικό Γολγοθά .
Ένα μερικό γενετικό προφίλ, η ταυτοποίηση δηλαδή μέρους του DNA της, που σύμφωνα με τα κρατικά εργαστήρια ανιχνεύθηκε σε γεμιστήρα εκτός όπλου (ανήκε στα ευρήματα που εντοπίστηκαν θαμμένα στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου), οδήγησε στη σύλληψη και την ποινική της δίωξη για «ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση» και «λήψη, κατοχή, μεταφορά και απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος και τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων».
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ένας επίπονος αγώνας, από τη μια για να αντικρούσει τις κατηγορίες και από την άλλη για να κατορθώσει, εν μέσω και κλίματος τρομοϋστερίας, να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
Μετά την απολογία της τότε στον ανακριτή αφέθηκε ελεύθερη με περιοριστικούς όρους, γεγονός που καταδείκνυε την ανεπάρκεια της ένδειξης ενοχής με βάση την οποία είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη σε βάρος της. Λίγες ημέρες αργότερα, ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας όχι μόνο άφησε αιχμές κατά δικαστών για την κρίση τους σε θέματα τρομοκρατίας, αλλά κοινοποίησε και ένα ενημερωτικό σημείωμα κατονομάζοντας όσους κατηγορούνταν για τρομοκρατική δράση, στο οποίο φιγουράριζε και το δικό της όνομα (στον εν λόγω κατάλογο αναφέρονταν και στοιχεία ατόμων που είχαν αθωωθεί από σχετικές κατηγορίες).
Λίγους μήνες αργότερα η κοπέλα, η οποία είχε στιγματιστεί δημόσια από το non paper του κ. Δένδια, παρά τις αντικρουόμενες απόψεις των δικαστών οι οποίοι ασχολήθηκαν με την υπόθεσή της, παραπέμφθηκε τελικά από το δικαστικό συμβούλιο σε δίκη, επειδή εξέλιπαν σ’ αυτό το στάδιο οι ειδικές επιστημονικές γνώσεις. Ακριβώς αυτό προκύπτει από τη σχετική εισαγγελική εισήγηση. Αντί δηλαδή να γίνει εκτίμηση των θεμάτων που ανέκυπταν από τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τη μερική γενετική ταυτοποίηση, η «διάσταση απόψεων» αναφερόταν χαρακτηριστικά «σχετικών με ειδικές επιστημονικές γνώσεις επιβάλλει τον δημόσιο ακροαματικό έλεγχο των απόψεων για τη διακρίβωση της αλήθειας και την εξαγωγή ασφαλούς δικανικής πεποίθησης».
Στο παραπεμπτικό βούλευμα τονίζεται ότι «κανένα στοιχείο που να τη συνδέει με την οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς δεν βρέθηκε από την άρση τόσο του τηλεφωνικού όσο και του τραπεζικού απορρήτου. Περαιτέρω ούτε κατά τη διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας, ούτε όμως και κατά τη διενέργεια έρευνας σε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του πατέρα της προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει την εμπλοκή ή συμμετοχή της». Παρ’ όλα αυτά, στην κατακλείδα του το βούλευμα κάνει λόγο για «σοβαρές ενδείξεις ενοχής», χωρίς να τις προσδιορίζει, αρκούμενο στην απλή αναφορά και μόνο της σχέσης της κατηγορούμενης με τον σύντροφό της και μην αναφέροντας οποιαδήποτε επαφή ή γνωριμία της με οποιοδήποτε άλλο άτομο από αυτά που αναφέρονται στην κατηγορία.
Αξίζει δε να επισημανθεί, σχετικά με την κατηγορία περί μεταφοράς του παράνομου οπλισμού που της αποδίδεται, ότι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, ο οποίος φέρεται να βρισκόταν στην ταράτσα του κτιρίου της Πολυτεχνειούπολης στις 18-11-2011, οπότε και σύμφωνα με την κατάθεσή του έλαβε χώρα η μεταφορά των όπλων, αναφέρεται μόνο σε ένα άτομο, άντρα, και ουδέποτε έχει αναφερθεί σε έτερο άτομο, πολλώ δε μάλλον σε γυναίκα. Ο εν λόγω μάρτυρας έχει καταθέσει τρεις φορές προανακριτικά, αλλά και ενώπιον του δικαστηρίου μην εισφέροντας σε καμία κατάθεσή του οποιοδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο για την 29χρονη. Η ίδια από την πρώτη στιγμή δήλωσε ότι ουδεμία σχέση έχει με τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, ενώ και ιδεολογικά ουδέποτε έχει συνταχθεί με τον συγκεκριμένο χώρο της αναρχικής ιδεολογίας.
Επαχθής για τις σπουδές της όρος
Το 2015 (κι ενώ η δίκη της δεν είχε ακόμη γίνει) δύο βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών, έπειτα και από σύμφωνες εισαγγελικές προτάσεις, έκαναν δεκτό το αίτημα της να αρθεί ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου ο οποίος της είχε επιβληθεί, προκειμένου να μεταβεί στο εξωτερικό για να συμμετάσχει σε συνέδρια που αφορούσαν τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα, ώστε να συνεχίσει την επιστημονική της καριέρα παρά τις αντιξοότητες. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σκεπτικό των επίμαχων βουλευμάτων: «…Η παρακολούθηση του συνεδρίου αυτού από την αιτούσα θα ενισχύσει τόσο τα ακαδημαϊκά της προσόντα όσο και τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα στον επαγγελματικό χώρο» «…Κρίνεται ότι η στέρηση της δυνατότητας σ’ αυτήν παρακολούθησης του ως άνω συνεδρίου κατά το χρονικό διάστημα από… έως… είναι πράγματι επαχθής με βάση την αρχή της αναλογικότητας».
Η ταυτοποίηση
Για την κατηγορία που της αποδίδεται λόγω ανεύρεσης βιολογικού υλικού σε γεμιστήρα εκτός όπλου προσκόμισε τεχνική έκθεση του διορισμένου πραγματογνώμονα Γεώργιου Φιτσιάλου, διδάκτορα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής του Πανεπιστημίου Nice Sophia Antipolis της Γαλλίας, γενικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Κέντρου Γενετικής και Ταυτοποίησης DNA, ο οποίος ειδικεύεται στην ανάλυση/ταυτοποίηση DNA (εγκληματικές έρευνες, αστικές υποθέσεις) και συμπεριλαμβάνεται στους καταλόγους πραγματογνωμόνων των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει ταυτοποίησή της με το επίμαχο μερικό γενετικό προφίλ. O πραγματογνώμονας επισημαίνει στην έκθεσή του ότι σημειώθηκαν «τραγικά λάθη, σοβαρές ελλείψεις και σημαντικές αποκλίσεις από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η διεθνής επιστημονική κοινότητα για την ανάλυση DNA δειγμάτων εγκληματολογικού χαρακτήρα».
«Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε χαρακτηρίζεται ως υλικό χαμηλής ποσότητας και ποιότητας, καθώς βρίσκεται κάτω από το όριο των 200pg/αντίδραση και κατά τη γενετική ανάλυση απέδωσε ένα μη πλήρες (μερικό) και κακής ποιότητας γενετικό προφίλ… Κι ακόμη στη στατιστική ανάλυση δεν συμπεριελήφθη όλα το προφίλ, αλλά μόνο όσοι γενετικοί δείκτες ήταν πλήρως συμβατοί με το γενετικό προφίλ της κατηγορουμένης ενώ οι υπόλοιποι αγνοήθηκαν, καθώς αν είχαν συμπεριληφθεί η κατηγορούμενη θα είχε αποκλειστεί ως δότρια του γενετικού υλικού». Επισφαλές και αβάσιμο το αποτέλεσμα των εκθέσεων .
Η κατηγορούμενη στους ισχυρισμούς ουσίας που κατέθεσε στο δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Σύμφωνα με την έκθεση, ενώ για την ταυτοποίηση ενός ατόμου πέρα από κάθε λογική αμφιβολία απαιτείται είτε πλήρης ταυτοποίηση του ατόμου (16 γενετικοί δείκτες) είτε στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα που να αποδεικνύει τη μοναδικότητα του γενετικού προφίλ, στην προκειμένη περίπτωση ούτε πλήρης γενετική ταυτοποίηση υπάρχει (πέντε {5} γενετικοί δείκτες δεν ταυτοποιούνται έως και αποκλείονται και τρεις {3} γενετικοί δείκτες δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα), ενώ δεν υπάρχει στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα που να αποδεικνύει τη μοναδικότητα του γενετικού μου προφίλ. Δέον να σημειωθεί ότι το στατιστικό αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουν οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των κρατικών εργαστηρίων είναι επισφαλές, αβάσιμο και επιστημονικώς μη αποδεκτό καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί η πληθυσμιακή βάση δεδομένων η οποία προτείνεται από τον κατασκευαστή του αναγνωρισμένου διεθνώς συστήματος και η οποία χρησιμοποιείται διεθνώς, αλλά μια άλλη, παντελώς άγνωστη βάση δεδομένων. Περαιτέρω, η ποσότητα του γενετικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε για ανάλυση είναι κατά πολύ χαμηλότερη από τα όρια του κατασκευαστή, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται έντονα η ύπαρξη επαρκούς ποσότητας γενετικού υλικού για τη διενέργεια ανάλυσης των συγκεκριμένων εξετάσεων ή ακόμη η παραδοχή ύπαρξης περισσοτέρων του ενός ατόμων. Με βάση τα ανωτέρω, οι ως άνω επισφαλείς και επιστημονικά ελλιπείς εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης δεν έχουν καμία αποδεικτική ισχύ και δεν μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία που θα οδηγούσαν στην κρίση περί σοβαρών ενδείξεων ενοχής μου».