Οι Αφροέλληνες της Θράκης

Οι Αφροέλληνες της Θράκης

Το Documento βρέθηκε στα δύο χωριά στο Δέλτα του Νέστου όπου ζουν εδώ και σχεδόν 250 χρόνια οικογένειες αφρικανικής καταγωγής. 

Ρεπορτάζ/φωτογραφία: Νίκος Σερβετάς

Είναι πληθυσμός αφρικανικής καταγωγής που δεν έχει προκύψει από πρόσφατες μεταναστεύσεις αλλά έχει παλαιότερη παρουσία στην περιοχή. Τα χαρακτηριστικά των περισσοτέρων όμως έχουν αλλοιωθεί από τις επιμειξίες και τη συμβίωση με άλλους πληθυσμούς της Θράκης εδώ και περίπου 250 χρόνια. Οι Αφροέλληνες είναι Έλληνες πολίτες και αποτελούν μέρος της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός τους. Οι περίπου 50-100 οικογένειες, τα περισσότερα μέλη των οποίων έχουν καθαρά αφρικανικά χαρακτηριστικά, ζουν σε δύο χωριά στην κοιλάδα του Νέστου, στο Παλιό Εράσμιο και το Άβατο.

«Αν θέλετε να πάτε στους μαύρους θα πάρετε τον επόμενο δρόμο και θα προχωρήσετε καμιά πεντακοσαριά μέτρα» μου λέει κάτοικος του Αβατου που με βλέπει να φωτογραφίζω τη ζωγραφιά με τα δύο παιδικά πρόσωπα, ένα λευκό και ένα μαύρο, στον τοίχο του παιδικού σταθμού που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Στο τέλος των 500 μέτρων υπάρχει μια μεγάλη πλατεία, όπου δεσπόζει το κτίριο του σχολείου και η επιγραφή με γράμματα που δεν μπορώ να διαβάσω. Σπίτια χαμηλά, αγροτικά, ελάχιστοι άνθρωποι στον δρόμο. Ρωτάω κάποιον που σκουπίζει έξω από το πέτρινο περίπτερο. «Στο καφενείο· από κει θα περάσουν σιγά σιγά όλοι».

Ο τρόπος με τον οποίο με υποδέχτηκαν εξαφάνισε τις όποιες επιφυλάξεις είχα. Η συζήτηση άρχισε εύκολα. «Ο Σπάρτακος ήταν ένας από μας» μου λέει ο Ολγκιούν (φωτογραφία κάτω) και με σοκάρει. Ο Σπάρτακος ήταν από τη Θράκη αλλά ήταν λευκός. Ο Ολγκιούν ξέρει ότι και ο ίδιος όπως και οι συγχωριανοί του είναι μακρινοί απόγονοι Αφρικανών σκλάβων κι έτσι αναγνωρίζει στον Θρακιώτη Σπάρτακο έναν εμβληματικό πρόγονο. Ίσως βέβαια και να έχει μπερδευτεί λίγο από το ειδώλιο που έχει δει στο μουσείο των Αβδήρων το οποίο αναπαριστά έναν μαύρο πολεμιστή. Οι αρχαιολόγοι το χρονολογούν στον 5ο π.Χ. αιώνα και θεωρούν ότι βρέθηκε στην περιοχή από την εκστρατεία του Ξέρξη, στον στρατό του οποίου υπήρχαν Αιθίοπες στρατιώτες και σκλάβοι.

Γενικά, πάντως, επικρατεί σύγχυση αναφορικά με την καταγωγή τους. Δεν έχουν εθνολογική σχέση με τους μουσουλμάνους της Κομοτηνής ή τους Πομάκους της Ξάνθης και το λένε και οι ίδιοι. Οι διαφορές στον τρόπο ζωής τους είναι σαφείς. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Λωζάνης ο πληθυσμός τους εμπλουτίστηκε με άλλους που ζούσαν στις γύρω περιοχές, οι οποίοι επέλεξαν να μη μεταφερθούν στην Τουρκία αλλά να παραμείνουν σε χωριά ανατολικά της Χρυσούπολης, όπως επέτρεπε η συμφωνία. Εγκαταστάθηκαν στις παρυφές της κοιλάδας του Νέστου για να βρουν γη και να τη μοιραστούν με Έλληνες επίσης εκτοπισμένους από τα εδάφη της Μικράς Ασίας.

«Με την περιοχή ασχολείται ο υπουργός Εξωτερικών, γιατί να είναι έτσι;» λέει με παράπονο ο Ολγκιούν. Είχε παντρευτεί μια Μολδαβή αλλά δεν τη δέχτηκαν στο σπίτι του και η κοπέλα γύρισε στην πατρίδα της. Ούτε το σχολείο τελείωσε: «Ο δάσκαλος με έλεγε Τούρκο, δεν είμαι Τούρκος. Τα τουρκικά τα μιλάμε όλοι. Έλληνας είμαι και Έλληνας νιώθω και είμαι ακτιβιστής, δεν μου πάει πολύ η θρησκεία».

Ο Εμίν θυμάται τον παππού του που ζούσε στο χωριό. Ο ίδιος είναι παντρεμένος με χριστιανή, μου ανέφερε και το ελληνικό επίθετό της. Τη γνώρισε όταν σπούδαζε στην Ξάνθη· κλέφτηκαν. Τα τρία παιδιά τους είναι λευκά με «μαύρα χαρακτηριστικά» είπε γελώντας. «Πολλά παιδιά είναι έτσι, τα χαρακτηριστικά χάνονται και εμφανίζονται πάλι, βλέπεις λευκή γιαγιά με μαύρο εγγόνι». Παρ’ όλη την απόσταση στέλνει τα παιδιά του σε ελληνικό σχολείο στην Ξάνθη. «Εκεί μαθαίνουν καλύτερα γράμματα, τα προσέχουν».

«Είμαστε ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας που δεν έχει καταγραφεί» μου είπε φεύγοντας ο Εμίν. Η κουβέντα κράτησε πολύ με άλλους που έμπαιναν κι έβγαιναν στο καφενείο: Τον μικρό Σαμπρί που θέλει να πάει να ζήσει στην Τουρκιά διότι εκεί «έχει πιο πολλά παιδάκια σαν εμένα» και την 17χρονη αδελφή του που λέει ότι είναι Ελληνίδα μουσουλμάνα αλλά δεν θα φορέσει ποτέ μαντίλα. Τον Ιγμάν που περιγράφει τις πλάκες που κάνουν σε τουριστικά γραφεία τα οποία οργανώνουν εκδρομές «για να δουν οι τουρίστες τούς μαύρους»! Αυτός οργανώνει τους κατοίκους του χωριού και εξαφανίζονται. «Οι τουρίστες ζητούν πίσω τα λεφτά τους και κάποτε θα σταματήσει αυτό το πράγμα».

Το χρώμα του δέρματος του καθενός δεν έχει σημασία, ούτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Άλλωστε ο αδελφός ή ο πατέρας του μπορεί να μην του μοιάζει σε τίποτα. Μόνο ο Ολγκιούν επιμένει: «Θα βάλω υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές, θα είμαι ο πρώτος μαύρος δήμαρχος στην Ελλάδα». Και μου υπενθυμίζει συνεχώς: «Να μην ξεχάσετε ότι εδώ δεν έρχονται εφημερίδες. Οταν το δημοσιεύσεις να μου στείλεις πολλές για να έχω να τις δείχνω. Θα κάνω το άρθρο κορνίζα και θα το πάω σε αυτούς κάτω, στον Πολιτιστικό Σύλλογο».

Η περίπτωση του Ρασίμ

Είναι ο ιδιοκτήτης του καφενείου του χωριού στο Αβατο. Μας μίλησε ευχαρίστως αλλά δεν ήθελε ούτε τη φωτογραφική μηχανή ούτε το μαγνητόφωνο ανοιχτό. Η περίπτωσή του είναι ξεχωριστή, όπως τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και ο τρόπος σύνταξης των κατά τα άλλα πολύ καλών ελληνικών του. Εγγόνι μουσουλμάνου από τον Καύκασο που έφθασε στην περιοχή στις αρχές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν οι Οθωμανοί ήθελαν να πυκνώσουν με μουσουλμάνους τον πληθυσμό της Θράκης. Μετά τη λήξη του πολέμου, στην ανταλλαγή των πληθυσμών, ως Οθωμανός έπρεπε να φύγει από το χωριό. «“Αυτός είναι καλός άνθρωπος, να τον κρατήσουμε” είπαν οι κάτοικοι του χωριού για τον παππού μου» μας μεταφέρει σήμερα ο Ρασίμ. Ο μόνος τρόπος για να παραμείνει ήταν να κάνει οικογένεια με ντόπια. Και τον πάντρεψαν με μια μαύρη. Ο γιος τους είναι ο πατέρας του Ρασίμ.

«Δεν έχει άλλους σαν εμένα στην περιοχή. Προσπάθησα κάποτε να πάω στην Τουρκία για να ζήσω εκεί, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν μιλάμε τα ίδια τουρκικά, εγώ μιλάω όπως οι μουσουλμάνοι από την Ξάνθη μέχρι την Αδριανούπολη, εμείς τα λέμε θρακιώτικα, αυτά δεν τα καταλαβαίνουν στην Τουρκία. Εδώ γεννήθηκε ο πατέρας μου, εδώ γεννήθηκα εγώ, εδώ θα μείνω. Μόνο που τα παιδιά μου έχουν πάει στη Γερμανία, για δουλειά, ξέρεις, αλλά ούτε εκεί θέλω να πάω. Εδώ θα μείνω».

Όπως σε κάθε καφενείο χωριού

Ιστορίες από τον στρατό, σύγκριση του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, παράπονα ότι όλες οι κυβερνήσεις δίνουν υψηλότερα επιδόματα στους Ρομά «που δεν τα κάνουν τίποτα, ενώ εμείς τα χρειαζόμαστε για λιπάσματα στα χωράφια». «Θα ξαναβγεί ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά έχει στον νομό τρεις βουλευτές κι εμείς εδώ δεν έχουμε δει κανέναν», «χρειάζονται τα λεφτά που δίνει η Αλληλεγγύη», «μεγάλη ανεργία, τα παιδιά μας φεύγουν για τη Γερμανία, να δουλέψουν», «αυτοί που έχουν τα μεγάλα χωράφια όταν είναι να μαζέψουν τη σοδειά φέρνουν εργάτες από τη Βουλγαρία με 20 ευρώ τη μέρα, εμείς προσπαθούμε να ζήσουμε με δυο τρία στρέμματα που έχει ο καθένας».

Η προσπάθεια να στραφεί η συζήτηση στα θέματα της δικής τους μειονότητας δεν προχωράει, σκοντάφτει σε φράσεις όπως «μα δεν έχουμε διαφορές, μαζί ζούμε όλα τα χρόνια, στις γιορτές μας έρχονται, στα πανηγύρια τους πηγαίνουμε», «όταν ήμασταν μικροί παίζαμε με τον Αρχοντή μπάλα στην ίδια ομάδα», «από τότε που μπήκε η δορυφορική τηλεόραση βλέπουμε πιο πολύ τουρκικά κανάλια, τα ελληνικά δεν έχουν τίποτα να δεις».

Συνεργάζονται στον αγροτικό συνεταιρισμό, από τους λίγους που παραμένουν ισχυροί στην Ελλάδα. Πολύ λίγες γυναίκες φοράνε μαντίλα, συνήθως οι μεγαλύτερης ηλικίας. Εχουν το μεγαλύτερο ποσοστό πολιτικών γάμων στη χώρα, ξεπερνά το 80%, όταν στην υπόλοιπη επικράτεια μόλις που υπερβαίνει το 50%: «Για να μην μπλέκουμε με τους παπάδες και τους μουφτήδες και για να παίρνουν και τα κορίτσια κληρονομιά».

Αν υπάρχει κάποια διαφορά, είναι μόνο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων κι αυτή δεν είναι ορατή. «Εμένα η γιαγιά μου ήταν Βουλγάρα άσπρη, ο γιος μου παντρεύτηκε Πομάκα. Εμείς εδώ είμαστε “κρμα”. Κρμα στη γλώσσα μας θα πει “ανακατεμένος”».

Από συζήτηση σε καφενείο στο Παλιό Εράσμιο, ένα από τα δύο χωριά του νομού Ξάνθης που κατοικείται από Αφροέλληνες.

Ήρθαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα

«Η περίπτωση της Ξάνθης δεν είναι καμιά τρομερή ιδιαιτερότητα. Αντίθετα, δεν αποτελεί καν ιδιαιτερότητα. Οι κοινότητες και τα μέλη τους διατηρούν κάποια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τέτοιου τύπου. Ξέρουμε ότι ήρθαν στον σημερινό ελλαδικό χώρο τον 18ο και τον 19ο αιώνα» εξηγεί στο Documento ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

«Απ’ ό,τι γνωρίζουμε από τις διάφορες πηγές, στο πλαίσιο των μετακινήσεων πληθυσμών που γίνονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν στα Βαλκάνια και στη σημερινή Τουρκία άνθρωποι από το Σουδάν και τη νότια Αίγυπτο. Αυτοί που στα τουρκικά ονομάζονται “αράπ”, δηλαδή “μαύροι”. Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν σε διάφορές περιοχές, από το σημερινό Μαυροβούνιο μέχρι τη νότια Τουρκία. Υπάρχουν ακόμη οι κοινότητες οι οποίες στο παρελθόν ήταν πολυπληθείς αλλά σήμερα για διάφορους λόγους, που σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι πολλοί μουσουλμάνοι έφυγαν από τα Βαλκάνια στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, έχουν μείνει πολύ λίγες.

Επειδή οι ίδιοι ήταν μουσουλμάνοι, υιοθέτησαν τη γλώσσα της κοντινής σε αυτούς μουσουλμανικής κοινότητας. Για παράδειγμα, στην Ξάνθη τα τουρκικά, στο Μαυροβούνιο τα αλβανικά. Ανάλογα με την κοινότητα, την περιοχή και την οικονομική κατάσταση διατήρησαν, περισσότερο ή λιγότερο, την ενδογαμία. Η παρουσία τους δεν είναι κάτι παράξενο, διότι υπάρχουν ακόμη πολλές κοινότητες τέτοιου τύπου. Υπήρχαν και στην Κρήτη αλλά τα μέλη τους έφυγαν με την ανταλλαγή πληθυσμών. Μεγάλο μέρος τους, ανεξαρτήτως φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, αφομοιώθηκε από τον τοπικό πληθυσμό και σήμερα μπορεί να είναι χριστιανοί και να μη γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι την καταγωγή τους.

Αναφερόμαστε, λοιπόν, σε αυτές τις κοινότητες που έχουν παραμείνει μουσουλμανικές και τα μέλη τους έχουν διατηρήσει τα χαρακτηριστικά τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κοινότητες αυτές ήταν αποκομμένες από την υπόλοιπη κοινωνία, πολλά από τα μέλη τους ήταν αγρότες. Αυτό είναι το γενικό μοντέλο. Στην Ξάνθη ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε και αυτό το στοιχείο, σε ένα μικρό κομμάτι του».

Ετικέτες

Documento Newsletter