Λίγο πριν από το Πάσχα αναστήθηκε ο τηλεοπτικός Λαζόπουλος. Το χιούμορ του είχε… ενταφιασθεί στο κανάλι του Alpha, αφού είχε δώσει άνιση μάχη με την ποιότητα.
Ο κωμικός ηθοποιός ωστόσο κατάλαβε, έστω και αργά, ότι το «Τσαντίρι» του έμπαζε νερά και προτού βουλιάξει εντελώς στις λάσπες μάζεψε τις κουρελούδες του και μετακόμισε στο κανάλι του Αμαρουσίου μαζί με τους Μήτσους του.
Η επιστροφή του θύμιζε reunion παλιών συμμαθητών. Παρά τα botox αναγνωρίζεις τη σπασίκλα απουσιολόγο από την τσιριχτή φωνή της. Ξαναβρίσκεις τον διπλανό σου στο θρανίο που ύστερα από τόσα χρόνια μπορεί να έχει αποκτήσει προγούλι και κοιλιά, όμως το πρόσωπό του έχει τις ίδιες συσπάσεις όταν γελάει. Κάπως έτσι μας υποδέχτηκε η πρώην χήρα μάνα που τώρα ξαναπαντρεύτηκε όχι ακριβώς άντρα αλλά δέκα εγκεφαλικά και μια δεύτερη σύνταξη. Η πλούσια απογοητευμένη καθώς είναι από τον ΣΥΡΙΖΑ διδάσκεται τώρα την «πτωχική», λαχταρά να έρθει στην κυβέρνηση ο Κυριάκος και επαινεί την προκομμένη Μαρέβα γιατί μόλις άφησε τον Κυριάκο έκανε 48 offshore. Ο στοχαστικός υπαλληλάκος καταδικάζεται στη σιωπή αν δεν ακολουθεί τα ΜΜΕ, η Ελενίτσα κάνει στη μικροαστική κουζίνα της την κλήρωση του μήνα για ποιον λογαριασμό θα πληρώσει, ο Τζίμης ανοίγει σχολή επιβίωσης των φλώρων ενώ το ζευγάρι των συνταξιούχων έχει αυξήσει τη συλλογή του με τα φάρμακα από τη Novartis.
Η πρώτη αίσθηση του τηλεθεατή είναι ότι γεύεται ένα comfort food, το σπέσιαλ φαγητό της γιαγιάς που είχε χρόνια να απολαύσει. Ακολουθεί ενδεχομένως μια αμηχανία σαν κι αυτή που νιώθεις όταν ξανασυναντάς κάποιον μακρινό συγγενή και αρχίζεις να μιλάς για τον καιρό μέχρι να αναβλύσουν οι αναμνήσεις. Ο Λαζόπουλος όμως είναι έξυπνος άνθρωπος. Ξέρει ότι θα ξανακερδίσει το στοίχημα της τηλεθέασης και της χαμένης αξιοπιστίας μόνο αν δεν αφεθεί στη γοητεία της νοσταλγίας και ακονίσει τη γραφίδα και το ταλέντο του στο αμόνι της κοινωνικής κριτικής. Ξέρει επίσης πως η σάτιρα είναι εξ ορισμού επιθετική και όχι αμυντική, δεν χαϊδεύει αυτιά, δεν χρειάζεται πολιτικό δεκανίκι. Στρέφεται ενάντια στον κομφορμισμό, αποτελεί σε φιλοσοφικό επίπεδο την εκδίκηση του ατόμου απέναντι στη μοίρα που τον θέλησε θνητό. Ο μέσος άνθρωπος με τον σαρκασμό νιώθει αφέντης γιατί έχει αντιστρέψει τις σχέσεις της εξουσίας. Στο «Ονομα του Ρόδου» ο Ουμπέρτο Εκο σημειώνει: «Η κωμωδία, η σάτιρα και η μιμική ως θαυματουργά ιάματα φέρνουν την κάθαρση των παθών με την αναπαράσταση του ελαττώματος, της ατέλειας, της αδυναμίας που λειτουργεί λυτρωτικά στην προσπάθεια για την υποτίμηση του υψηλού (σε μια διαβολική αναστροφή) με την αποδοχή του ποταπού».
Το ζητούμενο επομένως για τα επόμενα επεισόδια είναι να μην αναλωθεί σ’ έναν θρήνο, όπως η Μαντάμ Παμπλούτου, για τα περασμένα μεγαλεία με κονιάκ και παξιμάδι. Οι απονήρευτοι δεκαεξάρηδες που ταυτίζονταν με το «πάμε πλατεία;» είναι πλέον υποψιασμένοι και κυνικοί σαραντάρηδες που δεν τους ξεγελάς εύκολα. Το γνήσιο και αυθόρμητο γέλιο δεν εκβιάζεται και δεν αποσπάται με μουχλιασμένες κοινοτοπίες και αβανταδόρικα κλισέ, αλλά ραφινάροντας τον θυμό του κόσμου και μεταποιώντας τον σε τέχνη διαμαρτυρίας. Αυτό το γέλιο έχει ανάγκη το κοινό του σαν μια όαση στο άνυδρο τηλεοπτικό τοπίο. Οι χαρακτήρες αντέχουν. Μένει να αποδειχθεί αν αντέχουν και την προσαρμογή στους χαλεπούς καιρούς.
χ