Αλλαγές που συνέβαλαν στο αστικό τέρας περιλαμβάνει η εισήγηση «Οι ελληνικές πόλεις σε καμπή: Πολεοδομική και οικιστική πολιτική την περίοδο της δικτατορίας» που παρουσιάστηκε στο συνέδριο των ΑΣΚΙ/EIE
Της Λίλας Λεοντίδου*
Οι οικιστικές, πολεοδομικές και χωροταξικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τη δικτατορία του 1967-74 δημιούργησαν τη σημαντικότερη καμπή στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων τον 20ό αιώνα. Οι αλλαγές στο σύστημα διανομής και συλλογικής κατανάλωσης εδραίωσαν τον καπιταλισμό στην κατανομή γης και κατοικίας, που χαρακτηριζόταν από ένα διττό σύστημα, αυτοστέγαση και πολυκατοικία, το οποίο ως τότε ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο. Στα λαϊκά προάστια η αυθαίρετη δόμηση αποτελούσε και μια διεκδίκηση για το «δικαίωμα στην πόλη». Στιγματιζόταν από το κράτος υποκριτικά, αλλά αφηνόταν να λειτουργεί, μιας και η κοινωνική πολιτική ήταν ισχνή και δεν υπήρχαν εναλλακτικοί τρόποι στέγασης. Το ζήτημα της κατοικίας «λυνόταν», ας πούμε, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες από ενός είδους κοινωνικό συμβόλαιο.
Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο έσπασε την εποχή της δικτατορίας. Τα αυθαίρετα «πατάχθηκαν» με έναν τρόπο που μόνο μια δικτατορία θα μπορούσε να πετύχει. Το θεωρητικό δίπολο του Γκράμσι, βία/συναίνεση, αντικατοπτρίζεται πρακτικά στο δίπολο κατεδαφίσεων/νομιμοποιήσεων που εντάθηκε από το 1967. Με τις αναδρομικές νομιμοποιήσεις στην Αθήνα το 1968-71 εντάχθηκαν 2.700 εκτάρια στο σχέδιο πόλης, κυρίως σε λαϊκές γειτονιές. Ηταν η μεγαλύτερη αστική επέκταση που είχε γίνει ποτέ στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Διόγκωση πολυκατοικίας και κερδών
Η άλλη όψη του εντεινόμενου «εκσυγχρονισμού» του τομέα της κατοικίας συνίσταται στη διόγκωση του κερδοσκοπικού τομέα οικοδόμησης. Η πολυκατοικία πριμοδοτήθηκε άμεσα με την αύξηση των επιτρεπομένων συντελεστών δόμησης (δόθηκαν όροφοι και μειώθηκαν οι ακάλυπτοι χώροι), με την απλούστευση των διαδικασιών έκδοσης οικοδομικών αδειών, με την «αναδόμηση» των στεγαστικών προγραμμάτων σε όφελος της αγοράς και με την άμεση δανειοδότηση. Η δημιουργία πιστωτικών οργανισμών και η επέκταση του ενυπόθηκου δανεισμού δεν σήμαιναν μόνο το τέλος της αυτοχρηματοδότησης της κατοικίας. Σήμαιναν και την απώλεια αυτονομίας της.
Η θεαματική άνοδος της πολυκατοικίας το 1968-72 και η συρρίκνωση της αυτοστέγασης τεκμηριώνει τη διόγκωση του καπιταλισμού σε βάρος του μη-καπιταλιστικού τομέα, όπου η κατοικία ήταν κάποτε αξία χρήσης κι όχι ανταλλακτική αξία. Κυριαρχεί πλέον ο κερδοσκοπικός τομέας οικοδόμησης, οι πολυκατοικίες και οι πρώτοι «πύργοι» στα βορειοανατολικά του κέντρου της Αθήνας έπειτα από ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Δεν επρόκειτο ωστόσο για μονοπωλιακό καπιταλισμό, όπως διάφοροι ισχυρίστηκαν. Επρόκειτο για μια κατακερματισμένη καπιταλιστική αγορά από εργολάβους της αντιπαροχής.
Η κοινωνική γεωγραφία των πόλεων άλλαξε: από τη δεκαετία του 1950, που διογκώνονταν τα λαϊκά προάστια της Αθήνας με κύματα αυθαίρετης δόμησης, περνάμε σε μια άλλη τάση κατά τη δεκαετία του 1960: τη διόγκωση των πολυκατοικιών κεντρικών περιοχών, όπου πολλοί κάτοικοι κατεύθυναν τις αποταμιεύσεις τους από την περιφέρεια, επωφελούμενοι και από τη δανειοδότηση. Το 1971 867.000 κάτοικοι μαζί με το 50% της αστικής απασχόλησης συνωστίζονταν στον Δήμο Αθηναίων, σε έναν ιστό δημιουργημένο τον 19ο αιώνα για 40.000 κατοίκους.
Ετσι δημιουργήθηκε η Αθήνα της υποβάθμισης και του νέφους: πολυκατοικιοποίηση (με αιχμή το 1968-74), κυκλοφοριακή συμφόρηση, και λίγο μετά, τη δεκαετία του 1970, φυγή των ευπορότερων προς τα βορειοανατολικά προάστια, όπου πολυκατοικίες αντικαθιστούσαν τις βίλες. Η εγκατάλειψη του κέντρου από τους μεσοαστούς δημιούργησε τάσεις «φιλτραρίσματος προς τα κάτω», ώστε πολλές περιοχές του να περιέλθουν σε χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Στην περιφέρεια, οι λαϊκές γειτονιές πύκνωναν με τα «πανωσηκώματα». Πέρα από την πολιτική της δικτατορίας που διόγκωσε και εδώ τον κερδοσκοπικό τομέα και την πολυκατοικία, λειτούργησε και η κοινωνική ανέλιξη, που μπορεί να αποδοθεί στην αναπτυξιακή πορεία της δεκαετίας του 1960, τη μαζικοποίηση της παιδείας και σε άλλες συναφείς τάσεις. Αυτά συνετέλεσαν στη διασπορά της εργατικής τάξης στην ευρύτερη πόλη, στη «μεσοαστικοποίηση» της δυτικής Αθήνας και σε ενός είδους κοινωνικο-χωρική ομογενοποίηση. Παρόμοιες διαδικασίες καταγράφονται και στη Θεσσαλονίκη λίγο αργότερα, με τη διαφορά ότι πύκνωσε το εσωτερικό της πόλης και όχι το κέντρο.
Εδώ εντοπίζονται και οι απαρχές της αρνητικής αφήγησης για τη συνωστισμένη «παρασιτική» πόλη, που διατυπώθηκε επιθετικά από τις ίδιες τις κοινωνικές τάξεις που είχαν πρωτοστατήσει στη συμφόρηση. Τα ΜΜΕ, οι εφημερίδες, αλλά και «ειδικοί» και καθηγητές μιλούσαν για «παθολογική» ανάπτυξη της Αθήνας, που «παρέλυε» την Ελλάδα, για δήθεν «υδροκεφαλισμό» και τριτοκοσμική υπεραστικοποίηση.
Με αυτά και με άλλα μέτρα οι ελληνικές πόλεις μεταμορφώθηκαν από την περίοδο της δικτατορίας και έπειτα. Ακολούθησαν και άλλες πολιτικές κατά τη μεταπολίτευση και μετά την ένταξη στην ΕΕ, οι οποίες παγίωσαν τον καπιταλισμό, την απώλεια της αυτοχρηματοδότησης της κατοικίας και τη συνακόλουθη κοινωνία χρεωμένων πολιτών και οριστικοποίησαν αυτή την καμπή προς τα χρόνια της νεωτερικότητας και του «εκσυγχρονισμού».
* Αρχιτέκτονα (διπλ. ΕΜΠ), πολεοδόμου, γεωγράφου (MSc LSE) και διδάκτορα Πανεπιστημίου Λονδίνου. Επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Το κείμενο αντλεί ελεύθερα από το βιβλίο της Λίλας Λεοντίδου «The Mediterranean city in transition» (Cambridge U.P. 1990/ 2006, Β΄ έκδοση).