Το Documento μίλησε με τον Γιάννη Σκαραγκά με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του «Η κυρά της Ρω» (εκδόσεις Κριτική) και την ομώνυμη παράσταση που βασίζεται στο κείμενο και ανεβαίνει αυτές τις μέρες στο θέατρο Ροές.
Ο συγγραφέας εμπνέεται από τη ζωή της Δέσποινας Αχλαδιώτη, της γυναίκας που επί σαράντα χρόνια (από το 1943 μέχρι και τον θάνατό της) ύψωνε την ελληνική σημαία κάθε πρωί στην ακριτική νησίδα Ρω και την κατέβαζε με τη δύση του ήλιου.
Τι σας γοήτευσε στην ιστορία της Κυράς της Ρω, ώστε να σταθεί η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
Η ιδέα μια μοναχικής γυναίκας που η μοναδική σύνδεσή της πλέον με τον κόσμο των ανθρώπων είναι οι αναμνήσεις της. Είναι η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Η ιστορία συμβαίνει μπροστά στα μάτια της, στο πετσί της, στην καμπούρα της, και αυτή δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αλλάξει παρά να επενδύσει τις ελπίδες της σε κάποιο απροσδιόριστο αίσθημα χρέους στη μνήμη. Με ταράζει η σκέψη ενός ανθρώπου που τακτοποιεί τον κόσμο και το νόημά του, με ταράζει η σημασία ενός ξεχασμένου φρουρού της ανθρωπιάς μας και των μικρών τελετουργικών του για να γιορτάσει τη ζωή.
Στο βιβλίο σας λέει κάποια στιγμή η Κυρά της Ρω «Θέλω, αντί για ίχνη, να αφήσω μια σημαία. Του ασήμαντου ανθρώπου, το κυριακάτικου τραπεζιού, της αρχαίας χαράς». Ποια είναι η δύναμη του «ασήμαντου» ανθρώπου;
Νομίζω ότι κάποια μέρα θα ανακαλύψουμε την τεράστια δύναμη των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα για να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά προσπάθησαν να επινοήσουν μια ελάχιστη λογική στον σκοτεινό του παραλογισμό. Η προσπάθεια να είσαι ακριβοδίκαιος σε έναν κόσμο που σε διαψεύδει δεν είναι απλώς γενναίο αλλά και λυτρωτικό.
Συμμερίζεστε τον σεβασμό που έδειχνε η Κυρά της Ρω στην ελληνική σημαία;
Στη δική μου ιστορία η σημαία είναι το έμβλημα των ανθρώπων που χόρτασαν και από χαρές και από πένθη και από απώλειες. Η έννοια της πατρίδας γίνεται μια άλλη αντίληψη για το πώς μοιραστήκαμε τη ζωή μας και πώς συνυπάρχουμε με τους άλλους και στα εύκολα και στα δύσκολα. Αυτό επιδιώκει η ηρωίδα, να φτιάξει μια προσωπική σημαία από κομματάκια ρούχων εκείνων που στόλισαν τη ζωή της.
Υπάρχει η ανάγκη σήμερα για υψηλά ιδανικά;
Είχα πρόσφατα μια παρόμοια κουβέντα στο πλαίσιο των προβών για το καινούργιο μου έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί η Ρουτ Σβέγκλερ στη Ζυρίχη. Η παράσταση έχει να κάνει με την έννοια της τόλμης και την αντοχής, με το αν αυτά είναι αποτέλεσμα υπέρβασης της λογικής ή θέμα ενστίκτου. Πιστεύω ότι, με τον ίδιο τρόπο, τα υψηλά ιδανικά που αναφέρετε σχετίζονται με το ζήτημα της επιλογής, με τη συγκρότηση ενός χαρακτήρα που, πέρα από την επιβίωση σε ένα βίαιο περιβάλλον, αντιλαμβάνεται και την ανάγκη για κάτι περισσότερο, για μια προσωπική επένδυση στην πιθανότητα του καλού. Αυτή η πιθανότητα του καλού είναι που ανανεώνει τη γενναιότητά μας να αλλάζουμε τον κόσμο. Χωρίς αυτά τα υψηλά ιδανικά, χωρίς την υποψία μιας κρυμμένης αλήθειας μέσα τους, δεν θα γράφονταν τόσες ιστορίες για ανύπαρκτους κόσμους στους οποίους αξίζει να πιστέψεις.
Ποια είναι η αίσθηση της μεταφοράς μιας νουβέλας στο θέατρο;
Στη συγκεκριμένη συνεργασία είμαι σίγουρος ότι η δουλειά της Κατερίνας Μπερδέκα με τη Φωτεινή Μπαξεβάνη ήταν ο καταλύτης που απογείωσε αυτή την ιστορία.
Μεταξύ άλλων, έχετε γράψει σενάρια και για την τηλεόραση. Θα θέλατε να ασχοληθείτε ξανά;
Η «Επιφάνεια» ήταν η πρώτη μου δουλειά το 2001. Δούλεψα ως σεναριογράφος σε μια περίοδο που η ελληνική παραγωγή έτρεφε τους καλύτερους και τους χειρότερους. Έτρεφε τα όνειρα αλλά και τα παραφουσκωμένα τους εγώ. Πίστευα ότι αυτό που θα διαλύσει τελικά τον χώρο δεν ήταν η φτήνια του, αλλά η ίδια η έπαρση των ανθρώπων του. Δεν υπολόγισα ότι αρκούσε μια παρατεταμένη οικονομική κρίση για να εξαφανιστεί τελείως ο χώρος της παραγωγής. Βρίσκω θλιβερό ότι κάποιοι από αυτούς που μιλάνε δημόσια για την παθογένεια της ελληνικής τηλεόρασης είναι οι ίδιοι που τη λέρωναν για πολλά χρόνια με την κακογουστιά τους. Κάποιοι έβγαλαν χρήματα και κάποιοι έφαγαν τα μούτρα τους, όπως συμβαίνει βεβαίως σε όλους τους χώρους, εντός και εκτός Ελλάδας. Παρόλο που ακόμα κάνω επιλεκτικά επιμέλεια σε σενάρια, έχω παραμελήσει αυτή την ιδιότητά μου εδώ και χρόνια, όταν ξεκίνησα να δουλεύω για μια παραγωγή που διακόπηκε απότομα επειδή το κανάλι αγοράστηκε από έναν γερμανικό σταθμό. Δεν μου άφησε καμία πικρία. Μου άφησε ορισμένες καλές δουλειές, μια πολύτιμη εμπειρία και κυρίως ένα είδος γνώσης που με πήγε μπροστά την τελευταία δεκαετία που δουλεύω και εκτός Ελλάδας: την ικανότητα να επιλέγεις πόσο ψηλά ή χαμηλά θα επενδύσεις τόσο πολλή και σκληρή δουλειά.
Την τελευταία δεκαετία έργα σας δημοσιεύονται και σε αμερικανικά έντυπα όπως τα «World Literature Today», «Copper Nickel», «American Chordata». Πώς προέκυψαν αυτές οι συνεργασίες;
Είχα έναν πολύ ιδιαίτερο μέντορα, τον Ντέιβιντ Πλαντ, ο οποίος με βοήθησε πριν από πολλά χρόνια να καταλήξω σε ένα προσωπικό αφηγηματικό ύφος στα αγγλικά. Επέστρεψα στην Ελλάδα το 2009 από τη σεζόν του «Prime Numbers» στη Νέα Υόρκη, πριν καταφέρω να υπογράψω με κάποιον καλό ατζέντη. Πίστευα ότι είχαν χαθεί εντελώς οι ευκαιρίες για να υπάρχω στα αμερικανικά λογοτεχνικά πράγματα. Όταν δημοσιεύθηκε το πρώτο μου διήγημα στα τέλη του 2009 στις ΗΠΑ, παρόλο που ανακουφίστηκα, δεν φαντάστηκα ούτε για μια στιγμή ότι οι συνεργασίες που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια θα μου έφερναν τις διακρίσεις που μου έφεραν. Κάποια από αυτά τα περιοδικά έχουν μια τεράστια ιστορία και ένα πολύ ειδικό βάρος στους συγγραφείς που προτείνουν, και αυτό κάνει εξαιρετικά τιμητική τη συνεργασία μαζί τους. Δεν ξέρω λοιπόν πώς νιώθω για αυτό, με την έννοια ότι είναι ένα κομμάτι της επαγγελματικής μου ζωής που δεν εξαντλείται στο αίσθημα της περηφάνιας, αλλά εξελίσσεται κάθε χρόνο και προϋποθέτει δουλειά και ετοιμότητα.
Info
«Η κυρά της Ρω» ανεβαίνει μέχρι τις 7 Ιανουαρίου στο Θέατρο Ροές (www.theatroroes.gr), σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μπερδέκα. Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει η Φωτεινή Μπαξεβάνη.