Αυθαιρεσίες για… Γκίνες σε ξενοδοχείο στο Τολό

Αυθαιρεσίες για… Γκίνες σε ξενοδοχείο στο Τολό

Μια απίστευτη ιστορία αυθαιρεσίας… 41 χρόνων φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας το Documento, η οποία δείχνει με τον πλέον σαφή τρόπο πώς λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός στη χώρα μας. Πρόκειται για πολυώροφο κτίριο το οποίο ξεκίνησε να χτίζεται επί χούντας κυριολεκτικά πάνω στον αιγιαλό στην περιοχή του Τολού στο Ναύπλιο και ακόμη και σήμερα απασχολεί τις κρατικές υπηρεσίες και τη Δικαιοσύνη.

Εδώ και τέσσερις δεκαετίες έχουν εκδοθεί για το συγκεκριμένο ακίνητο πάνω από 20 αποφάσεις: της νομαρχίας και των πολεοδομικών υπηρεσιών, του ΥΠΕΧΩΔΕ, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Συνηγόρου του Πολίτη, κάτι που δείχνει την αλληλοεπικάλυψη που χαρακτηρίζει το νομικό πλαίσιο στη χώρα μας. Διαδοχικές προσφυγές, αντικρουόμενες αποφάσεις και νομικά παραθυράκια δίνουν τη δυνατότητα σε όποιον αυθαιρετεί να παρακάμπτει τη νομοθεσία με το σκεπτικό ότι κάποια στιγμή θα καταφέρει να νομιμοποιήσει το ακίνητό του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι αν και υπάρχει απόφαση του ΣτΕ από το 2004 σύμφωνα με την οποία τουλάχιστον δύο όροφοι του κτιρίου θα έπρεπε να έχουν κατεδαφιστεί, εντούτοις 14 χρόνια μετά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Εν αρχή ην η… χούντα

Η υπόθεση με το ακίνητο στο Τολό ξεκινά την περίοδο της χούντας. Ηταν κάπου μέσα στο 1967 όταν το Γραφείο Πολεοδομίας Αργολίδας εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 296/1967 άδεια για την ανέγερση οικοδομής με ισόγειο και τρεις ορόφους. Ωστόσο αντί για τρεις ορόφους ανεγέρθηκαν τελικά ακόμη δύο –5ος και 6ος–, όπως περιγράφεται στην υπ’ αριθμόν 878/2004 απόφαση του ΣτΕ και στο 19/2017 πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του ΣτΕ, καθώς το κτίριο προοριζόταν για… ξενοδοχείο.

Το 1975 το Γραφείο Πολεοδομίας Αργολίδας με την υπ’ αριθμόν 177/1975 απόφασή του ουσιαστικά νομιμοποίησε την ανέγερση των δύο επιπλέον ορόφων. Η νομιμοποίηση βασίστηκε στο σκεπτικό ενός νόμου της χούντας (ν.δ. 1199/1972) το οποίο ουσιαστικά επέτρεπε «την ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων κατά παρέκκλιση από τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις». Το κτίριο παρέμεινε ημιτελές και αρκετά χρόνια μετά άλλαξε ιδιοκτησία. Νέος ιδιοκτήτης ήταν η εταιρεία ΑΕ ΑΦΟΪΛ Ξενοδοχειακές και Οικοδομικές Επιχειρήσεις. Ακολούθησε νέος γύρος αποφάσεων κρατικών υπηρεσιών. Το 1987 ο νομάρχης Αργολίδας εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 3870 απόφασή του με την οποία εξαιρέθηκαν «από την κατεδάφιση τμήματα της οικοδομής». Στη συνέχεια η Πολεοδομία Ναυπλίου με την 341/1987 πράξη που εξέδωσε αναθεώρησε την άδεια προκειμένου να συνεχιστούν οι εργασίες στην επίμαχη οικοδομή.

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά και συγκεκριμένα στις 28 Νοεμβρίου 1997 ο τότε νομάρχης Αργολίδας εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 11323/672 απόφαση. Σύμφωνα με αυτήν «εξαιρέθηκαν από την κατεδάφιση οι δύο όροφοι που είχαν κατασκευαστεί κατά παρέκκλιση για τη χρήση του κτιρίου ως ξενοδοχείου, ενώ με απόφαση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Αργολίδας επιβλήθηκε πρόστιμο για αυθαίρετες κατασκευές εμβαδού 1.038 τ.μ.». Λίγους μήνες μετά η ίδια διεύθυνση με την 3/9.1.1998 οικοδομική άδεια που εξέδωσε ενέκρινε την αλλαγή χρήσης του κτιρίου «από ξενοδοχείο β΄ τάξεως σε κτίριο κατοικιών και καταστημάτων», κατ’ επίκληση της απόφασης του νομάρχη Αργολίδας. Το ίδιο κτίριο δηλαδή στο οποίο είχαν διαπιστωθεί παρανομίες από τις κρατικές υπηρεσίες.

Η απόφαση-κόλαφος του ΣτΕ

Εναν χρόνο μετά τα πράγματα άλλαξαν. Στις 8 Δεκεμβρίου 1999 ο προϊστάμενος της Πολεοδομίας της Αργολίδας ανακάλεσε την οικοδομική άδεια του 1998. Είχαν προηγηθεί δύο έγγραφα της Δ/νσης ΟΚΚ (83267/99 και 87618/99) τα οποία διαπίστωναν «σειρά προβλημάτων νομιμότητας της άδειας αυτής».

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, «δεν ήταν δυνατόν να εγκριθεί η αλλαγή χρήσης και η αποπεράτωση της οικοδομής, καθ’ όσον η αρχική άδεια είχε χορηγηθεί για την ανέγερση ξενοδοχείου με παρέκκλιση κατ’ επίκληση ειδικών διατάξεων της τουριστικής νομοθεσίας, επιπλέον δε η οικοδομή βρισκόταν μέσα στη ζώνη παραλίας και παλαιού αιγιαλού». Με λίγα λόγια οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες κακώς επέτρεψαν την αλλαγή χρήσης του από ξενοδοχείο σε κτίριο οικιών και καταστημάτων.

Η ιδιοκτήτρια εταιρεία προσέφυγε δικαστικά κατά της συγκεκριμένης απόφασης της Πολεοδομίας Αργολίδας. Το Διοικητικό Εφετείο της Τρίπολης έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως της εταιρείας με την υπ’ αριθμόν 203/2002 απόφασή του. Στη συνέχεια η υπόθεση έφτασε μέχρι το ΣτΕ, όταν πολίτης που διαμένει στην περιοχή άσκησε έφεση σε βάρος της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως. Το ΣτΕ με την υπ’ αριθμόν 878/2004 απόφασή του δικαίωσε πλήρως τον συγκεκριμένο πολίτη και «εξαφάνισε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως». Μάλιστα το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ως νόμιμη την απόφαση της Πολεοδομίας του 1999, καθώς «…σε περίπτωση κτιρίου το οποίο έχει ανεγερθεί κατ’ επίκληση ειδικών διατάξεων που επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους οικείους όρους δόμησης, η μεταβολή της χρήσης του δεν ήταν επιτρεπτή διότι θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση των όρων δόμησης, η υπέρβαση των οποίων είναι κατά τον νόμο ανεκτή μόνο για κτίρια με συγκεκριμένη χρήση». Στο μεταξύ, λίγο πριν από την απόφαση του ΣτΕ η Διεύθυνση Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Αργολίδας εξέδωσε στις 24 Ιουλίου του 2002 νέα απόφαση, ενόψει και της απόφασης του Εφετείου Τριπόλεως με την οποία ανακαλούσε την απόφαση του 1999 και είχε επαναφέρει σε ισχύ την οικοδομική άδεια του 1998. Ενα αλαλούμ κρατικών αποφάσεων με τη μία να αναιρεί την άλλη.

Η απόφαση Σουφλιά που κρίθηκε… παράνομη

Παρά την απόφαση του ΣτΕ, το «γαϊτανάκι» έκδοσης κρατικών αποφάσεων συνεχίστηκε. Τον Ιούλιο του 2004 ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Γιώργος Σουφλιάς με το υπ’ αριθμόν 31862 έγγραφό του αποδέχθηκε την 592/2000 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ). Με αυτή γινόταν δεκτό ότι «η επίμαχη οικοδομική άδεια περί εξαιρέσεως του κτιρίου από την κατεδάφιση είχε εκδοθεί νομίμως». Με λίγα λόγια ένα γνωμοδοτικό όργανο όπως το ΝΣΚ ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το σκεπτικό του ΣτΕ. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2004 η διευθύντρια Πολεοδομικού Σχεδιασμού του ΥΠΕΧΩΔΕ κοινοποίησε έγγραφο προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας το οποίο γνωστοποιήθηκε και στην ιδιοκτήτρια εταιρεία του ακινήτου. Το έγγραφο ανέφερε ούτε λίγο ούτε πολύ πως «…με την 31862/2004 απόφαση του υπουργού ΥΠΕΧΩΔΕ και που είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση, για το κτίριο σας στο Τολό Αργολίδας ισχύουν πλέον οι διατάξεις και τα κριθέντα από την παραπάνω αποδεκτή από τον υπουργό ΠΕΧΩΔΕ γνωμοδότηση του ΝΣΚ. Συνεπώς, αυτονόητο είναι ότι σε κάθε διαφορετική άποψη που έχει εκφρασθεί από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, όπως οι αναφερόμενες στα έγγραφα της αιτήσεώς σας, που εκδόθηκαν από τις ως άνω υπηρεσίες και προέκυψαν μετά τη χορήγηση της 3/98 ΟΑ δεν ισχύει». Το αποτέλεσμα ήταν η Νομαρχία Αργολίδας να μην προβεί σε καμία ενέργεια και να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΣτΕ, λόγω και της υπουργικής απόφασης. Ωστόσο η συγκεκριμένη απόφαση του κ. Σουφλιά και το έγγραφο της Διευθύντριας Πολεοδομίας Σχεδιασμού του ΥΠΕΧΩΔΕ κρίθηκαν ως «παράνομη διαταγή» δύο χρόνια μετά, σύμφωνα με υπ’ αριθμόν 27/2006 πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η κατεδάφιση που καθυστερεί 14 χρόνια

Τα τραγελαφική της διοίκησης, όμως, συνεχίστηκαν. Με νέο πρακτικό συνεδριάσεως (44/2006) το Τριμελές Συμβούλιο του ΣτΕ ζήτησε από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας να συμμορφωθεί με την 878/2004 απόφαση του ΣτΕ. «Δηλαδή να προβεί στην έκδοση των αναγκαίων υλικών ενεργειών για την κατεδάφιση των δύο αυθαίρετων ορόφων (5ου και 6ου) της ανωτέρω οικοδομής». Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συνέβη. Αρχικά η Νομαρχία Αργολίδας απέστειλε έγγραφο προς τη Γενική Διεύθυνση Περιφέρειας Πελοποννήσου και το ΣτΕ, στο οποίο ανέφερε ότι είχε συμμορφωθεί πλήρως με τη δικαστική απόφαση, ενώ στις 2 Μαΐου 2007 εξέδωσε έγγραφο με το οποίο «δήλωσε αδυναμία να συγκροτήσει συνεργείο κατεδάφισης αυθαιρέτων και ζήτησε τη συνδρομή της Περιφέρειας Πελοποννήσου προκειμένου να πραγματοποιηθεί η κατεδάφιση». Μια κατεδάφιση που ακόμη και σήμερα δεν έχει συμβεί.

Τον Νοέμβριο του 2013 εκδόθηκαν από το ΥΠΕΚΑ πράξεις με τις οποίες «οι επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές (το κτίριο στο Τολό) υπήχθησαν οριστικά στον ν. 4178/2013». Εναν νόμο ο οποίος έδινε τη δυνατότητα σε χιλιάδες ιδιοκτήτες αυθαιρέτων να νομιμοποιήσουν τα αυθαίρετά τους αν και είχαν εκδοθεί σε βάρος τους δικαστικές αποφάσεις κατεδάφισης. Είχαν προηγηθεί σχετικές δηλώσεις από την ιδιοκτήτρια εταιρεία. Με τη συγκεκριμένη υπαγωγή στην ουσία «αναστέλλεται για 30 χρόνια η επιβολή κυρώσεων για τις επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές και δύναται να εξαιρεθούν οριστικά της κατεδάφισης».

Τρία χρόνια μετά, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 2016, πραγματοποιήθηκε στο ακίνητο έκθεση αυτοψίας από υπάλληλο της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Ναυπλιέων. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκαν «διαφορές στην εμβαδομέτρηση των επίμαχων αυθαίρετων κατασκευών που αφορούν στον υπολογισμό του καταβληθέντος προστίμου». Το αποτέλεσμα ήταν η υπόθεση να ανοίξει και πάλι, καθώς η ιδιοκτήτρια εταιρεία κατέθεσε ένσταση στο αρμόδιο Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων (ΣΥΠΟΘΑ) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου.

«Αδικαιολόγητη παράλειψη» κατά το ΣτΕ

Να σημειωθεί ότι το πρακτικό συνεδρίασης 19/2017 του Τριμελούς Συμβουλίου του ΣτΕ επιρρίπτει ευθύνες στον Δήμο Ναυπλιέων και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου, κάνοντας λόγο για «αδικαιολόγητη παράλειψη».

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο πρακτικό, 13 χρόνια μετά τη δημοσίευση της 878/2004 «ο Δήμος Ναυπλιέων δεν προέβη στην έκδοση απόφασης κατεδάφισης του πέμπτου και έκτου ορόφου του επίμαχου κτίσματος και στην προώθηση των ενεργειών που απαιτούνται προκειμένου να εκτελεσθεί από την οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση η κατεδάφισή του». Στο ίδιο πρακτικό αναφερόταν επίσης ότι το Τριμελές Συμβούλιο του ΣτΕ θα επανεξέταζε τη συμμόρφωση του Δήμου Ναυπλιέων μετά την έκδοση της απόφασης από το ΣΥΠΟΘΑ. Το τελευταίο συνεδρίασε στις 18 Ιουνίου 2018 και απέρριψε την ένσταση της ιδιοκτήτριας εταιρείας. Κάτι που σημαίνει ότι οι διαδικασίες κατεδάφισης θα πρέπει να προχωρήσουν.

Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την εξέλιξή της, η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί ίσως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ανομίας και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε επί δεκαετίες η διοίκηση σε περιπτώσεις αυθαίρετων κατασκευών όταν διαπιστώνονταν παραβάσεις της νομοθεσίας. Ενα ακίνητο που ξεκίνησε να κατασκευάζεται επί χούντας ακόμη και σήμερα να απασχολεί τις κρατικές αρχές σχετικά με το κατά πόσο είναι νόμιμο ή όχι.

Documento Newsletter